Ετούτος ο τόπος είναι φτιαγμένος κυρίως από ανθρώπους, πάνω-κάτω τους ίδιους, που έρχονται κάθε μέρα στο ίδιο μέρος, το οποίο έχει γίνει γι’ αυτούς σχεδόν ένα κεκτημένο δικαίωμα, ανθρώπους που σιγά σιγά συνυφαίνονται και συγκροτούν, αν και επιφανειακά, το μωσαϊκό μιας κοινής ζωής». (Στη φωτογραφία: Topolini Beach, Trieste/magsonthemove.com).

Εδώ εγώ ξέρω ποιος είμαι, έλεγε ο Γιούλιους Κούγκι, ο μεγάλος ορειβάτης, ακμαίος συγγραφέας, αλλά και οργανιστής από την Γκορίτσια, όταν βρισκόταν στις Ιουλιανές Άλπεις του. Ορισμένοι τόποι ενίοτε ταυτίζονται με το είναι μας, συγκροτούν τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Τόποι σημαίνει τοπία, φυσικά ή οικοδομημένα από τον άνθρωπο ή μάλλον και τα δύο, η λίμνη και το μικρό σπίτι στην όχθη της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα σ’ ένα ποίημα του Μπρεχτ. Τόποι σημαίνει κυρίως πρόσωπα, λιγότερο ή περισσότερο οικεία ή σχεδόν άγνωστα, αλλά πάντως μάρτυρες, μολονότι μεροληπτικοί, της δικής μας ύπαρξης.

«Ακόμη κι ένας ταπεινός δρόμος κατά μήκος μιας ανοιχτής θάλασσας μπορεί να γίνει θέατρο του κόσμου».

Ένας από αυτούς τους τόπους είναι για μένα ο γιαλός της Μπάρκολα, δηλαδή ο δρόμος που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας καθώς μπαίνεις στην Τεργέστη, απ’ όπου μπορείς να βουτήξεις ελεύθερα, σε νερά που είναι αμέσως βαθιά. Ένας τόπος που για μένα ταυτίζεται με το καλοκαίρι, την αληθινή εποχή της ζωής – μου άρεσε πολύ, όταν διάβαζα τα μυθιστορήματα του Φένιμορ Κούπερ, το γεγονός ότι οι δικοί του Μοϊκανοί μετρούσαν τα χρόνια τους ονομάζοντάς τα «καλοκαίρια» αντί για «ανοίξεις». Ακόμη κι ένας ταπεινός δρόμος κατά μήκος μιας ανοιχτής θάλασσας μπορεί να γίνει θέατρο του κόσμου, όπως συνέβη πριν από χρόνια, όταν ένας άντρας πέθανε από έμφραγμα καθώς κολυμπούσε και, όταν τον έβγαλαν στην παραλία, έμεινε για ώρα, πεθαμένος και σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι, σε αναμονή του ασθενοφόρου, καταμεσής των άλλων λουόμενων, που ήταν ξαπλωμένοι δίπλα του και λιάζονταν ή ήταν καθισμένοι και έπαιζαν χαρτιά.

«Ορισμένοι τόποι ενίοτε ταυτίζονται με το είναι μας, συγκροτούν τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον κόσμο», γράφει για τον γιαλό της Μπάρκολα, στη γενέτειρά του Τεργέστη, ο Μάγκρις.

Κι ετούτος ο τόπος είναι φτιαγμένος κυρίως από ανθρώπους, πάνω-κάτω τους ίδιους, που έρχονται κάθε μέρα στο ίδιο μέρος, το οποίο έχει γίνει γι’ αυτούς σχεδόν ένα κεκτημένο δικαίωμα, ανθρώπους που σιγά σιγά συνυφαίνονται και συγκροτούν, αν και επιφανειακά, το μωσαϊκό μιας κοινής ζωής, όχι ακριβώς αλλά σχεδόν όπως αυτό μιας σχολικής τάξης. Δεν είναι συνεπώς περίεργο το γεγονός ότι κάθε τόσο, καθώς λιάζεσαι ξαπλωμένος ή βγαίνεις από το νερό, σε αναγνωρίζουν και μπορεί, μολονότι δεν είσαι ο Χεμινγουέι, να σου ζητήσουν να υπογράψεις ένα βιβλίο. Όμως τις προάλλες τα πράγματα πήραν μια τροπή διαφορετική και πιο ικανοποιητική. «Είναι δικός σας ο σκύλος;» με ρώτησε μια κυρία, δείχνοντας τον Τζάκσον, το σκυλάκι μου, γκριφόν των Βρυξελλών, θεμελιώδη σύντροφο της ζωής μου και λάτρη της θάλασσας, μολονότι, με το πέρασμα των χρόνων, επιδεικνύει όλο και λιγότερο πάθος γι’ αυτήν. Στην καταφατική απάντησή μου, η κυρία απάντησε: «Τότε εσείς πρέπει να είστε ο Κλάουντιο Μάγκρις». Τώρα κι εγώ, χάρη λοιπόν στον Τζάκσον, ξέρω ποιος είμαι.

 

// Το αφήγημα του Κλάουντιο Μάγκρις –γραμμένο στις 2 Οκτωβρίου 2015– που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του «Στιγμιότυπα». Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάννης Ρίτσος – Στο Καρλόβασι της Σάμου, καλοκαίρι του 1987.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top