Ο Δημήτρης Λιγνάδης πρωταγωνιστεί στο έργο «Αφέντης και Δούλος» στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου. (Εικονογράφηση: Vladimir Radibratovic)

Είναι το επίθετο Λιγνάδης, που με ακολουθούσε από μικρή – ο καθηγητής, ο φιλόλογος, ο διανοητής, ο συγγραφέας. Και μετά ήρθε ο υιός για να επιβεβαιώσει την παροιμία. Και αν τον παρακολουθώ τόσα χρόνια, χρειάστηκε να τρέξει νερό στο αυλάκι για να τον έχω απέναντί μου. Και να φύγω πλήρης αισθημάτων, γεμάτη και φορτισμένη, από ένα μυαλό που ξεχειλίζει ενέργεια και μια καρδιά που εκπέμπει λέξεις και έννοιες χωρίς φίλτρο. Γιατί τις εννοεί, γιατί παθιάζεται με όλα, γιατί ρισκάρει, γιατί κυνηγά ακόμα σαν διψασμένο ζώο. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο αιώνια νέος, παλεύει και μάχεται, ηττάται και κερδίζει, επιμένει. Ίσως η επιμονή να είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει πάνω και πέρα απ΄ όλα. Επιμονή στην αναζήτηση, όχι στην κατοχή, μιας ανθρώπινης αλήθειας.

Στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, επί σκηνής με τον Γιώργο Νανούρη, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία, μεταφέρουν στο σήμερα το μεγαλειώδες «Αφέντης και Δούλος» του Τολστόι. Απλά, αλλά όχι απλοϊκά, ουσιαστικά χωρίς φληναφήματα. Αναγνωρίζεις τα πάντα σε ένα έργο που χρόνια πριν αφορούσε μόνο εκείνους, του τότε. Ναι, η μαγεία του μεγάλου συγγραφέα είναι εδώ και η μαεστρία των συντελεστών σε κατακλύζει.

Έπονται Οιδίποδας επί Κολωνώ, στην Επίδαυρο με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, όπου θα παίξει έναν περιφερειακό ρόλο που δεν υπάρχει στο έργο του Σοφοκλή, αλλά θα γραφτεί. Τον χειμώνα θα κάνει το όνειρο της ζωής του, το Πέερ Γκύντερ, ένα από τα δύο σπουδαία ποιητικά έργα του Ιψεν με τον ήρωα να τον βλέπουμε από πιτσιρικά μέχρι 80 χρονών σε μια Οδύσσεια του δυτικού ανθρώπου, δηλαδή. Τώρα δουλεύει τη διασκευή του. Διασκευάζει ο ίδιος επειδή έχει κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό του, ενώ η ουσία σφυρηλατείται μετά την πρώτη ανάγνωση. «Δεν πρόκειται για μία βαριά ιστορία, θα μπορούσε να είναι και παιδικό βιβλίο. Όπως και ιστορία του Τολστόι, που κάνουμε τώρα με τον Γιώργο Νανούρη».

Όπου με πολύ απλά μέσα, δημιουργείται πραγματικά μαγευτική ατμόσφαιρα. Και λέτε τόσο ωραία λόγια, τόσο ουσιαστικά… Όμως, όταν συναντηθήκαμε στο τέλος της παράστασης, επιμένατε να λέτε κάτι για τη νίκη της αισθητικής των πραγμάτων πάνω στην ουσία. Να το διευκρινίσουμε λίγο αυτό;
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο, που δεν θα ήθελα να αξιολογήσω, αλλά σίγουρα δεν με βρίσκει σύμφωνο, όπου στις τέχνες και ειδικότερα στο θέατρο, για το οποίο εγώ μπορώ να μιλήσω, οι σκηνοθέτες απευθύνονται περισσότερο στην αισθητική. Τι είναι η αισθητική; – όχι το τι έχω να πω αλλά το πώς θα το πω. Η αισθητική, όμως, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων. Βλέπουμε παραστάσεις που απευθύνονται μόνο στο μυαλό μας, το εμποτισμένο από τα media, το YouTube, τα ντεφιλέ… Καθότι μάλιστα Έλληνες και βαθιά επαρχιώτες, πιστεύουμε ότι αν απαρνηθούμε την ταυτότητα μας, αυτομάτως η Ελλάδα θα συνορεύει με τη Δανία ή τη Γερμανία, ξεχνώντας ότι μεσολαβούν ένα σωρό Βαλκάνια. Αν φορέσεις ένα κοστούμι που δεν μπορείς να υποστηρίξεις, γελοιοποιείσαι.

