Η Ορχήστρα του Κλήβελαντ υπό τη διεύθυνση του αυστριακού μαέστρου Franz Welser-Moest (Photo by Roger Mastroianni).

Η καλύτερη ορχήστρα της Αμερικής; Η ερώτηση αυτή τίθεται κάθε χρόνο από τις μεγάλες νεουρκέζικες εφημερίδες κατά την ετήσια επίσκεψη της Ορχήστρας του Κλήβελαντ στη Νέα Υόρκη.

Το αν αυτό ισχύει, όπως ισχυρίστηκαν το 2018, με αφορμή και τα εκατό χρόνια από την ίδρυση της ορχήστρας, οι New York Times, είναι κάτι που ίσως κάποιοι συνάδελφοί των μουσικών της από το Σικάγο ή τη Βοστόνη δεν θα παραδεχόντουσαν εύκολα και είναι, σε αυτό το υψηλότατο επίπεδο, βέβαια και θέμα γούστου. Άλλωστε στη Νέα Υόρκη υπάρχει η φράση: “There is no best”, κάτι που ίσως βάζει και τα όρια αυτής της συζήτησης, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να αναιρεί αυτό στο οποίο αυτή παραπέμπει, στην εκπληκτική καλλιτεχνική ποιότητα αυτού του συνόλου του οποίου επίσης η ιστορία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Το 1931, η Ορχήστρα απέκτησε την διάσημη έδρας, την φημισμένη για την ακουστική της αίθουσα: “Severance Hall”.

Ιστορική ορχήστρα

Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία επιτυχίας, αφού δύσκολα κανείς θα υπέθετε ότι η πόλη του Κλήβελαντ, πρωτεύουσα μιας μάλλον όχι φημισμένης, σε κάθε περίπτωση όχι για τις τέχνες, πολιτείας των ΗΠΑ, θα ήταν η έδρα μια παγκοσμίου εμβέλειας ορχήστρας. Αυτό φαίνεται να οφείλεται στο όραμα, την αφοσίωση και βέβαια τις χορηγίες μιας φιλόδοξης αστικής ελίτ.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1931 απέκτησε την διάσημη έδρας, την φημισμένη για την ακουστική της αίθουσα: “Severance Hall”, η οποία ανακαινίστηκε τη δεκαετία του 1950 υπό τις οδηγίες του τότε μουσικού διευθυντή της ορχήστρας George Szell (1946-70). Ακολούθησε μία ακόμα ανακαίνιση στα τέλη της δεκαετία του 1990. Στη θέση του διευθυντή της ορχήστρας έχουν υπηρετήσει διάσημοι αρχιμουσικοί. Την ορχήστρα στα πρώτα της βήματα διηύθυναν οι Nikolai Sokoloff (1918-33) και  Artur Rodzinski (1933-43). Ακολούθησε για 3 χρόνια ο Erich Leinsdorf, από τον οποίο πήρε τη σκυτάλη ο Szell, την εποχή του οποίου άρχισε να θεμελιώνεται η φήμη αλλά και η διεθνής παρουσία της ορχήστρας. Ακολούθησαν ο Lorin Maazel (1972-82) και ο Christoph von Dohnányi, του οποίου η αξία και μακρόχρονη παρουσία (1984-2002) σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία της ορχήστρας. Από το 2002 της ορχήστρας ηγείται από το 2002 ο Αυστριακός Franz Welser Möst.

Η «The Cleveland Orchestra» υπό τον Franz Welser-Möst παίζει Rathbun, Abrahamsen και Tchaikovsky (Photo by Roger Mastroianni).

Στο(ν) Musikverein της Βιέννης

Από τότε η ορχήστρα πύκνωσε τις ευρωπαϊκές και δη αυστριακές της περιοδείες, και εμφανίζεται τακτικά στη χρυσή αίθουσα των Φίλων της Μουσικής στο(ν) διάσημο Musikverein της Βιέννης αλλά και στο Φεστιβάλ του Salzburg.

