Ευτυχισμένος παππούς στην Οία.

Συναντώ τον Δημήτρη Φιλιππίδη στο διαμέρισμα που ζει με τη σύζυγό του, Ειρήνη Φιλιππίδη, στο Νέο Ψυχικό. Ανθρώπινος, διαχρονικά σύγχρονος και νεανικός, ο χώρος παραπέμπει στην προσωπικότητα των κατοίκων του. Για τη συζήτησή μας έγινε με αφορμή τη φετινή βράβευσή του στα Archisearch Lifetime Achievement Awards.

Γεννημένος το 1938, ο Δημήτρης Φιλιππίδης πήρε δίπλωμα αρχιτέκτονα από το Πολυτεχνείο το 1962 και εκπόνησε διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Εργάστηκε στο Γραφείο Δοξιάδη και έπειτα ασχολήθηκε με αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές μελέτες, ερευνητικά προγράμματα και αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Δίδαξε πολεοδομία, κυρίως αστικό σχεδιασμό, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, όπου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής.

Επιμελήθηκε πολυάριθμες εκδόσεις, έγραψε σενάρια για ντοκιμαντέρ, δημοσίευσε άρθρα και κριτικές, επιμελήθηκε στήλη Αρχιτεκτονικής.

«Το 1944 μέναμε στην οδό Καλλιδρομίου και οι Ελασίτες είχαν βάλει ένα πολυβόλο στο μπαλκόνι μας, το οποίο γάζωνε την οδό Θεμιστοκλέους και προς τα κάτω».

– Ας ακολουθήσουμε τα βήματά σας, από το 1938 ως την Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο ΕΜΠ.

Γεννήθηκα το 1938. Αυτό σημαίνει ότι στην Κατοχή ήμουν τριών με έξι ετών και θυμάμαι πράγματα από τότε. Θυμάμαι τις στερήσεις, θυμάμαι τον κόσμο να πεινάει και να φωνάζει στο δρόμο. Θυμάμαι όσα συνέβαιναν μέσα στην οικογένεια. Με τα Δεκεμβριανά του 1944, αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Μέναμε στην οδό Καλλιδρομίου και οι Ελασίτες είχαν βάλει ένα πολυβόλο στο μπαλκόνι μας, το οποίο γάζωνε την οδό Θεμιστοκλέους και προς τα κάτω. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να φύγουμε από το διαμέρισμα. Ήταν μία περίεργη και τρομακτική εποχή αυτή. Μόλις ξεκαθάρισαν τα πράγματα, πήγα σχολείο. Το Δημοτικό ήταν στη γειτονιά μου, και μετά από την τρίτη ή τετάρτη τάξη πήγα με υποτροφία στο Κολέγιο. Αυτά τα 10 χρόνια που έκανα στο Κολέγιο ήταν ένα φοβερό άνοιγμα του μυαλού και της ψυχής μου. Ήταν οι ιδανικές συνθήκες, κακά τα ψέματα. Και νομίζω ότι αξιοποίησα τα πράγματα που έμαθα εκεί.

«Γεννήθηκα το 1938. Αυτό σημαίνει ότι στην Κατοχή ήμουν τριών με έξι ετών και θυμάμαι πράγματα από τότε».

– Πώς βρεθήκατε στην Αρχιτεκτονική; 

Στο Κολέγιο είχαμε δύο καθηγητές, τον Καρτσονάκη και τον Μαλάμο, οι οποίοι μας έκαναν Καλλιτεχνικά. Ο Μαλάμος μάς έκανε πλάγια καλλιτεχνικά γράμματα. Ο Καρτσονάκης μάς έμαθε να ζωγραφίζουμε πλακατζίδικα. Σε αυτούς προσέφυγα όταν ήρθε η ώρα. Εγώ ήδη ζωγράφιζα. Στο σχολείο δηλαδή τελειώνοντας το Γυμνάσιο –και εννοώ το καλοκαίρι, γιατί μετά ξεκίνησε ο κακός χαμός από τα φροντιστήρια για να μπω στο Πολυτεχνείο- ζωγράφιζα καλά. Το καλοκαίρι λοιπόν παραθερίζαμε στο Μπογιάτι, οπότε έπαιρνα τις ακουαρελίτσες μου και το δισάκι μου και ζωγράφιζα επιτόπου τοπία. Έκανα μάλιστα μία έκθεση τότε στο Κολέγιο, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και μου βούτηξαν σχεδόν όλα τα έργα που είχα βγάλει. Ήθελα να γίνω ζωγράφος, αλλά από την άλλη μεριά φοβόμουν, έτρεμα.

«Ήθελα να κάνω το ζωγράφο, έγινα αρχιτέκτονας. Στην αρχιτεκτονική κατάφερα να παντρέψω το καλλιτεχνικό, το αισθητικό και τα λοιπά».

– Πώς θα τα βγάζατε πέρα; 

Ήξερα με ποιους τρόπους ζουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ τελείωνα το σχολείο το 1957 και δεν ήταν η εποχή της σούπερ ανάπτυξης. Τα πράγματα ήταν αρκετά στριμωγμένα. Βρήκα λοιπόν αυτούς τους καθηγητές και τους ρώτησα τι θα μπορούσα να κάνω. Μου είπαν να γίνω αρχιτέκτονας. Ρώτησα τι είναι αυτό, γιατί δεν είχα ιδέα. Στο σπίτι μου δεν ήξερε κανείς τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός παλιά, η μητέρα μου νοικοκυρά. Δεν είχαμε κανένα στην οικογένεια που να έχει κάποια σχέση με αυτό το πράγμα. Μου είπε, «κοίτα να δεις, επειδή ζωγραφίζεις πολύ καλά, μάλλον θα τα πας καλά σε αυτό τον τομέα».

