«Όποιος ζητά να κάμει δικό του το κάλλος με τις πλαστικές του δυνάμεις, είναι καλλιτέχνης. Όποιος ζητά να κάμει δικό του το κάλλος με τις λογικές του δυνάμεις προπαντός, φιλοσοφεί γι’ αυτό. Τόσο όμως ο πρώτος, όσο κι ο δεύτερος, θα ’βρισκαν την πλήρωση της βαθύτερης ανάγκης τους, αν κατακτούσαν την απόλυτη σάρκα της ομορφιάς με τη γήινη σάρκα του σώματός τους, που φρίττει από τον πιο επιτακτικό και ανεκπλήρωτο ερωτικό πόθο», γράφει ο Δημήτριος Καπετανάκης. (Jean-Baptiste Marie Pierre, «Jupiter and Antiope»).

[…] Για την ομορφιά δεν φιλοσοφεί μόνο εκείνος που οικοδομεί συστήματα αισθητικής, που συγγράφει βιβλία γι’ αυτά και τα διδάσκει απ’ την έδρα. Τις περισσότερες φορές δεν βρίσκομε την γνήσια φιλοσοφία ούτε στα συγγράμματα ούτε στις φιλοσοφικές παραδόσεις. Φιλοσοφία δεν είναι το κτήμα των πολλών, που την σπουδάζουν δήθεν στα πανεπιστήμια, μα θείο δώρο των λίγων, που την ζουν πραγματικά, έστω κι αν δεν άκουσαν ποτέ τ’ όνομά της. Για την ομορφιά δεν μπορεί να φιλοσοφήσει παρά όποιος την είδε πραγματικά. Το πραγματικό κάλλος όμως σε πολύ λίγους αποκαλύπτεται. Οι περισσότεροι απ’ τους λίγους αυτούς εκλεκτούς υποφέρουν τη μοίρα μιας τέτοιας αποκαλύψεως χωρίς να μιλήσουν ή χωρίς οπωσδήποτε αλλιώς να εκφρασθούν. Η τραγωδία της ζωής τους – γιατί η συνάντηση με την ομορφιά είναι πάντοτε τραγική –μένει θαμμένη για μας μέσα στη σιωπή τους.

Κάποτε όμως μερικοί μοναδικοί ανάμεσα στους λίγους αυτούς εκλεκτούς έχουν τη δημιουργική δύναμη της εκφράσεως. Με το λόγο ή με άλλα σημεία – με το στίχο, με τους ήχους, με το χρώμα, με το μάρμαρο ή με τις κινήσεις του ίδιου του σώματος – μας λεν ό,τι αποτελεί την πιο προσωπική τους μοίρα: τη φιλοσοφία τους. Όσο πιο «προσωπικά» κι όσο πιο «μοιραία» φιλοσοφεί κανείς για την ομορφιά, τόσο πιο γνήσια είναι η φιλοσοφία του γι’ αυτήν. Όσο πιο «επαγγελματικά» ή για λόγους συστηματικούς ασχολείται κανείς με το πρόβλημα του καλού και των καλών τεχνών, τόσο πιο μάταια, κούφια και περιττά θα ’ναι τα λόγια του. Γι’ αυτό κάθε σύστημα αισθητικής πρέπει να μας είναι ύποπτο ως προς τη φιλοσοφική ουσία του.

«Η ερωτική κατάκτηση της ιδέας είναι το ύστατο τέλος κάθε φιλοσοφίας της ομορφιάς, όπως και κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν ζητά να υψωθεί όποιος είδε ζωντανό το κάλλος».

Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό: για να το κατακτήσει, αν όχι στο απόλυτο ερωτικό αγκάλιασμα, τουλάχιστον με το λογικό του, λύνοντας το αίνιγμά του, ή με τις πλαστικές δυνάμεις του, κλείνοντας την ουσία του μέσ’ στο καλλιτέχνημα, που ο ίδιος θα δημιουργήσει. Όποιος ζητά να κάμει δικό του το κάλλος με τις πλαστικές του δυνάμεις προαπαντός, είναι καλλιτέχνης. Όποιος ζητά να κάμει δικό του το κάλλος με τις λογικές του δυνάμεις προπαντός, φιλοσοφεί γι’ αυτό. Τόσο όμως ο πρώτος, όσο κι ο δεύτερος θα ’βρισκαν την πλήρωση της βαθύτερης ανάγκης τους, αν κατακτούσαν την απόλυτη σάρκα της ομορφιάς με τη γήινη σάρκα του σώματός τους, που φρίττει από τον πιο επιτακτικό και ανεκπλήρωτο ερωτικό πόθο.