Εκεί ο υπογράφων είχε την τύχη να παρακολουθήσει κάποιες από αυτές τις εμφανίσεις. Ο Welser-Möst, ο οποίος διακρίνεται για την έφεσή του σε «μεγάλων διαστάσεων» έργα παρουσίασε στη Βιέννη, στην πρώτη συνεργασία της ορχήστρας με τη διάσημη χορωδία “Wiener Singverein”, το εντυπωσιακό “War Requiem” (2003) του Benjamin Britten καθώς και το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Johannes Brahms (2009), για να αναφέρουμε δύο από τις εντονότερες αναμνήσεις μας.

Εντυπωσιακή παρουσία στο Φεστιβάλ του Salzburg

Το 2008 στο Φεστιβάλ του Salzburg η ορχήστρα λειτούργησε σαν ορχήστρα όπερας παρουσιάζοντας τη “Rusalka” του Dvorzak, Και ενώ ήταν ευδιάκριτο στο ήχο ότι η ορχήστρα δεν είναι «κλασσική» ορχήστρα όπερας, η ακρίβεια, η εκλέπτυνση, η θα τολμούσαμε να πούμε τελειότητα του ήχου, δημιούργησαν μια αξέχαστη εμπειρία, ενώ η απήχηση της παράστασης οδήγησε και στην άμεση έκδοση της ηχογράφησης της συγκεκριμένης ερμηνείας. Τις επόμενες μέρες, πάλι τεχνικά εντυπωσιακό, το αποτέλεσμα σε έργα Messiaen και Mahler δεν ήταν ερμηνευτικά στο ίδιο επίπεδο. Εκεί τις εντυπώσεις, σε τραγούδια του Μάλερ έκλεψε ο Simon Keenlesyde.

Ο Welser-Möst διακρίνεται για την έφεσή του σε «μεγάλων διαστάσεων» έργα (Photo by Roger Mastroianni).

Εναρκτήρια συναυλία του Carnegie Hall του 2006

Η εναρκτήρια συναυλία της σεζόν 2006-2007, η οποία είναι διαθέσιμη και σε DVD, με την ορχήστρα του Cleveland ήταν η πρώτη συναυλία του υπογράφοντος στο Κάρνεγκι Χολ, ενώ στο ανκόρ δύο βαλς μας φάνηκαν σαν η «επίσημη αίτηση» του αρχιμουσικού για την πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης, τιμή τελικά του έγινε και μάλιστα δύο φορές λίγα χρόνια αργότερα. Εκτός από την πρωτοχρονιάτικη συναυλία ο Welser-Möst είχε αναλάβει το 2010 και την Κρατική Όπερα της Βιέννης, κατέχοντας για ένα διάστημα δύο από τις πιο περιζήτητες θέσεις στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Από τη θέση του στη Βιέννη όμως ο Αυστριακός αρχιμουσικός παραιτήθηκε το 2014 λόγω διαφωνιών του με τον καλλιτεχνικό διευθυντή.  Αυτό όμως δεν επηρέασε την καλή του σχέση με τους Philharmoniker, με τους οποίους συνεργάζεται τακτικά και επί αμερικανικού εδάφους.

Εκλεκτικές συγγένειες με τον Bruckner

Την επομένη είχε παρουσιαστεί η Πέμπτη συμφωνία του Anton Bruckner. Ο Welser-Most διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με το έργο του Bruckner, ίσως και λόγω και της κοινής τους καταγωγής από Linz της «’Ανω Αυστρίας. Από την εποχή άλλωστε που ανέλαβε τη διεύθυνση της Ορχήστρας του Cleveland, ο Welser-Most συνέχισε την παράδοση που τη θέλει να αφιερώνει και αυτή αρκετές από τις συναυλίες της σε έργα του Bruckner. Τόσο ο George Szell όσο και ο Christoph von Dohnanyi είχαν συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτής της παράδοσης. Λίγες ορχήστρες τις Αμερικανικής Ηπείρου μπορούν να επιτύχουν στον Bruckner ήχο που να προσεγγίζει αυτόν των ευρωπαϊκών παραδοσιακών ορχηστρών.