Δύο από τα πολλά βιβλία που συνέγραψε.

– Συνεχίσατε να ζωγραφίζετε; 

Όταν μπήκα στο Πολυτεχνείο, είχα πάρα πολλές ευκαιρίες να συνεχίσω να ζωγραφίζω, να κάνω χαρακτικά και όλα τα σχετικά. Όλο αυτό, παρόλο που έπρεπε να γίνω αρχιτέκτονας παράλληλα, κράτησε για όλη την περίοδο μαζί με το στρατιωτικό. Και να φανταστείτε ότι έκανα έργα τα οποία δεν τα παρουσίασα ποτέ, τα ήξεραν μόνο οι κοντινοί μου. Και μόνο πριν από 3-4 χρόνια, όταν έκανε το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής μία έκθεση με έργα αρχιτεκτόνων για να μαζέψει κάποια λεφτά, έδωσα κάποια έργα. Τότε όλοι έλεγαν «Α, ο Φιλιππίδης ζωγραφίζει!». Ήταν λοιπόν μία εποχή που η ζωγραφική για μένα ήταν κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο.

– Φαίνεται να σας κέρδισε ο λόγος, καθώς έχετε πλούσιο συγγραφικό έργο.

Αυτό τώρα είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Ήθελα να κάνω το ζωγράφο, έγινα αρχιτέκτονας. Στην αρχιτεκτονική κατάφερα να παντρέψω το καλλιτεχνικό, το αισθητικό και τα λοιπά. Πώς προκύπτει τώρα το γράψιμο; Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο στο Κολέγιο, και υπογραμμίζω το Κολέγιο γιατί αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει σε ένα δημόσιο σχολείο εκείνης της εποχής, διότι εκείνη την εποχή το υπουργείο επέβαλε τη διδασκαλία της καθαρεύουσας. Εγώ τη σιχαινόμουν την καθαρεύουσα. Είχα δάσκαλο που είχε σηκωθεί μπροστά σε όλους στην τάξη και είπε, «έχουμε εδώ το παράδειγμα του Φιλιππίδη, ο οποίος είναι άριστος μαθητής, κι όμως κάνει απαίσιες εκθέσεις». Οι εκθέσεις μου ήταν για πέταμα εντελώς. Και λέει, «είναι αυτή η περίεργη περίπτωση, πώς ένας μαθητής που είναι άριστος σε όλα τα μαθήματα, στις εκθέσεις πατώνει». Πάτωνα επειδή δεν άντεχα αυτή τη γλώσσα. Ήταν ξερή και στεγνή.

Το 1977, στα σχεδιαστήρια του ΕΜΠ.

«Το Πολυτεχνείο ήταν μία φοβερή δοκιμασία, μία τρομερή προσπάθεια να μπορέσει κάποιος να αποκτήσει όλα αυτά που χρειαζόταν».

– Τι σας έδωσε ενθάρρυνση; 

Εκεί στα τελευταία χρόνια, έρχεται ένας καθηγητής, που τον έλεγαν Βασίλη Μοσκόβη, ο οποίος ήταν λογοτέχνης και μας έκανε Όμηρο στη Δημοτική. Τι ήταν αυτό! Τι αποκάλυψη ήταν αυτή! Τι όνειρο ήταν αυτό! Βρέθηκα να γράφω εργασίες ερωτικές για αυτόν τον κύριο Μοσκόβη. Δηλαδή ξόδευα όλη την Κυριακή, πριν τη Δευτέρα που έπρεπε να πάμε για μαθήματα, απασχολημένος να γράφω. Το πρόσεξε αυτό. Κατάλαβε ότι κάτι γινόταν. Εγώ εντωμεταξύ είχα πάρει φόρα με αυτές τις εργασίες, περιγράφοντας σαν σε ποίημα τι λένε στη ραψωδία Α και τη ραψωδία Β. Το κεντούσα. Δεν το έκανα δηλαδή από υποχρέωση. Το έκανα επειδή μου άρεσε.

– Διακρίθηκε κάποιο κείμενό σας; 

Στην τελευταία τάξη, έλαβα μέρος σε ένα διαγωνισμό που διάλεγες το θέμα που ήθελες να δώσεις. Έγραψα ένα κείμενο για έναν ζωγράφο στο Άγιο Όρος, τον οποίο τον περιέγραψα σαν να ήμουν εγώ. Περιέγραφα τη δουλειά του μέσα στο πρωτάτο. Ήταν ο Μανουήλ Πανσέληνος, αυτός ο πολύ σημαντικός ζωγράφος. Η εργασία μου αυτή πήρε το πρώτο βραβείο. Αυτό ήταν το πρώτο καμπανάκι. Μετά ήρθε το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν μία φοβερή δοκιμασία, μία τρομερή προσπάθεια να μπορέσει κάποιος να αποκτήσει όλα αυτά που χρειαζόταν. Ήρθε και ο στρατός, που βρέθηκα εντελώς απομονωμένος στα Δωδεκάνησα, σε τόπο που δεν υπάρχει στρατός, ντυμένος στα πολιτικά και να επιβλέπω κάτι έργα μόνος μου, χωρίς κανέναν στρατιωτικό γύρω μου. Είχα βέβαια απέραντη μοναξιά, μόνος μου.