Ο Δημήτριος Καπετανάκης πέθανε μόλις στα 32 του χρόνια από λευχαιμία σ’ ένα νοσοκομείο του Λονδίνου στις 9 Μαρτίου 1944. «Αν είχε ζήσει, ακόμα και για μόνο ένα ή δυο χρόνια περισσότερο, θα είχε καταφέρει να ολοκληρώσει ένα κύκλο δουλειάς, κιόλας σχεδιασμένης, που αποκαλύπτονταν πιο αξιοσημείωτη κι ωραία με κάθε βήμα που έκανε», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «Μυθολογία του Ωραίου» ο κριτικός και συγγραφέας Τζων Λέμαν.

Τόσο το πλαστικό πάθος του καλλιτέχνη, όσο και το λογικό του φιλοσόφου τείνουν στην απόλυτη ερωτική συνουσία. Η ερωτική κατάκτηση της ιδέας είναι το ύστατο τέλος κάθε φιλοσοφίας της ομορφιάς, όπως και κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν ζητά να υψωθεί όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, αδιάφορο αν δίνει στο πάθος του έκφραση με αντικειμενική αξία ή όχι.

Κάποιος μπορεί να μη διατυπώσει τον φιλοσοφικό του αγώνα γύρω απ’ το αίνιγμα της ομορφιάς, μα να τον ζήσει – πιο γνήσια από πολλούς αισθητικούς – σε μια ζωή ιδιωτικά ερωτική κι αισθησιακή. Γι’ αυτόν το γήινο ερωτικό αγκάλιασμα γίνεται ο δρόμος της φιλοσοφίας του. Τρέχει από σώμα σε σώμα κι από περιπέτεια σε περιπέτεια, πληγώνει το κορμί του απ’ τα παράφορα αγκαλιάσματα, για να λύσει τέλος πάντων την απορία, που τον τυραννεί απ’ τη στιγμή που αντίκρυσε ζωντανή την ομορφιά. Να ένας αισθησιασμός, που δεν είναι παρά το φιλοσοφικότερο κυνήγι της ιδέας. Τέτοιους εραστές ο Πλάτων βάζει δίπλα στους αδόλως φιλοφρονήσαντας.

«Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μόνο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του».

Μπορεί όμως ο εραστής του ωραίου να μην εκφράσει το φιλοσοφικό του αγώνα παρά στο δρόμο της καθαρά πλαστικής δημιουργίας. Υψώνει άγαλμα έπειτα από άγαλμα – ποίημα έπειτα από ποίημα – ομοιώματα του κάλλους, που ζητούν να το πραγματοποιήσουν ολόκληρο και ν’ αποκαλύψουν το μυστήριο του φρικτού νόμου της ομορφιάς και της σκοτεινής κι αδυσώπητης μοίρας του ανθρώπου, που της υποτάχθηκε. Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μόνο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του, που ζητούν να πλάσουν και να πιάσουν ό,τι πληγώνει και ξεσχίζει τον νου, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο μέσον, που θέλει να το κατακτήσει.

Το πάθος αυτό κι ο πόνος, που πυρπολούν και ματώνουν ολόκληρο τον άνθρωπο, τον κάμνουν εξαιρετικά συγκεκριμένο και πραγματικό. Τον φορτώνουν με όλο το βάρος του εαυτού του, με την ευθύνη ολόκληρης της υπάρξεώς του. Τον φυλάγουν από κάθε διασκόρπιση, διασκέδαση, διάλυση. Τον ρίχνουν άστεγο, μονάχο και γυμνό μέσ’ στο σκληρό ύπαιθρο της πραγματικότητος, όπου οι μάστιγες των ερωτικών ανέμων τον διώχνουν αλύπητα ως τις άκριες του κόσμου, εκεί που μαύρο ανοίγεται το φρικτό χάος. Ρίγη του ανεξιχνίαστου τον εγγίζουν κι αισθάνεται πνοές θανάτου να τον χαϊδεύουν. Για να μην γκρεμισθεί στην άβυσσο του μηδενός, που χάσκει εμπρός του, αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και να συσπειρωθεί ολόκληρος. Πρέπει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αντιμετωπίσει τη θύελλα, που τον μαστίζει, και την εκμηδένιση, που τον απειλεί. Εκεί τον φέρνει το αντίκρυσμα της πραγματικής ομορφιάς. […]

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτριου Καπετανάκη «Μυθολογία του Ωραίου» (και το ομότιτλο δοκίμιο, σελ. 25 – 72), Εκδόσεις Χάρβεϋ, Λίμνη, 1988.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Χρονάς – «Ο καθαρός και απολλώνιος λόγος του Καπετανάκη με οδήγησε σε μια γνώση που πριν δεν κατείχα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top