Έτσι με τον Welser-Möst η ορχήστρα έχει ολοκληρώσει μια σειρά βιντεοσκοπήσεων με τα διασημότερα έργα του συνθέτη σε ιστορικούς χώρους, την εκκλησία Sankt Florian, έξω από το Linz, στην οποία ο Bruckner ζήτησε να ταφεί κάτω από το εκκλησιαστικό όργανο με το οποίο για δεκαετίες συνόδευε τις λειτουργίες, τον ιστορικό χώρο του Musikverein στη Βιέννη, καθώς και στην έδρα της ορχήστρας, Severance Hall στο Cleveland, ενώ το καλοκαίρι του 2011, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο Lincoln Center μια σειρά συμφωνιών του Bruckner από την ορχήστρα.

Τα τελευταία χρόνια, μετά την έμφαση στο έργου του Bruckner η ορχήστρα στράφηκε προς τον άλλο μεγάλο συνθέτη του βιεννέζικου Fin-de-siècle, Gustav Mahler.

Και ενώ από πλευράς έκφρασης ή ήχου άλλες ορχήστρες, όπως πρωτίστως η Φιλαρμονική της Βιέννης, θα διεκδικούσαν ίσως τα πρωτεία στις ερμηνείες των έργων του Αυστριακού συνθέτης, στις συγκεκριμένες συναυλίες οι κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις της μεγαλόπνοης αρχιτεκτονικής των έργων μοιάζουν να έχουν βρει την κορύφωσή τους με την ορχήστρα να είναι εντυπωσιακή. Ο Welser-Möst, ο οποίος αρέσκεται και είτε με την επιλογή των προγραμμάτων του είτε και με δικές του ομιλίες να κάνει κάθε φορά κάποιο statement, είχε συνδυάσει τότε τις συμφωνίες του Bruckner με έργα του, παρόντα τότε στο Lincoln Center, Αμερικανού μινιμαλιστή συνθέτη John Adams, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να υποδείξει τα στοιχεία μινιμαλισμού, όπως αυτός τουλάχιστον τα «διαβάζει» στο έργο του Bruckner.

O Αυστριακός μαέστρος Franz Welser-Moest διευθύνει την ορχήστρα του Κλήβελαντ στο Carnegie Hall (Steve J. Sherman/Carnegie Hall).

Αξίζει ίσως να αναφερθεί και μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Στις 16 Ιουλίου του 2011, η αφιερωμένη από τον πιστό στην αψβουργική μοναρχία Bruckner στον αυτοκράτορα Ογδόη Συμφωνία, συνέπεσε, σαν ένα μακρινό Marcia funebre, με την κηδεία στη Βιέννη του Otto von Habsburg, του τελευταίου μέλους της οικογένειας των Αψβούργων που είχε για δύο χρόνια τον τίτλο του διαδόχου του αυστριακού θρόνου και δικαιούνταν έτσι να ταφεί στους τάφους των Αψβούργων, την περιβοήτη Kappuzinergruft στο κέντρο της Βιέννης, μάλιστα τηρώντας με το πολύ χαρακτηριστικό ιστορικό πρωτόκολλο.

Μετά τον Bruckner o Mahler

Τα τελευταία χρόνια, μετά την έμφαση στο έργου του Bruckner η ορχήστρα στράφηκε προς τον άλλο μεγάλο συνθέτη του βιεννέζικου Fin-de-siècle, Gustav Mahler, κάτι που θα συνεχιστεί και φέτος, με τις ορχηστρικές επιδόσεις της να είναι και πάλι εντυπωσιακές.

Τον Ιανουάριο του 2018, Αυστριακός αρχιμουσικός σε μια ασυνήθιστη κίνηση επιχείρησε να μεταφέρει στο κοινό την προσέγγιση του στο έργο και με γραπτό τρόπο, αφού ήταν υπεύθυνος και για το κείμενο για την Ενάτη του Μάλερ στο πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας, απαντάει και σε ορισμένες δημοφιλείς αλλά μάλλον ιστορικά όχι απαραίτητα ακριβείς ιδέες για το Κύκνειο Άσμα του Μάλερ, όπως π.χ. το ότι στο πρώτο μέρος η «ασάφεια» του ρυθμού οφείλεται στην προσπάθεια του Μάλερ να αποδώσει την καρδιακή του αρρυθμία, η οποία όμως κατά τον Welser-Möst δεν ήταν η πάθηση από την οποία υπέφερε ο συνθέτης. Την επόμενη Παρασκευή, την επομένη της εναρκτήριας συναυλίας η ορχήστρα θα παρουσιάσει την Πέμπτη συμφωνία του συνθέτη.