– Βρεθήκατε και στην Κάρπαθο;         

Στη Ρόδο και την Κάρπαθο έκανα το στρατιωτικό μου. Μόλις τελείωσα μπήκα στον Δοξιάδη. Έκανα τρία χρόνια στην Ελλάδα και τρία χρόνια στην Αμερική. Στην Ελλάδα δεν ήταν εύκολο. Ήταν η πρώτη φορά που δούλευα σε ένα μεγάλο γραφείο, με όλα τα καλά και τα κακά ενός μεγάλου γραφείου. Ήταν όμως πρωτοφανές για την Ελλάδα έναν τέτοιο γραφείο και μία τέτοια εμπειρία, γιατί δεν υπήρχε καμία τέτοια οργάνωση αντίστοιχη. Και αυτό μου έδωσε το «εισιτήριο» για να πάω Αμερική. Δηλαδή με έστειλε ο Δοξιάδης στην Αμερική, την εποχή που δούλευε εκεί ο ίδιος. Στα τρία χρόνια επάνω, παραιτήθηκα και μπήκα στο Πανεπιστήμιο.

Με την Ειρήνη Φιλιππίδη, το 1997 στην Οία.

«Οι σπουδαστές μετά τη μεταπολίτευση ήταν ξεσηκωμένοι μετά από όλη αυτή την καταπίεση και τους διωγμούς. Το Πολυτεχνείο έβραζε σαν καζάνι».

– Γιατί το κάνατε; 

Όταν ήμουν στο Δοξιάδη στην Ελλάδα, έτυχε να κάνω παρέα με τρεις-τέσσερις άλλους ξένους συνομήλικους αρχιτέκτονες, που είχαν έρθει να δουλέψουν στο γραφείο στην Αθήνα. Κουβεντιάζοντας μαζί τους κατάλαβα ότι ο δικός μου κόσμος ήταν φοβερά περιορισμένος -οι γνώσεις μου, οι εμπειρίες μου, τα βιώματά μου. Ο ένας ήταν Νορβηγός, ο άλλος ήταν Ελβετός και ο άλλος Αμερικάνος. Ήταν από τελείως διαφορετικά μέρη, όμως είχαν τόσα πολλά πράγματα να πουν. Ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε. Δεν μπορούσα να μείνω «σκέτος αρχιτέκτονας», έτσι όπως τελείωσα στην Ελλάδα. Και έτσι σταματάω το 1970. Εντωμεταξύ είχα παντρευτεί το 1966 και είχαμε κάνει δύο παιδιά. Παρόλα αυτά σταματάω το ’70 και μπαίνω στο πανεπιστήμιο στην Αμερική. Και κάνω Ανθρωπολογία, γιατί ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα και να κάνω μία διατριβή. Ταλαντευόμουν ανάμεσα στην Κάρπαθο, που είχα γνωρίσει στο στρατιωτικό, και τη Σαντορίνη, που την είχα γνωρίσει αμέσως μετά.

– Τελικά ασχοληθήκατε και με τους δύο αυτούς τόπους.

Με τη Σαντορίνη όμως δεν έκανα διατριβή. Η διατριβή μου έγινε με την Κάρπαθο. Αποφασίζω να πάω Κάρπαθο λοιπόν και τους το βάζω ως όρο στο Πανεπιστήμιο στην Αμερική. Αν με δεχτείτε, να ξέρετε ότι θα έρθω μόνο αν μου επιτραπεί να πάω στην Ελλάδα να κάνω τη διατριβή μου εκεί. Είχα καλή βοήθεια, έναν Ελληνοαμερικανό καθηγητή, τον Στέφανο τον Παρασκευόπουλο, καλή του η ώρα εκεί πάνω που είναι, ο όποιος με ενίσχυσε και με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε θάρρος. Τέλος πάντων, βρέθηκα στην Κάρπαθο. Άλλη περιπέτεια, άλλη τεράστια και φοβερή περιπέτεια! Δεκαπέντε μήνες έμεινα επάνω στο χωριό, την Όλυμπο. Κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό σπιτάκι και τα δύο καλοκαίρια ήρθε η γυναίκα μου με τα παιδιά. Τον χειμώνα όμως τον πέρασα μόνος μου. Ούτε εγώ ξέρω πώς επέζησα εκεί πέρα.

– Το Πολυτεχνείο πώς προέκυψε; 

Επιστρέφω στην Ελλάδα στα τέλη του ‘73 με αρχές ‘74. Ήταν δύσκολη εποχή, είχαμε οικονομική κρίση. Ευτυχώς βρίσκω δουλειά στο γραφείο του Γιάννη του Βικέλα. Έκατσα για έναν χρόνο. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εκεί έβγαζα λεφτά που δεν είχα βγάλει ποτέ στη ζωή μου. Ούτε τότε, ούτε μετά. Ποτέ. Και τελείως συμπτωματικά έρχεται ένας παλιός γνώριμος από το Πολυτεχνείο και μου λέει ότι προκηρύχθηκε μία θέση εκεί και να πάω να δώσω τα χαρτιά μου. Του είπα ότι δεν θέλω και ότι είμαι μία χαρά. Δεν ήθελα. Με παίρνει ξανά τηλέφωνο. «Έλα να τα δώσεις, δεν θα μετανιώσεις, είναι καλά». Και στέλνω τη γυναίκα μου με τους φακέλους. Δεν πήγα καν εγώ. Δεν πήγα να δω ούτε έναν από τους εκλέκτορες. Δεν πήγα ούτε να τους βρω για το εθιμοτυπικό. Και είχα ξεχάσει την ιστορία.

