Πατέρας (Βαγγέλης Μουρίκης) εναντίον γιου (Αργύρης Πανταζάρας) με φόντο το δάσος.

Πηγαίος νατουραλισμός σαν να διαβάζεις διηγήματα του Γουάλας Στέγκνερ (σ.σ.: διατρέξτε τη συλλογή Το Τραγούδι της Σάλπιγγας, εκδ. Gutenberg και θα με θυμηθείτε). Η πρώτη σκηνή της ταινίας Digger ξεκινάει με κατακλυσμό, με φερτά στοιχεία που χύνονται από ένα κατάφυτο βουνό σαν ορμητικό κύμα προς ένα χθαμαλό σπίτι. Ένα άντρας, αθέατος για κάποια λεπτά, παλεύει με τα στοιχεία της φύσης.

Καμία ομιλία, μόνο ατόφια κίνηση, ενέργεια, επιθυμία για επιβίωση. Οι μόνοι ήχοι που συγκρούονται με το αυτί είναι το βαρύ μουρμουρητό της φύσης που βρυχάται. Οι πρώτες σεκάνς, δρώντας μέσα στην περιοχή της αντικειμενικοποίησης (φύση, καταρρακτώδης βροχή, λασπουριά) δίνουν την αίσθηση ενός ντοκιμαντέρ που θα μπορούσε να έχει πιθανό τίτλο «χειμώνας στο βουνό». Κι όμως, ο χειμώνας υπάρχει, το βουνό επίσης, αλλά υπάρχουν και οι άνθρωποι. Κι εκεί ακριβώς άρχεται το δράμα.

Η ταινία έχει αποσπάσει ως τώρα βραβεία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη κουβαλάει με τη σειρά του πολλά φερτά στοιχεία. Μόνο που δεν είναι επικίνδυνα, δεν πνίγουν τις προθέσεις του, δεν βουλιάζουν τις τελικές επιλογές του. To Digger, αν αυτό έχει σημασία, έχει λάβει ως τώρα ουκ ολίγα βραβεία.

Απέσπασε τον Αργυρό Αλέξανδρο και τα βραβεία κοινού και νεότητας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ στο παλμαρέ της προστίθενται και 14 υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ έλαβε και το βραβείο CICAE Art Cinema Award, της Διεθνούς Ενωσης Κινηματογράφων Τέχνης στο Φεστιβάλ του Βερολίνου 2020. Διόλου άσχημα για ένα νέο σκηνοθέτη που έδειξε από το πρώτο βήμα ότι ξέρει τι θέλει να πει.

Η Σοφία Κόκκαλη με τον Αργύρη Πανταζάρα.

Ολη η ταινία είναι μια σύγκρουση. Χαρακτήρων, γενιών, νοοτροπιών, καταστάσεων. Ως γνωστόν: ένας από τους βασικούς νόμους της δραματουργίας είναι ότι διά της τριβής παράγεται δράμα. Δίχως αυτή τη γόνιμη αντιπαράθεση δύσκολα μπορεί να υπάρξει φωτιά. Κι εδώ υπάρχει μπόλικη.

Ο κεντρικός ήρωας (Νικήτας) είναι ένας μεσήλικας απομονωμένος σε ένα προχειροφτιαγμένο τσαρδί στη μέση του βουνού (ας υποθέσουμε κάπου στη Χαλκιδική). Ένας ερημίτης που καταγίνεται καθημερινά με τις αγροτικές δουλειές του, που παλεύει με τα θηρία της φύσης, αλλά και τα θηρία μιας εταιρίας εξορύξεων που έχει καταλάβει την περιοχή και την καταστρέφει με μαθηματική ακρίβεια.

Τη στιβαρή και άκαμπτη φιγούρα αυτού του άντρα φέρει στην ταινία ο Βαγγέλης Μουρίκης. Ίσως η πιο χαρακτηριστική «φάτσα» του ελληνικού κινηματογράφου. Καρατερίστας υψηλών προδιαγραφών που εδώ, ως πρωταγωνιστής, λάμπει μέσα στο χώμα, τη λάσπη και τη βρομιά της φύσης.

Η χαρακτηριστική αφίσα της ταινίας.

Τα πάντα κινούνται γύρω από την άφευκτη σύγκρουση πατέρα-γιου.

Αν η σύγκρουση με τα κεφάλια της εταιρίας θυμίζει αγώνα δίχως αύριο μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ, η ξαφνική έλευση του γιου του Νικήτα (σ.σ.: Αργύρης Πανταζάρας) θα προκαλέσει άλλου τύπου αναφλέξεις. Εδώ πιάνουμε κατευθείαν τον τόνο του δραματικού τέμπο που θα μας πάει ως το τέλος της ταινίας.

Η σύγκρουση πατέρα-γιου είναι άφευκτη. Αρκεί να σκεφτούμε πως είναι κατ’ ουσίαν δύο ξένοι. Απ’ όταν χώρισε ο Νικήτας με τη γυναίκα του, εκείνη πήρε το παιδί τους και εξαφανίστηκαν. Ο Νικήτας έμεινε μόνος του στο αυτοσχέδιο χάνι του να προσέχει, ως τελευταίος ακρίτας, το πολύφερνο δάσος. Τώρα που η μάνα πέθανε, ο γιος επιστρέφει ως εκδικητής να ζητήσει το μερτικό από την περιουσία, όπως όριζε η διαθήκη της μάνας του.