Φοράνε, δηλαδή, λάθος ρούχα οι παραστάσεις;
Ούτε καν «λάθος». Η μόδα της τελευταίας δεκαετίας είναι να λέμε ότι είδαμε «μία ενδιαφέρουσα παράσταση». Τι θα πει «ενδιαφέρουσα παράσταση»; Μπορείς να φας ένα ενδιαφέρον φαγητό; Όχι – ή θα σου αρέσει ή δεν θα σου αρέσει. Ένας ειδικός, ενδεχομένως, στην προκειμένη ένας σκηνοθέτης, ένας κριτικός ή ένας σεφ, μπορεί να μιλήσει για «ενδιαφέρον» και να αναγνώσει ως ωραία ιδέα το ότι πρόσθεσες ένα συστατικό. Όμως ο καταναλωτής ή ο θεατής;

Εννοείτε για την απορία και τον εξαναγκασμό στη «νέα πρόταση»;
Που αφορά και το κοινωνικό μας στάτους γιατί μια «Στέγη» πρέπει πια όλοι να την πάμε – έχει αντικαταστήσει το Μέγαρο.

Παρ’ όλα αυτά, και εσείς την παράσταση με ένα ωραίο αισθητικό κλικ την ξεκινάτε… Ένα μοντέρνο παιχνίδι μεταξύ σας.
Μα δεν εννοώ πως δεν θα ασχοληθείς με το αισθητικό κομμάτι, εννοώ ότι δεν γίνεται να καπελώνει την ουσία και το αίσθημα. Εννοώ, ότι αρκετές παραστάσεις απευθύνονται στη βλάχικη αισθητική του μόνιμα Βαλκάνιου Έλληνα. Πώς ήταν η μαντάμ Σουσού που έβλεπε έναν πίνακα και ένιωθε ότι πρέπει να της αρέσει; Η μαντάμ Σουσού επιβιώνει μέχρι σήμερα, απλώς με άλλο περίβλημα. Προφανώς όλοι πειραματιστήκαμε και με τη μοντέρνα αισθητική και με την αποδόμηση, όμως καταλήξαμε κάπου που να έχει νόημα. Η παράσταση που έστησε ο Γιώργος Νανούρης δεν πέφτει σε αυτή την παγίδα. Ο Γιώργος είναι ένας καλλιτέχνης που έχει εξαιρετική αισθητική, τον ενδιαφέρει η εικόνα -αλίμονο… στην εποχή της εικόνας ζούμε-, αλλά η εικόνα του δεν υποδουλώνει το αίσθημα. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως το τι θέλει να σου πει και δευτερευόντως ψιθυρίζει «κοίτα και τι ωραία που το κάνω!».

Τελικά όμως, θέλετε τους πολλούς, τους λίγους, τους κάπως, τους αλλιώς… Ποιος είναι ο θεατής σας;
Το θέατρο είναι για πολλούς αλλά γίνεται από λίγους – όλοι μπορούν να δουν θέατρο, λίγοι μπορούν να κάνουν θέατρο. Όπως λέω και στους μαθητές μου, η τέχνη είναι πολύ απλό πράγμα, ο καλλιτέχνης είναι σύνθετος.

«Μετά το πρώτο τσουνάμι της κρίσης, έσπευσαν όλοι να φύγουν από τα μπουζούκια: σαν να αυτομαστιγώνονται, έπρεπε να κάνουν κάτι πιο ποιοτικό για να ξεπλύνουν την ενοχή, σαν τη Μαγδαληνή».

Σύνθετος μεν, υπερ-εκτεθειμένος δε.
Στις μέρες μας, αυτής της παρανοϊκής παγκοσμιοποίησης του big brother, έχει αλλοιωθεί η έννοια του μύθου. Παλιά οι μύθοι ήταν λίγοι και άπιαστοι. Τώρα, μύθος είναι ο αντι-ήρωας, το απλό παιδί. Σήμερα αναγορεύεται κάποιος ηθοποιός με μισή τραγωδία στην Επίδαυρο, ενώ παλιά χρειαζόσουνα 10 χρόνια. Μπορεί να αποκτήσει μύθο ένας όμορφος άνθρωπος, που απλώς έχει ωραίο χαμόγελο… Και δεν αλλάζει κατηγορίες ώστε να αποκαλείται ποιοτικός.