Αριστερά: στο Ντιτρόιτ. Δεξιά: με τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη.

– Αλλά, τελικά, η τύχη δούλεψε υπέρ σας. 

Με παίρνει πάλι αυτός ο καλός ο φίλος εκ των υστέρων και μου λέει ότι πήρα τη θέση. Έτσι στο τρελό! Προσπάθησα να συνδυάσω τον Βικέλα με το Πολυτεχνείο, αλλά δεν δούλεψε αυτό. Όσο έμπαινα στο Πολυτεχνείο, τόσο περισσότερο ήθελα να δουλέψω και να έχω περισσότερες ώρες. Κάποια στιγμή, μετά από ένα χρόνο παραιτήθηκα. Τώρα ήμουν Πολυτεχνείο, ένα Πολυτεχνείο της μεταπολίτευσης.

– Πώς ήταν τα πράγματα τότε; 

Κόλαση. Οι σπουδαστές ήταν ξεσηκωμένοι μετά από όλη αυτή την καταπίεση και τους διωγμούς. Το Πολυτεχνείο έβραζε σαν καζάνι. Δεν ήταν οι σπουδαστές το πρόβλημα. Ήταν οι συνάδελφοι, εντός εισαγωγικών. Ήταν ο τρόπος που ήταν οργανωμένη όλη αυτή η μικρή κοινωνία, τα γκρουπαρίσματα. Άσχημα πράγματα. Υπέφερα. Ήθελα να φύγω. Υπέβαλα την παραίτησή μου τρεις φορές και δεν έγινε δεκτή. Σιγά-σιγά άρχισα όμως να συμβιβάζομαι, όχι να υποχωρώ. Άρχισα να βρίσκω τρόπους για να μη με τραυματίζουν και με ενοχλούν αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα. Δεν τα ήθελα. Στην Αμερική εγώ είχα μάθει όταν τελείωσα, έναν τελείως άλλο τρόπο συμπεριφοράς. Δηλαδή τη σχέση με το δάσκαλο, τη σχέση με τη γνώση.

«Βρισκόμουν μέσα στην τάξη, έβλεπα τους φοιτητές από κάτω και ήξερα ότι περιμένουν από μένα και εγώ πρέπει να τους προσφέρω κάτι. Όχι ρουτίνα, όχι κονσέρβα, αλλά να φανεί ότι ενδιαφέρομαι για αυτούς».

–  Έχει αλλάξει αυτή η νοοτροπία σήμερα;

Βέβαια, σε τεράστιο βαθμό. Βρέθηκα λοιπόν μέσα σε αυτό και ήθελα να εφαρμόσω αυτά που είχα μάθει και ήξερα πόσο σημαντικά ήταν. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Γιατί και πάλι το Πολυτεχνείο ήταν ένα σύστημα ιεραρχημένο, συντηρητικό, κολλημένο σε όλες αυτές τις παραδόσεις των παλιών και πίσω από αυτό να κρύβονται αυτοί που δεν ήθελαν να γίνει καμία αλλαγή. Είναι γνωστά πράγματα. Όλα αυτά τα έφαγα στα μούτρα, ώσπου άρχισα και εγώ να παίζω ένα άλλο παιχνίδι, να κρύβω πράγματα, να μην τα λέω όλα, να μην ανοίγομαι, να τους αφήνω να υποψιάζονται πράγματα.

– Οι φοιτητές πώς αντιδρούσαν; 

Όταν απευθυνόμουν στα παιδιά έγινα φοβερά δημοφιλής. Δηλαδή αγάπησαν τη διδασκαλία, που δεν το περίμενα. Μέχρι τότε η μόνη εμπειρία από τη διδασκαλία ήταν όταν είχα κάνει κάποια μαθήματα στην Αμερική, για να συμπληρώσω τα δίδακτρά μου. Εδώ, βρισκόμουν μέσα στην τάξη, έβλεπα τους φοιτητές από κάτω και ήξερα ότι περιμένουν από μένα και εγώ πρέπει να τους προσφέρω κάτι. Όχι ρουτίνα, όχι κονσέρβα, αλλά να φανεί ότι ενδιαφέρομαι για αυτούς. Αυτό ήταν για μένα μία φοβερή πρόκληση. Αυτό που κατάφερα, ήταν να πείσω ότι δεν είναι ρουτίνα αυτό που κάνω. «Εγώ αγωνίζομαι μαζί σας και εσείς με τσιγκλάτε και με βάζετε να μάθω πράγματα για να σας φέρω να σας τα δείξω». Όταν αναγκάστηκα να φύγω λόγω ηλικίας το 2005, ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο. Δηλαδή ένα χρόνο έκλαιγα. Ένα χρόνο θρηνούσα το ότι θα φύγω.

