Τελευταία νέα από το «μέτωπο»: ο αεικίνητος Denzel Washington παραδίδει μαθήματα υποκριτικής στον Μονομάχο ΙΙ ως Macrinus, ένας πλούσιος έμπορος όπλων και πρώην μονομάχος που θέλει να καταλάβει τη Ρώμη. Τι παράξενο θα πει κανείς. Μπορεί ο Paul Mescal και ο Pedro Pascal να είναι ψηλά στην πυραμίδα του καστ, εντούτοις η φιγούρα του Denzel μπορεί να επισκιάσει πολλά ονόματα στο Χόλιγουντ. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για Οσκαρικό ηθοποιό και έναν από τους πλέον ακριβοπληρωμένους της Μέκκας του κινηματογράφου.
Τα βραβεία που έχει στην «τροπαιοθήκη» του μιλούν από μόνα τους: δύο Όσκαρ, ένα βραβείο Tony, τρεις Χρυσές Σφαίρες, ένα Guild και δύο Silver Bears. Eπίσης, ήταν υποψήφιος για Grammy και δύο φορές για το Primetime Emmy. Πέραν όλων των άλλων έχει λάβει το 2022 το σεπτό Presidential Medal of Freedom. Mπορεί ο ίδιος να αποφαίνεται πώς η ηθοποιία είναι μόνο η δουλειά του, ενώ η οικογένειά είναι η ζωή του, εντούτοις στην υποκριτική ζωή του μάς έχει κάνει να αισθανθούμε μέλη της οικογένειάς του.
Γεννημένος στις 28 Δεκεμβρίου 1954 στο Mount Vernon της Νέας Υόρκης, ο μικρός Denzel δεν απέκτησε ποτέ άγχος για την επαγγελματική του προοπτική. Από πολύ νωρίς γνώριζε πως θα γινόταν ηθοποιός. Και μπορεί να μην προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια (ο πατέραε του ήταν ιερέας, ενώ η μητέρα του ήταν ιδιοκτήτρια καταστήματος ομορφιάς), ο ίδιος όμως κατάλαβε πως ο δρόμος είναι μια μόνο προοπική: την υποκριτική.
Ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή περίπου στην ηλικία των 7 ετών, εμφανιζόμενος σε ένα talent show. Στα 14 του, οι γονείς του χώρισαν και τον έστειλαν στη Στρατιωτική Ακαδημία του Όκλαντ στο Γουίνδσορ της Νέας Υόρκης, όπου διέπρεψε στο μπάσκετ. Αφού μετακόμισε στη Φλόριντα με την οικογένειά του, τελείωσε το γυμνάσιο στο Mainland High School το 1971. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Fordham, αλλά αποδείχθηκε μέτριος μαθητής.
Πήρε το χρόνο του μακριά από τα βιβλία κι όταν επέστρεψε στο πανεπιστήμιο γράφτηκε στο πρόγραμμα θεάτρου, όπου έπαιξε ρόλους σε φοιτητικές παραγωγές. Όταν μετακόμισε στη Νέα Υότκη, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως ηθοποιός. Το 1979, άρχισε να συνεργάζεται με το σύνολο Shakespeare in the Park του The Public Theatre, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός επί σκηνής.
Ο Washington έκανε το ντεμπούτο του σε ταινία μεγάλου μήκους στην κωμωδία A Carbon Copy του 1981 και εμφανίστηκε σε μια σειρά από παραγωγές εκτός Μπρόντγουεϊ και σε τηλεοπτικές ταινίες πριν κάνει το μεγάλο του «άνοιγνα» στο επιτυχημένο τηλεοπτικό ιατρικό δράμα St. Elsewhere το 1982. Εκεί πρωταγωνίστησε ως Dr. Φίλιπ Τσάντλερ, ένας από τους λίγους μαύρους χαρακτήρες της σειράς, για έξι σεζόν μέχρι το τέλος της το 1988.
Εν συνεχεία εμφανίστηκε στις ταινίες License to Kill και A Soldier’s Story του 1984, καθώς και το πολιτικό θρίλερ του 1986 Power. Την επόμενη χρονιά, υποδύεται τον νοτιοαφρικανό ακτιβιστή κατά του απαρτχάιντ Στιβ Μπίκο στο Cry Freedom, για το οποίο έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Κέρδισε επίσης μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού σε Δράμα.
Το 1989, πρωταγωνίστησε στο δράμα του εμφυλίου πολέμου Glory, παίζοντας έναν πρώην σκλάβο που έγινε στρατιώτης του στρατού της Ένωσης που πολεμούσε στο πρώτο σύνταγμα των Μαύρων. Για την ερμηνεία του, ο ηθοποιός κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, καθώς και την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα στην ίδια κατηγορία.