Μιλάτε για τις ταμπέλες δηλαδή;
Φυσικά: αριστερός είναι αυτός με το αμπέχονο και δεξιός εκείνος με το κοστούμι που δεν σε μπερδεύει. Η ταμπέλα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τον θεατή, χωρίς να λέω ότι του επιβάλλεται πάντα. Ας πάρουμε τις ελληνικές ταινίες και τους ηθοποιούς που αποκαλούμε μεγαθήρια. Είναι αληθινά όλοι μεγαθήρια; Έπαιζαν παντού καλά; Τι συζητάμε όμως τώρα, υπάρχει ολόκληρη βιομηχανία που φτιάχνει την εικόνα, ακόμα και τη ζωή του καθενός.

«Νεότητα είναι η απορία για το νέο και το άγνωστο». (Η φωτογραφία είναι μια ευγενική παραχώρηση της Μαριλένας Βαϊνανίδη / spitishoot.com)

Άρα, συνέβαινε πάντα αυτό.
Η διαφορά είναι ότι ζούμε σε μία εποχή με αγαλματίδια. Από τη στιγμή που τα αγάλματα δεν μπορούμε να τα φτιάξουμε, ο κόσμος χρειάζεται αντι-ήρωες, δηλαδή αγαλματίδια, ώστε να μπορεί να τα καταλάβει, να μπορεί να τα φτάσει και να τα αναγνωρίσει. Ο Παντελίδης, ο συγχωρεμένος, έγινε ίνδαλμα γιατί μας έμοιαζε, ενώ ο Ρουβάς για παράδειγμα, όταν έγινε λαϊκό είδωλο, ήταν ένας άπιαστος εκθαμβωτικός τραγουδιστής που δεν μας έμοιαζε. Τονίζω ότι χρησιμοποιώ συμβολικά τα ονόματα, απλώς γιατί πρόκειται για χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ακόμη και οι πρωταγωνιστές των διαφημίσεων, σήμερα, είναι καθημερινοί άνθρωποι και όχι μοντέλα. Το μυαλό όμως δεν καταλαβαίνει ότι μεγαλώνοντας τον παρονομαστή, μικραίνεις την αξία του κλάσματος.

Θα αλλάξει αυτό πιστεύετε;
Αν όντως το θέατρο -ο συνδυασμός όλων των τεχνών, όπως λέει ο Αριστοτέλης, γιατί καλύπτει και την εκπαιδευτική και την ψυχαγωγική ανάγκη-, καταφέρει να αποβάλει τον ορυμαγδό των «ομάδων», ο κόσμος θα αναζητήσει το λεγόμενο παραμύθι, το αληθινό όμως παραμύθι, που έχει κάτι να του πει. Να τελειώσει, δηλαδή, το «όποιος καταλάβει» ή ακόμη καλύτερα «θα φροντίσω να μην καταλάβει», μόνο και μόνο γιατί δεν είμαι ικανός να του δώσω να καταλάβει και θα με στηρίξουν οι όμοιοί μου σε ένα ατέρμονο τίποτα. Αλλά αυτό διακατέχει όλη την κοινωνία. Μετά το πρώτο τσουνάμι της κρίσης, έσπευσαν όλοι να φύγουν από τα μπουζούκια: σαν να αυτομαστιγώνονται, έπρεπε να κάνουν κάτι πιο ποιοτικό για να ξεπλύνουν την ενοχή, σαν τη Μαγδαληνή. Έτσι είναι: όταν δεν μπορώ πια να χρησιμοποιήσω τη Βουλή, τη μουτζώνω. Όταν δεν μπορώ να κλέψω, όπως επί 30 χρόνια, καταδιώκω την κλοπή.

Στην επόμενη σελίδα: «Δημιουργός δεν είναι αυτός που γεννάει ιδέες, αλλά εκείνος που ξέρει ποια ιδέα θα περπατήσει».

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top