«Όταν απευθυνόμουν στα παιδιά έγινα φοβερά δημοφιλής. Δηλαδή αγάπησαν τη διδασκαλία, που δεν το περίμενα».

– Γιατί πιστεύετε ότι αγαπήθηκε τόσο πολύ το πρώτο σας βιβλίο; 

Είχε πλάκα. Στην αρχή, γυρίζοντας από την Αμερική, έβλεπα γύρω μου τα πράγματα όπως θα τα έβλεπε ίσως ένας ξένος. Γιατί είναι αυτό έτσι π.χ.; Γιατί στην Ελλάδα η Αρχιτεκτονική είναι έτσι και δεν είναι διαφορετική; Επειδή ερχόμουν απέξω. Αν είχα μείνει εδώ, δεν θα τα έβαζα αυτά τα ερωτήματα. Άρα, η απορία ήταν το γιατί είναι έτσι τα πράγματα. Όσοι είχαν γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και δεν ήταν τόσοι πολλοί, ήταν ελάχιστοι, είχαν γράψει για κομμάτια. Ο Κώστας ο Μύρης είχε γράψει για τα νεοκλασικά για παράδειγμα. Άλλοι είχαν γράψει άρθρα. Και ο Δουμάνης είχε γράψει. Αλλά ήταν για κομμάτια, ενώ εγώ ήθελα τη γενική εικόνα. Και για να γίνει όλη αυτή η γενική εικόνα, έπρεπε να το τρέξω όλο από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να ψάξω και να βρω υλικό εκεί πέρα που κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε. Οι βιβλιοθήκες και οι γνώσεις ήταν ελάχιστες.

«Στο Πολυτεχνείο ο Πικιώνης ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν μιλούσαν για αυτόν».

– Πώς αναπληρώνατε τα κενά; 

Άρχισα να γυρίζω στην Αθήνα με τη μηχανή κρεμασμένη μπροστά μου. Και όπου μπορούσα σταματούσα και τραβούσα φωτογραφίες. Έτσι απέκτησα ένα σώμα φωτογραφικού υλικού, το οποίο δεν μπορούσα να βρω πουθενά αλλού. Πριν από μένα είχε κάνει διατριβή ο Φρανσουά Λουαγιέ, ένας Γάλλος με πολύ σημαντική διατριβή, η οποία όμως έμεινε δακτυλόγραφη. Δεν τυπώθηκε ποτέ και λίγοι την ήξεραν. Και φυσικά αυτό επηρέασε λίγο το πώς σκεφτόμαστε στην Ελλάδα. Οπότε ήταν μία καλή σκέψη να κάνω κάτι που δεν υπήρχε πριν στην Ελλάδα, να καλύψει αυτό το κενό. Και φυσικά να κερδίσω και εγώ μία απάντηση στα ερωτήματα που έβαζα.

– Ποια ήταν η σχέση σας με τον Δημήτρη Πικιώνη;

Για να καταλάβετε, δεν τον είχα καθηγητή γιατί έφευγε ακριβώς τη χρονιά που έμπαινα στο Πολυτεχνείο. Όμως μετά είχα την ευκαιρία να τον δω αρκετές φορές. Γνώρισα την κόρη του, που ήταν λίγο πιο μικρή στο Πολυτεχνείο, κάναμε παρέα και ποτέ δεν θέλησα να τον συναντήσω ή να μιλήσω μαζί του. Γιατί; Γιατί υπήρχε αυτή η φοβερή προκατάληψη εναντίον του. Στο Πολυτεχνείο ο Πικιώνης ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν μιλούσαν για αυτόν.

– Γιατί αυτό; 

Μας τάιζαν με το κουταλάκι μοντέρνα Αρχιτεκτονική και τίποτα παραπάνω. Τίποτα άλλο. Αν φανταστείς ότι ούτε ο Κωνσταντινίδης ακουγόταν εκείνη την εποχή, καταλαβαίνεις τι γινόταν με τον Πικιώνη, που ήταν μία ακόμα πιο ακραία περίπτωση. Ο Πικιώνης ήταν καθηγητής μέσα στο Πολυτεχνείο και τα χρόνια που ήταν καθηγητής είχε επηρεάσει πάρα πολύ κόσμο, γιατί πρώτα από όλα αυτό που έμεινε μετά τον Πικιώνη ήταν μία καρικατούρα. Είναι αυτό που λένε Πικιωνιές. Δηλαδή άντε τα πλακόστρωτα, ξέρεις. Δεν είναι αυτό. Είναι κρίμα που από όλα τα πράγματα που έκανε ο Πικιώνης, μας έμεινε μόνο αυτό. Ό,τι χειρότερο. Και εκεί που είχα πάρει μία απόφαση με τον Πικιώνη, αυτός είναι ο δαίμονας, ο διάβολος, ο πειρασμός, τον οποίον δεν ακουμπάς, σε μία στιγμή αντιστράφηκε αυτό το πράγμα και βρέθηκα να μελετάω αυτά που έγραφε και αυτά που σχεδίαζε με ένα άλλο μάτι. Και από εκεί βγήκαν ορισμένα πράγματα. Και χωριστό βιβλίο μετά και κάποιες διαλέξεις. Δηλαδή τον μελέτησα τον άνθρωπο. Απλά δεν τον πρόλαβα.