Έμφαση σε σύγχρονα έργα.

 Τόσο η ορχήστρα όσο και ο μαέστρος δίνουν έμφαση στην ερμηνεία νέων έργων, με τους σύγχρονους συνθέτες να εκπροσωπούνται σχεδόν σε κάθε επίσκεψη της ορχήστρας στη Νέα Υόρκη. Αυτό εκτός από το ενδιαφέρον του ίδιου του Welser-Möst ίσως να οφείλεται και στην μακρόχρονη συνεργασία της ορχήστρας, αποτυπωμένη και σε σειρά ηχογραφήσεων με τον Pierre Boulez. Το 2016, σε μια συναυλία αφιερωμένη στο Boulez, λίγες μέρες μετά το θάνατό του συνθέτη σύμβολο της μουσικής πρωτοπορίας του 20ου αιώνα, η ορχήστρα παρουσίασε τη νεουορκέζικη πρεμιέρα του «let me tell you» για σοπράνο και ορχήστρα του Hans Abrahamsen , έργο το οποίο πρόσφατα ο βρετανικός Guardian κατέταξε πρώτο ανάμεσα στα 25 σημαντικότερα έργα κλασσικής μουσικής του 21ου αιώνα.

Το 2018 το νέο έργο ήταν το  “Downstream” του αυστριακού συνθέτη Johannes Maria Staud, έργο που ήταν και παραγγελία της ορχήστρας. Το ενδιαφέρον, βασισμένο στην ιστορία τρόμου  «The Willows» του συγγραφέα Algernon Blackwood, με τη ροή και τις εναλλαγές του μας φάνηκε σα μια γροτέσκ εκδοχή των … κυμάτων  του Δουνάβεως!

Φέτος, τη δεύτερη μέρα, θα παρουσιαστεί το έργο «Trauermarsch» νεαρού Γερμανού συνθέτη και κλαρινετίστα Jörg Widmann, ο οποίος είναι φέτος ο Composer in Residence του Carnegie Hall, στον οποίο και θα επανέλθουμε. Το έργο γράφτηκε για τον σπουδαίο πιανίστα Yefim Bronfman, ο οποίος και θα ερμηνεύσει το πιανιστικό του κομμάτι, με τον τίτλο του έργου συνειδητά να παραπέμπει και στο πρώτο μέρος της Πέμπτης συμφωνίας του Μάλερ, το άλλο έργο της βραδιάς.

Σε πρώτο πλάνο ο σπουδαίος πιανίστας Yefim Bronfman (Photo by Roger Mastroianni).

Εναρκτήρια συναυλία 2019

Σε διαφορετικό κλίμα η εναρκτήρια συναυλία, το βράδυ της Πέμπτης 3 Οκτωβρίου, θα δώσει έμφαση στον τιμώμενο συνθέτη της σεζόν (κάτι στο οποίο επίσης θα επανέλθουμε), που δεν είναι άλλος από τον Ludwig van Beethoven, με δύο ακόμα αναφορές στη μουσική παράδοση της Βιέννης. Συγκεκριμένα θα παρουσιαστεί το Τριπλό Κοντσέρτο του Beethoven, με την Anne-Sophie Mutter στο βιολί, τον Lynn Harrell στο βιολοντσέλο και τον Yefim Bronfman στο πιάνο, η Romance σε Σολ μείζονα επίσης του Beethoven, καθώς και η Σουίτα από την όπερα του Richard Strauss «Ο Ιππότης με το Ρόδο», ενώ το πρόγραμμα θα ανοίξει από την Εισαγωγή του Αυστριακού συνθέτη, που τιμάται στην Αυστρία και ως ένας από τους ιδρυτές της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, Otto Nicolai στις «Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ».

 

//Οι φωτογραφίες του Roger Mastroianni είναι μια ευγενική προσφορά της Ορχήστρας του Cleveland.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο εξόχως δραματικός Σεπτέμβρης της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top