Τη δεκαετία του ΄90 θα εδραιώσει το προφίλ του και θα δείξει όλο τον πλούτο του ταλέντου του. Θα συνεργαστεί με τον Spike Lee στο Mo’ Better Blues το 1990, ενώ δύο χρονιά μετά θα παίξει στο Malcolm X, για την οποία ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και τη δεύτερη Χρυσή Σφαίρα του. Το επόμενο έτος, πρωταγωνίστησε στο The Pelican Brief μαζί με την Τζούλια Ρόμπερτς και το Philadelphia. Επίσης, κέρδισε άλλη μια Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού για τον ρόλο του στο αθλητικό δράμα The Hurricane το 1999, όπου έπαιξε έναν πρώην πρωταθλητή της πυγμαχίας που κατηγορήθηκε ψευδώς για φόνο. Η ερμηνεία του του χάρισε επίσης μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 2001, πρωταγωνίστησε στο αστυνομικό θρίλερ Training Day, υποδυόμενος τον Alonzo Harris, έναν διεφθαρμένο αστυνομικό που εκπαιδεύει έναν αρχάριο αστυνομικό. Ο ρόλος του του πρόσφερε το δεύτερο Όσκαρ του, αυτή τη φορά Α’ Ανδρικού Ρόλου. Έλαβε επίσης μια άλλη υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού.
Την επόμενη χρονιά, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, το βιογραφικό δράμα Antwone Fisher, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε. Ακολούθησαν αρκετές επιτυχίες, συμπεριλαμβανομένων των ταινιών του 2004 Man on Fire και The Manchurian Candidate, καθώς και το Inside Man του Spike Lee το 2006, όπου συμπρωταγωνιστούσαν η Jodie Foster και ο Clive Owen. Επίσης, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε την ιστορική ταινία The Great Debaters το 2007. Την ίδια χρονιά, απεικόνισε τον Φρανκ Λούκας, έναν πραγματικό βασιλιά της ηρωίνης από το Χάρλεμ, στο American Gangster, δίπλα στον Ράσελ Κρόου, για το οποίο έλαβε Χρυσή Σφαίρα. Το 2009, η Ουάσιγκτον πρωταγωνίστησε στο ριμέικ της κλασικής ταινίας The Takeing of Pelham 1 2 3, δίπλα στον John Travolta.
Συνεχίζοντας να εξερευνά μια σειρά από ρόλους, πρωταγωνίστησε στο φουτουριστικό παραμύθι The Book of Eli του 2010, ενώ η συμμετοχή του στο θρίλερ δράσης Safe House του 2012, στο οποίο έπαιξε έναν πράκτορα της CIA που ήταν απατεώνας, συνδυάστηκε από την εμπορική επιτυχία της, η οποία απέφερε περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Την ίδια χρονιά, έπαιξε στο Flight, υποδυόμενος έναν πιλότο εμπορικής αεροπορικής εταιρείας που σώζει ένα αεροπλάνο από τη συντριβή, αλλά υπόκειτα σε έλεγχο αφού μια έρευνα αποκαλύπτει τα προβλήματα κατάχρησης ουσιών που αντιμετωπίζει. Γι’ αυτόν τον ρόλο κέρδισε μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου.
Το 2014, πρωταγωνιστεί στην επιτυχημένη ταινία δράσης The Equalizer, υποδυόμενος έναν πρώην μυστικό πράκτορα που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους έχουν ανάγκη. Αφού έλαβε διθυραμβικές κριτικές για την ερμηνεία του, επανέλαβε τον ρόλο του τέσσερα χρόνια αργότερα στο πολυαναμενόμενο σίκουελ, The Equalizer 2, στο οποίο ο χαρακτήρας του συνεχίζει να αναζητά τιμωρία και δικαιοσύνη για τους ανήμπορους. Το 2023, η Ουάσιγκτον επέστρεψε ως ο πλανόδιος McCall για την τελευταία ταινία της τριλογίας, The Equalizer 3, που διαδραματίζεται στη Νότια Ιταλία.
Το 2016, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του Fences, βασισμένη στο έργο του August Wilson. Εκεί παίζει τον Troy Maxson, έναν απογοητευμένο πατέρα της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1950. Για την ερμηνεία του, ήταν υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα και για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Η δουλειά του ως σκηνοθέτη και συμπαραγωγό της ταινίας του χάρισε επίσης μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Την επόμενη χρονιά, η Ουάσιγκτον έπαιξε τον ομώνυμο χαρακτήρα στο νομικό δράμα Roman J. Israel, Esq., λαμβάνοντας μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 2021, ο ηθοποιός επέστρεψε στην οθόνη στην κινηματογραφική μεταφορά της τραγωδίας του Μάκβεθ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Επαινήθηκε από τους κριτικούς για την ερμηνεία του, λαμβάνοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, καθώς και Χρυσής Σφαίρας. Οσο για την τελευταία του παρουσία στον Μονομάχο, τα είπαμε και προλογικά.
Ο Denzel Washington παντρεύτηκε τη σύζυγό του Pauletta Washington τον Ιούνιο του 1983. Την γνώτισε στα γυρίσματα της βιογραφικής ταινίας Wilma, το 1977. Παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1983 και απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά: τον John David, την Katia, τον Malcolm και την Olivia. Ο μεγαλύτερος γιος του, John David, επιλέχτηκε το 2006 από τον Σεντ Λούις Ραμς του NFL και ακολούθησε καριέρα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο προτού ακολουθήσει τα βήματα του μπαμπά του στην υποκριτική. Ο άλλος γιος του Ουάσινγκτον, ο Μάλκολμ, σκηνοθέτησε την ταινία του Netflix του 2024 The Piano Lesson, με πρωταγωνιστή τον αδελφό του, John David. Ο Denzel ήταν ο παραγωγός της ταινίας. Σαν να λέμε: οικογενειακή υπόθεση.
Διαβάστε ακόμα: Iain Glen, old school, ηθοποιός ολκής και μορφάρα.