Το 1963, στη σχολή Μηχανικού στο Λουτράκι.

– Από αυτή τη μελέτη τι νιώθετε ότι κερδίσατε ως ερευνητής και ως άνθρωπος;

ΔΦ Επικοινώνησα κι έμαθα αυτό, το ότι ο κόσμος είναι ένα πράγμα. Ένα πράγμα λιγάκι μυστικοπαθές, λιγάκι ανατολίτικο. Όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους. Η Αρχιτεκτονική και αυτή είναι ένα κομμάτι φιλοσοφίας. Πρέπει δηλαδή να φιλοσοφείς για τα πράγματα. Ότι υπάρχει η αίσθηση της αρετής. Ότι υπάρχει μία ιερότητα στον τόπο που άλλοι έχουν αφήσει τα σημάδια τους επάνω. Ότι η Ελλάδα στην ιστορική της διάρκεια, έχει συγκεντρώσει αξίες, οι οποίες δεν εξαντλήθηκαν ποτέ. Αλλά και το ακόμα περισσότερο, ότι ακριβώς επειδή αυτές είναι οι αιώνιες αξίες, τελικά είναι οι ίδιες που υπάρχουν στην Ινδία, οι ίδιες που υπάρχουν στην Άπω Ανατολή. Άρα το διεθνές, το τοπικό και η σοφία του παρελθόντος συνυπάρχουν.

«Ο Δεκαβάλλας ήταν υπέροχος στο να χρησιμοποιεί το χέρι του. Έκανε κάτι φοβερά προοπτικά. Και τα σχέδιά του είχαν πάντα έναν αέρα, μία άνεση».

– Ο Πικιώνης πώς λειτουργούσε με τους μαθητές του; 

Ο Πικιώνης ποτέ μα ποτέ δεν έσπρωξε τους μαθητές του να πάνε προς το δρόμο που πήγαινε εκείνος. Ο Πικιώνης δεχόταν τον μοντέρνο και σύγχρονο τρόπο δουλειάς, τον αποδεχόταν και δούλεψε ο ίδιος με αυτόν. Παρόλο που κάποια στιγμή είπε ότι εκείνου δεν του ταιριάζει και ότι θέλει κάτι άλλο. Αλλά δεν έγινε ποτέ φανατικός, προκατειλημμένος, δεν έγινε Κωνσταντινίδης. Και το λέω με λύπη μου αυτό, γιατί ο Κωνσταντινίδης είχε μία μεγάλη, φοβερή αξία. Αλλά για μένα ήταν αδύνατον να τον πλησιάσω, ήταν τόσο ακραίος. Τόσο απάνθρωπα ακραίος σε αυτά που έλεγε και πίστευε. Θεωρούσε ότι κανένας δεν κάνει τίποτα, μα μόνο αυτός. Μου φαινόταν άδικο αυτό.

– Πιστεύετε ότι η εποχή μας σήμερα βγάζει προσωπικότητες που θα καθορίσουν τη σκέψη;

Μα βέβαια. Εννοείται.

– Πιστεύετε ότι υπάρχουν κάποιες ποιότητες στον χαρακτήρα που θα καθορίσουν μια αξιοκρατική πορεία; Ίσως μέσα από το δικό σας παράδειγμα, τα δικά σας μαθήματα ζωής.

Ένα πράγμα είναι αυτό που λένε ταλέντο, κάτι που είναι πολύ γενικό και αόριστο. Κακά τα ψέματα, πρέπει να το έχεις. Πρέπει να δουλεύει το χέρι σου και να πηγαίνει. Και ιδίως τη δικιά μου την εποχή που δεν υπήρχε κομπιούτερ και έπρεπε όλα να τα κάνουμε χειροκίνητα. Ο Δεκαβάλλας ήταν υπέροχος στο να χρησιμοποιεί το χέρι του. Έκανε κάτι φοβερά προοπτικά. Και τα σχέδιά του είχαν πάντα έναν αέρα, μία άνεση και καταλάβαινες ότι μπορούσαν να αναπτυχθούν. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται αλλά θέλει πολύ κόπο, έναν μεγάλο αγώνα.

– Ομως λέτε δεν φτάνει μόνο αυτό. 

Είναι ένα μείγμα. Το ταλέντο – που είναι ένα φυσικό δώρο του Θεού, με πολλή δουλειά και με πολύ κόπο, με πράγματα τα οποία δεν τα βρίσκεις εύκολα και πρέπει να αγωνιστείς, αλλά και να θυσιάσεις πολλά πράγματα. Είναι ένα σύνθετο πράγμα. Και βέβαια πρέπει να έχεις και τη δύναμη και τη θέληση του χαρακτήρα για να μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα.

Πάθος για τη φωτογραφία.

– Ποια είναι η άποψή σας για την Αρχιτεκτονική σήμερα όπως εξελίσσεται στην Αθήνα και την ύπαιθρο; Αυτό ήταν και το θέμα του συνεδρίου την τελευταία φορά που σας είδα.

