«Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, στις περισσότερες περιπτώσεις μάς σφράγισαν διαβάσματα που δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό, με τους όρους της ‘’υψηλής λογοτεχνίας’’».

«Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, στις περισσότερες περιπτώσεις μάς σφράγισαν διαβάσματα που δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό, με τους όρους της ‘’υψηλής λογοτεχνίας’’».

Μας αρέσει να πιστεύουμε, και ίσως ακόμη περισσότερο να πιστεύουν οι άλλοι για εμάς, ότι άλλαξαν τη ζωή μας βιβλία-σταθμοί στην Ιστορία της λογοτεχνίας, γραμμένα από τιτάνες του πνεύματος και αριστοτέχνες του λόγου. Ή, πάλι, ότι μας έδειξαν «το φως το αληθινό» κρυφά λογοτεχνικά διαμάντια που ανακαλύψαμε μόνον εμείς, το πολύ και μερικοί άλλοι εκλεκτοί. Αν όμως θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, στις περισσότερες περιπτώσεις μάς σφράγισαν διαβάσματα που δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό, με τους όρους της «υψηλής λογοτεχνίας». Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου παίρνει το βασικό σχήμα του στην παιδική ηλικία. Και στην ηλικία αυτή είναι πολύ απίθανο να διαβάσει κάποιος τον Οδυσσέα του Τζόυς, την Έρημη χώρα του Έλιοτ ή το Περηφάνια και προκατάληψη της Τζαίην Ώστεν. Ακόμη και τα παραμύθια του Άντερσεν, που έχουν όντως μεγάλη λογοτεχνική αξία, δεν μας συγκίνησαν, όταν τα πρωτοδιαβάσαμε, γι’ αυτή την αρετή τους, η οποία άλλωστε πάει χαμένη στις παιδικές διασκευές.

moby dick

«Για μένα ο Μόμπυ Ντικ ήταν η γέφυρα, με τη διπλή έννοια της μετάβασης και της σύνδεσης, ανάμεσα στη σαγήνη της εξωτικής περιπέτειας και την πρόκληση που θέτουν τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής».

 

Σε ό, τι με αφορά, δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ ότι μεγάλωσα με «Κλασικά Εικονογραφημένα» και Ιούλιο Βερν, λίγο αργότερα και με Χ. Τζ. Ουέλς. Μερικές εκπληκτικές εικονογραφήσεις από τα «Κλασικά», όπως των Αθλίων, του Όλιβερ Τουίστ ή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (η τελευταία από τον σπουδαίο Κ. Γραμματόπουλο, σε εξίσου ωραίο κείμενο του Βασίλη Ρώτα), μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη και στη συνείδησή μου. Όσο για τον Ιούλιο Βερν, αυτό που μου έμεινε δεν είναι μόνον η δίψα για περιπέτεια, για εξερεύνηση άγνωστων κόσμων, για επιστημονική γνώση, αλλά και μερικοί χαρακτήρες που με γοήτευαν για το προμηθεϊκό πείσμα τους, όπως ο καθηγητής Λίντενμπροκ στο Ταξίδι στο κέντρο της γης, ή για τον αινιγματικό, πληγωμένο και γεμάτο αντιφάσεις φυγοκοσμισμό τους, όπως είναι, ποιος άλλος, ο πλοίαρχος Νέμο. Εννοείται ότι δεν θα εκφραζόμουν τότε με τέτοιους όρους, αλλά η αίσθηση που είχα ήταν αυτή, έστω και ανεπεξέργαστη. Αργότερα, τα μυθιστορήματα του Ουέλς με έκαναν να δω σε κάπως διαφορετικό, πιο ζοφερό φωτισμό το ζήτημα της γνώσης και να ανακαλύψω για πρώτη φορά το θέμα της ύβρεως στην επιστημονική-τεχνολογική πρόοδο, και κατ’ επέκταση στην ανθρώπινη Ιστορία.

Γύρω στα δεκαπέντε μου διάβασα τον Μόμπυ Ντικ, σε μια μορφή συντομευμένη, αλλά, από όσο μπορώ να θυμηθώ έπειτα από τόσον καιρό, όχι απλουστευμένη. Για μένα ήταν η γέφυρα, με τη διπλή έννοια της μετάβασης και της σύνδεσης, ανάμεσα στη σαγήνη της εξωτικής περιπέτειας και την πρόκληση που θέτουν τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής. Ιδιαίτερα εκείνο το εκπληκτικό κομμάτι όπου ο Μέλβιλ εξηγεί τη θέση ότι το λευκό χρώμα, και όχι το μαύρο, είναι σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις ιστορικές φάσεις τους το αληθινό χρώμα του τρόμου και του θανάτου, μένει ώς σήμερα καρφωμένο στο μυαλό μου.

 

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι συγγραφέας. 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top