«το πρόσωπό του είχε μια άτονη, χαμένη στον εσωτερικό του κόσμο έκφραση, σαν να ’χε βυθιστεί σε ύπνο».

[…] Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκούσταφ φον Άσενμπαχ βγήκε να πάει στην αμμουδιά πιο αργά το πρωί απ’ ό,τι συνήθιζε, γιατί ένιωθε άσχημα. Τον βασάνιζαν κρίσεις ιλίγγου, που δεν ήταν μόνο σωματικές, και συνοδεύονταν από έναν αυξανόμενο φόβο, ένα συναίσθημα αδιέξοδου και απόγνωσης που δεν ήξερε αν αφορούσε τον έξω κόσμο ή την ίδια του την ύπαρξη. Στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου είδε συγκεντρωμένες πολλές αποσκευές, έτοιμες για μεταφορά, ρώτησε έναν πορτιέρη σε ποιον ανήκαν και πήρε για απάντηση το πολωνικό όνομα με τον τίτλο ευγενείας που ενδόμυχα περίμενε ν’ ακούσει. Το δέχτηκε δίχως ν’ αλλάξουν έκφραση τα καταπεσμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, μ’ εκείνο το σύντομο σήκωμα του κεφαλιού όταν ακούμε κάτι τυχαία, κάτι που δε χρειαζόταν να το ξέρουμε, και ρώτησε ακόμη: «Πότε;» «Μετά το γεύμα» του αποκρίθηκε. Έγνεψε με το κεφάλι κι έφυγε για τη θάλασσα.

Ήταν αφιλόξενα εκεί. Μικρά ρυτιδιασμένα κυματάκια αναρριγούσαν πάνω στο πλατύ κομμάτι της ρηχής θάλασσας που χώριζε την ακτή απ’ την πρώτη μακριά αμμοσύρτη. Όλη η παραλία που έσφυζε κάποτε από χρώμα και ζωή ήταν εγκαταλειμμένη τώρα, δεν την καθάριζαν πια, κι είχε πάρει μια όψη φθινοπωρινή. Μια φωτογραφική μηχανή ήταν ακόμη στημένη πάνω σ’ έναν τρίποδα στην άκρη της θάλασσας, κι ένα μαύρο πανί απλωμένο πάνω της ανέμιζε χτυπώντας στον ψυχρό αέρα. […]

«του φάνηκε πως του χαμογελούσε, πως του ’γνεφε ο χλομός και γλυκός σαγηνευτής της ψυχής του εκεί έξω». (Στη φωτογραφία ο Dirk Bogarde και ο Björn Andrésen σε μια σκηνή της ταινίας «Morte a Venezia» του Luchino Visconti, 1971).

Στάθηκε για λίγο στην άκρη της θάλασσας με σκυμμένο το κεφάλι, γράφοντας με την άκρη του ποδιού του σχήματα πάνω στην υγρή άμμο, ύστερα μπήκε στα ρηχά νερά, που δεν του έφταναν ούτε καν ώς τα γόνατα ακόμη και στο πιο βαθύ τους σημείο, και περπατώντας νωχελικά έφτασε στην αμμοσύρτη. Σταμάτησε για μια στιγμή, με το πρόσωπό του στραμμένο στ’ ανοιχτά, κι άρχισε πάλι να βηματίζει αργά προς τ’ αριστερά πάνω στο μακρόστενο κομμάτι της άμμου. Μια πλατιά λουρίδα θάλασσας τον χώριζε απ’ τη στεριά, κι απ’ τους συντρόφους του θυμός και περηφάνια καθώς περπατούσε εντελώς απομονωμένος, δίχως δεσμούς, με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στη θάλασσα και στον αέρα, μπροστά στο ομιχλώδες άπειρο. Σταμάτησε για μια ακόμη φορά, κι άξαφνα, σαν να θυμήθηκε κάτι, σαν από μια παρόρμηση έστρεψε με χάρη τον κορμό του, έφερε το ένα του χέρι στη μέση και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς την ακτή.

Ο παρατηρητής καθόταν εκεί, όπως τότε που για πρώτη φορά τα μάτια του συναντήθηκαν στο χωλ του ξενοδοχείου μ’ αυτό το γκρίζο σαν το λυκόφως βλέμμα του αγοριού. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στη ράχη της πολυθρόνας κι ακολουθούσε αργά την κίνησή του· τώρα το σήκωσε, σαν για να συναντήσει το βλέμμα του, κι έσκυψε πάλι στο στήθος του, έτσι που τα μάτια του κοιτούσαν προς τα πάνω, ενώ το πρόσωπό του είχε μια άτονη, χαμένη στον εσωτερικό του κόσμο έκφραση, σαν να ’χε βυθιστεί σε ύπνο. Μα του φάνηκε πως του χαμογελούσε, πως του ’γνεφε ο χλομός και γλυκός σαγηνευτής της ψυχής του εκεί έξω· πως πήρε το χέρι του απ’ τη μέση κι έδειχνε στ’ ανοιχτά της θάλασσας, καθώς πλανιόταν μπροστά, μέσα στην απεραντοσύνη μιας πλούσιας προσδοκίας.

Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου να τρέξουν να βοηθήσουν τον άντρα που είχε γείρει στο πλάι της πολυθρόνας. Τον πήγαν στο δωμάτιό του. Και την ίδια κιόλας μέρα, ένας ολόκληρος κόσμος δεχόταν συγκλονισμένος, με σεβασμό και συγκίνηση, την είδηση του θανάτου του.

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία». Εκδόσεις Γράμματα, 1990. Μετάφραση: Κλαίρη Τρικεριώτη.

* Το βιβλίο έχει γνωρίσει ως σήμερα αρκετές μεταφράσεις στη χώρα μας. Μια από τις πιο πρόσφατες είναι αυτή του Βασίλη Τσαλή, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017.

 

Δείτε εδώ την τελευταία σκηνή της ταινίας του Βισκόντι:

 

Διαβάστε ακόμα: Björn Andrésen, η κατάρα του πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top