Δεν θα με ακούσετε ποτέ να λέω ότι η Αρχιτεκτονική σήμερα έχει χαλάσει, ότι έχουμε παγκοσμιοποίηση, ότι ο ένας αντιγράφει τον άλλον, ότι όλα είναι ψηφιακά, ότι οι εικόνες μάς έχουν κατακλύσει και κανείς δεν σκέφτεται σοβαρά, ότι όλα είναι φρου φρου κι αρώματα, ότι όλα δουλεύουν με μεγάλη ταχύτητα και ότι τίποτα δεν έχει αξία σήμερα. Δεν θα το πω ποτέ γιατί δεν είναι αληθινό. Δεν θα το πω αυτό γιατί πηγαίνει χέρι-χέρι με μία ιδέα ότι τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα παλιότερα. Ούτε αυτό είναι σωστό. Τα πράγματα ήταν ζόρικα πάντα.

«Έπαψα να δουλεύω ως αρχιτέκτονας, γιατί δούλεψα λιγάκι ως αρχιτέκτονας και είδα ότι δεν τα κατάφερνα. Δεν μπορούσα να βγάλω λεφτά».

– Φαντάζομαι και η Αρχιτεκτονική το ίδιο. 

Η Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ήταν πάντοτε ένα ζόρικο επάγγελμα. Δεν ήταν εύκολο, ήταν για κάποιους που ήταν επιτυχημένοι εμπορικά και είχαν κάνει λεφτά. Ήταν ελάχιστοι και μετρημένοι στα δάχτυλα. Οι υπόλοιποι μοχθούσαν και σκοτώνονταν για να δουλέψουν. Δεν είχαν αναγνώριση, είχαν πελατεία που δεν αναγνώριζε τη δουλειά τους, που παρέμβαινε σε αυτά που έκαναν και τα αλλοίωνε. Ήταν δύσκολο να αναδείξουν τη δουλειά τους.

– Παρακολουθείτε τους σημερινούς διαγωνισμούς; 

Παρακολουθώ με πάρα πολλή προσοχή τα αποτελέσματα διαγωνισμών που γίνονται αυτή την εποχή, βέβαια κοιτάζω και το τι χτίζεται και από ποιον χτίζεται. Όσο μπορώ να το κάνω αυτό, συμμετέχω στις παρουσιάσεις και τις εκδηλώσεις του Ινστιτούτου. Προσπαθώ όσο μπορώ να παρακολουθώ την κίνηση. Έπαψα να δουλεύω ως αρχιτέκτονας, γιατί δούλεψα λιγάκι ως αρχιτέκτονας και είδα ότι δεν τα κατάφερνα. Δεν μπορούσα να βγάλω λεφτά, είχα ένα πρόβλημα με τα λεφτά και δεν μπορούσα να ζητήσω λεφτά. Κάποια στιγμή το βαρέθηκα και σταμάτησα. Μετά έκανα τον πολεοδόμο. Ως πολεοδόμος ασχολήθηκα από το ‘83 μέχρι το ‘93. Καμιά δεκαριά χρόνια.

– Φαντάζομαι την εμπειρία που αποκομίσατε. 

Γύρισα όλη την Ελλάδα. Δεν έκανα έρευνα στο Πολυτεχνείο που ήταν τα αριστοκρατικά πράγματα, μπήκα στο επάγγελμα κατευθείαν, σε ομάδες πολεοδομικές που γύριζαν και έκαναν σχέδια, σύμφωνα με το ΥΠΕΧΩΔΕ. Ήταν μία φοβερή εμπειρία και αυτή, βρέθηκα σε μέρη που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα πήγαινα. Όπως στη Δυτική Μακεδονία, όπου βρέθηκα μπλεγμένος με μία Δημοτική Επιχείρηση, που πρόσφερε πολεοδομικές υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία, κάνοντας τους πολιτικούς στα ρουσφέτια και διάφορα τέτοια τρελά. Μας άντεξαν ως κάποια στιγμή και μετά μας πέταξαν έξω. Ήταν καλή εμπειρία αυτή. Εκεί πέρα έρχεσαι σε επαφή με τον κοσμάκη, όχι τον πελάτη που σου χτυπάει την πόρτα. Είναι τελείως άλλο πράγμα. Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους, περπατούσα στο δρόμο και κατέγραφα τα σπίτια τους και είχα επικοινωνία μαζί τους. Αυτές οι εμπειρίες δεν μπορούν να αποκτηθούν με άλλο τρόπο.

Γράφοντας με θέα το πέλαγος.

«Στην Κάρπαθο έπαψα να είμαι απόλυτος. Έμαθα να συμπαθώ, να συμμερίζομαι και να μετέχω».

– Θυμάστε κάτι έντονα; 

Στην Κοζάνη που βρέθηκα ως εξωτερικός συνεργάτης για την Δημοτική Επιχείρηση, ήταν μη κερδοσκοπική. Μας έβαλαν να μελετήσουμε την Κοζάνη. Η Κοζάνη ήταν ένας παλιός οικισμός χωρίς σχέδιο, μια κατάσταση χαοτική. Και είπαμε αντί να προσπαθούμε να στρώσουμε την Κοζάνη, να κάνουμε μία πόλη έξω από την Κοζάνη. Και έτσι σχεδιάσαμε μία πόλη έξω, που θα μπορούσε να πάει ο κόσμος εκεί. Είχε και κατοικίες και πανεπιστήμιο και εργοστάσια. Όλες τις λειτουργίες. Αυτά ξεκίνησαν το 1985. Έχουν περάσει από τότε 40 χρόνια. Στο μεταξύ μόνο ένα κομμάτι χτίστηκε από αυτές τις κατοικίες. Μετά από λίγο έγραψαν στην εφημερίδα ότι χτίστηκε ένα κομμάτι του καινούριου Πανεπιστημίου της Δυτικής Μακεδονίας. Και έλεγα από μέσα μου, «για κοίτα, έπιασε τόπο αυτό το πράγμα, αν και πήρε τόσο πολύ χρόνο».