Είναι σαν να ζητάει από τον πατέρα του να πετάξει στον αέρα το βιός του και πιο πολύ την οργανική σχέση που τον δένει με τον τόπο. Μα, μήπως το ίδιο δεν του ζητάει και η εταιρία εξορύξεων; Του προσφέρουν ένα μάτσο χιλιάρικα για να τους πουλήσει τα οικόπεδά του που βρίσκονται σε προνομιακό σημείο. Ο Νικήτας σε όλους λέει «όχι». Είναι άτεγκτος, σκληροτράχηλος, ένας άνθρωπος ζυμωμένος με τη γη και τις ανάσες της.

Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης (αριστερά), η σεναριογράφος Μαρία Βόττη, ο Βαγγέλης Μουρίκης και ο Αργύρης Πανταζάρας κατά τη διάρκεια της Berlinale 2020.

Εδώ η σύγκρουση γενεών και νοοτροπιών είναι πρόδηλη: ο πατέρας αρκείται στην ολιγάρκεια που του έχει μάθει η φύση, ενώ ο γιος (τρέχοντας με την αγωνιστική του μηχανή) είναι ένα παιδί της πόλης που θέλει τα πάντα και τα θέλει τώρα. Δεν γίνεται αυτοί οι δύο να μην βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο διεκδικώντας ο καθένας το μερίδιο της αλήθειας που του αναλογεί.

Η ταινία έχει αυτή την αίσθηση του νεο-γουέστερν όπου το οικολογικό ζήτημα περιπλέκεται με τα συμφέροντα μιας εταιρίας.

Είναι σαν μονομαχία στα Φαρ Ουέστ. Ποιος θα τραβήξει πρώτος το όπλο να καταφέρει στον άλλον το καίριο πλήγμα. Άλλωστε, η ταινία έχει αυτή την αίσθηση του νεο-γουέστερν όπου το οικολογικό ζήτημα περιπλέκεται με τα συμφέροντα μιας εταιρίας και το διχασμό μιας μικρής κοινότητας όπου οι μισοί κάτοικοι ονειρεύονται τα παχυλά ποσά που προσφέρουν οι «ξένοι» που σκάβουν τη γη και οι άλλοι μισοί προσπαθούν να κρατηθούν από τον οικείο τόπο και να τον διατηρήσουν παρθένο.

Τα μηχανήματα σκάβουν, αλλά και οι άνθρωποι πράττουν αναλόγως. Εξ ου και το Digger: αυτός που σκάβει και σκάβει μέχρι να βρει το κοίτασμα, τη ρίζα του τραύματος, το σκληρό ορυκτό του παρελθόντος. Σε εκείνο το εντατικό σημείο όπου πρέπει να υπάρξει μια λύση στο δράμα, ο Γρηγοράκης δεν επιλέγει την κατά μέτωπο επίθεση (αν και αρχικά την υπαινίσσεται), αλλά την οδό της αποδοχής που είναι πάντα η πιο δύσκολη.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης αποδεικνύεται ιδανικός για το ρόλο του μοναχικού Νικήτα.

Το τέλος είναι ένα μικρό, αλλά σταθερό βήμα προς τη γεφύρωση των διαφορών πατέρα-γιου. Οι δύο καουμπόηδες κατεβάζουν τα όπλα, σφουγγίζουν τον ιδρώτα από τα μέτωπά τους, μοιράζονται καπνό για ένα τσιγάρο και γελούν. Όπως μόνο δύο άντρες σαν κι αυτούς μπορούν να γελάσουν αληθινά.

Η διανομή χτυπάει κέντρο με τους Μουρίκη-Πανταζάρα.

Η ταινία διαθέτει θαυμαστή λιτότητα μέσων και τρόπων. Αφαιρεί όλα τα φολκλόρ στοιχεία που συνθέτουν μια μικρή κοινωνία. Δεν προσδίδει στη φύση ρομαντικές ιδιότητες: την αφήνει να μιλήσει μέσα στην ατόφια τραχύτητά της. Αυτή, άλλωστε, είναι η αλήθειά της. Η φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα βοηθάει στην αυξανόμενη υποβολή χρωμάτων και διαθέσεων.

Η διανομή χτυπάει κέντρο με τους Μουρίκη-Πανταζάρα, ενώ και όσοι τους πλαισιώνουν (Σοφία Κόκκαλη, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Βασίλης Μπισμπίκης κ.α.) κρατούν με πειστικότητα τους ρόλους τους. Το σενάριο υπογράφουν από κοινό ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, ο Μαρία Βόττη και ο Βαγγέλης Μουρίκης. Αν αξίζει να την δείτε; Καλό να είναι να σπεύσετε.

 

Διαβάστε ακόμα: 30 χρόνια «Θέλμα & Λουίζ» – ένας προάγγελος του #MeToo.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top