– Αν σκεφτείτε όλη σας την πορεία μέχρι σήμερα, ποια πιστεύετε ότι είναι τα βασικότερα μαθήματα που έχετε πάρει και που σας έχουν καθορίσει ως άνθρωπο στο σύνολο της προσωπικότητάς σας;

Βαριά κουβέντα. Ίσως θα έπρεπε αυτά να τα βάλω χρονικά. Το στρατιωτικό που ήμουνα μόνος μου στην Κάρπαθο, με άλλαξε ως χαρακτήρα και ωρίμασα. Μέχρι τότε ήμουν παιδί. Στην Κάρπαθο έγινα άντρας. Αυτό ήταν ένα σημείο τομής. Δεύτερο σημείο τομής ήταν όταν σπούδασα Κοινωνική Ανθρωπολογία και ξαναγύρισα στην Κάρπαθο, αλλά με άλλους όρους. Εκεί έμαθα τι θα πει να ζεις μέσα σε μία κοινωνία, με όλες αυτές τις σχέσεις που δημιουργούνται, όπου το τι είναι καλό και τι είναι κακό είναι σχετικό πάντα, πάντα διαπραγματεύσιμο και πρέπει να το συζητάς πάντα κάτω από ορισμένες συνθήκες. Έπαψα να είμαι απόλυτος. Έμαθα να συμπαθώ, να συμμερίζομαι και να μετέχω.

– Αυτά ενισχύθηκαν στη συνέχεια; 

Οταν πήγα στο Πολυτεχνείο αυτά ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο. Γιατί στο Πολυτεχνείο το να μπαίνω στην τάξη και να απευθύνομαι στα παιδιά που ήταν από κάτω, τα οποία με κοιτούσαν, αυτό που με τραυμάτισε ήταν όταν είδα για πρώτη φορά κάποιον να χασμουριέται. Λέω ότι κάπου την έχω πατήσει και ότι δεν κάνω κάτι καλά. Έπρεπε να καταφέρω το συγκεκριμένο άτομο να μη χασμουριέται την ώρα που έκανα το μάθημα. Αυτό, το να προσπαθήσω να τους κερδίσω, να τους μάθω ότι μπορούν να βάλουν μία τάξη στη ζωή τους, να μπορούμε στη δικιά μας τη ζωή μέσα στο Πολυτεχνείο και τις σπουδές να το οργανώσουμε έτσι ώστε να μπορούμε να είμαστε παραγωγικοί και συνεργάσιμοι. Να μπορούν να ανοιχτούν τα παιδιά. Τους τα έλεγα αυτά, τους είχα τρελάνει. Και μου έλεγαν, «Μα και τι νόημα έχει να κάνεις εσύ το δικό σου μάθημα έτσι όταν ο διπλανός κάνει άλλα πράγματα; Εμείς γιατί να ασχοληθούμε με σένα και να χάσουμε το άλλο; Αφού το άλλο είναι το επικρατέστερο. Ποιος είσαι εσύ να μας πεις τι πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο να σκεφτόμαστε;».

Σε στιγμή περισυλλογής.

«Αυτά που έμαθα από τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου δεν τα έμαθα από κανέναν άλλον».

– Εσείς πώς απαντούσατε σ’ αυτό; 

Τους έδινα και έγραφαν κριτικές για το μάθημα. Όποιος ήθελε ανώνυμα και όποιος ήθελε επώνυμα. Σε ένα μικρό χαρτάκι στο τέλος του εξαμήνου. Τα μάζευα αυτά, τα ξανάγραφα και τους τα μοίρασα πίσω. Και εκεί πέρα έβλεπα τις αντιδράσεις. Δεν ηταν όλες ίδιες, δεν ήταν όλες θετικές, δεν ήταν όλες αποστασιοποιημένες ή συμβατικές. Μερικούς τους είχα κερδίσει και άλλους τους είχα χάσει. Τεράστιο μάθημα και αυτό. Όταν προσφέρεσαι προς τα έξω, η αποδοχή δεν μπορεί ποτέ να είναι ομοιόμορφη. Δεν πρέπει να θεωρείς αδικία το ότι μερικοί θα σε απορρίψουν. Μέσα στη ζωή είναι αυτό. Και βέβαια πάνω από όλα η οικογένεια, η οποία για εμένα ήταν το άλφα και το ωμέγα. Αυτά που έμαθα από τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου δεν τα έμαθα από κανέναν άλλον. Για αυτά είμαι περήφανος. Για όλα αυτά που κάναμε και ζήσαμε μαζί. Και τώρα έρχονται εκ των υστέρων και μου λένε τα παιδιά μου «ευχαριστώ». Βλέπεις μετά από τόσα χρόνια να βγαίνει κάτι που ποτέ δεν θα υποψιαζόσουν ότι υπάρχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας. «Είναι τρομερό πού κατάντησε η Αθήνα. Μια από τις κομψότερες πόλεις της Ευρώπης τον 19ο αιώνα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top