«Αν αποσπάσουμε το θραύσμα από το γενικό ημιτελές σύνολο των ‘‘Πολιορκημένων‘‘ και το θεωρήσουμε αυθύπαρκτη λυρική μονάδα, ο τίτλος ‘‘Ο Πειρασμός‘‘ προσδίδει μια απροσδόκητη ιδιότητα στο όραμα της ανοιξιάτικης φύσης, υπονοώντας ότι αυτή η αθώα, αγιασμένη ομορφιά μπορεί να λειτουργεί και σαν δαιμονική πρόκληση». (Sandro Botticelli, «Primavera» – or «The Allegory of Spring», 1482).

Ο Σολωμός γράφει ένα από τα διασημότερα αποσπάσματά του, τον «Πειρασμό», χρησιμοποιώντας μόνο την υπόκρουση των νερών (ηχητικό χαλί στην άνοιξη) και τον μικρόκοσμο του ανθισμένου τοπίου. Το απόσπασμα θυμίζει λαϊκό κέντημα με όλα τα ορατά και τα αόρατα του εαρινού παραδείσου. Συμπύκνωση ενός φυσικού και υπερφυσικού σύμπαντος μέσα στο οριοθετημένο πλαίσιο τετραγώνου ή παραλληλόγραμμου. Ούτε ρομαντική περιγραφή ούτε συναισθηματική έκφραση φυσιολατρικού θαυμασμού, αλλά μια περίτεχνη όσο και αυθόρμητη, σοφή όσο και ενστικτώδης, μετατόπιση της γλώσσας στην περιοχή της ζωγραφιάς και του ήχου, χωρίς «εικόνες» και χωρίς «ρυθμούς», αλλά με χρώματα ήχων και με ήχους χρωμάτων σε νηφάλιο στρόβιλο. Τοπίο που έγινε γλώσσα.

«Ο Σολωμός γράφει τον ‘‘Πειρασμό’’ χρησιμοποιώντας μόνο την υπόκρουση των νερών (ηχητικό χαλί στην άνοιξη) και τον μικρόκοσμο του ανθισμένου τοπίου».

Στην κορυφή του αποσπάσματος μια παράσταση ακαδημαϊκή – ο Έρωτας και ο Απρίλης (άφυλες μορφές) χορεύουν, πίνακας του Μποτιτσέλι. Κάτω από αυτήν τη μετώπη, το θέαμα της φύσης σε ώρα μαγική φτιαγμένο μόνο από κάποια βασικά υλικά, λιτά και λίγα – ίσκιους, μύρα, τιτιβίσματα, νερά και το πέταγμα μιας μικρής πεταλούδας, αγουροξυπνημένης από την κοίμησή της μέσα στα πέταλα του άγριου κρίνου. Έτσι, όμως, καθώς πλέκονται σφιχτά, πυκνά, λαμπρά μαβιά, συγκεχυμένα σαν αφηρημένη ζωγραφική, αναδύεται από μέσα τους η αίσθηση του απέραντου δάσους. Τώρα δεν νιώθεις μόνο τις ενέργειες και τις ιδιότητες των πραγμάτων, αλλά μαντεύεις τα ίδια τα πράγματα βλέποντάς τα με τη φαντασία σου βαθιά μέσα από τη διαφάνεια των ιμπρεσιονιστικών στίχων: λόχμες, αγριολούλουδα, πουλιά, καταρράχτες, λιβάδια, ρυάκια, λίμνες, ακρογιαλιές, λόφοι, σπηλιές, βράχια, πολυτρίχια, ξέφωτα, έντομα. Κι ας μην υπάρχει ανάγλυφα χαραγμένη εικόνα που να φανερώνει σαφές τοπίο.

«Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,/ Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,/ Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του». (Henri Jean Fantin-Latour, «Naiade»).

Στον 15ο στίχο –ανατροπή– το πρόσωπο του αλαφροΐσκιωτου εισβάλλει απ’ το πουθενά. Ακούγεται μια φωνή, η γνωστή παράξενη φωνή που προκαλεί τις στιχομυθίες και στα δημοτικά τραγούδια καλεί τον αλαφροΐσκιωτο να περιγράψει ό,τι είδε, στο ίδιο αυτό τοπίο, την προηγούμενη νύχτα, κι εκείνος αμέσως το παρουσιάζει μπροστά μας – μια εξίσου ασαφής ύλη, νυχτερινή αυτήν τη φορά, φτιαγμένη από φεγγάρι και πνοή θαλασσινή, χωρίς τίποτα το στέρεο, το χοϊκό, όπου εμφανίζεται ένα πλάσμα με φύλο συγκεκριμένο. Μια κορασιά, που λες κι έρχεται να συμπληρώσει την αρχική εικόνα, αναιρώντας την τυπικότητά της, καθώς ανάμεσα στα δυο αγγελικά πρόσωπα, του Έρωτα και του Απρίλη, βρίσκει τη θέση της, ορατή μόνο τη νύχτα, στο φως της σελήνης, αυτή η Θεά, η Νεράιδα, η Άνοιξη– σαν Πλατυτέρα με δύο φρουρούς παραστάτες.

«Όλο το ποίημα καμωμένο από σχεδόν ασυνάρτητες φράσεις που μεταφέρουν χαώδεις αισθήσεις νερού, ευωδιάς, αηδονιών – όλα να στροβιλίζονται σε δίνη».

Διαβάζοντας το απόσπασμα νιώθεις ότι ακούς ήχους από πρωτάκουστες λέξεις κι ότι βλέπεις δυνατές εικόνες. Κι όμως, εκτός από τις λέξεις ανάκουστος, λιποθυμισμένος, άγνωρον και ευωδίσει, οι υπόλοιπες λέξεις είναι εντελώς, μα εντελώς κοινές – ενώ καθαρή εικόνα δεν υπάρχει πουθενά. Όλο το ποίημα καμωμένο από σχεδόν ασυνάρτητες φράσεις που μεταφέρουν χαώδεις αισθήσεις νερού, ευωδιάς, αηδονιών – όλα να στροβιλίζονται σε δίνη. Λεκτικός πολτός συμπιεσμένος ανάμεσα σε δύο ρομαντικές ενσαρκώσεις Ιδεών (του Έρωτα και του Απρίλη, από τη μία, της Κόρης, από την άλλη). Κι όμως, παντού μια εντύπωση τελειότητας, πλαστικότητας – όραμα οικουμενικό.

Ο Διονύσιος Σολωμός εμπνεύστηκε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» από τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, που κατέληξε στη Μεγάλη Έξοδο και την άλωση της πόλης. (Giuseppe Pietro Mazzola, «Ibrahim attacks Messolonghi»).

Αν, τέλος, αποσπάσουμε το θραύσμα από το γενικό ημιτελές σύνολο των Πολιορκημένων και το θεωρήσουμε αυθύπαρκτη λυρική μονάδα, ο τίτλος «Ο Πειρασμός» που δεν δικαιώνεται από καμιά σχετική αναφορά μέσα στο κείμενο, αντίθετα βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από αυτό, προσδίδει μια απροσδόκητη ιδιότητα στο όραμα της ανοιξιάτικης φύσης, υπονοώντας ότι αυτή η αθώα, αγιασμένη ομορφιά μπορεί να λειτουργεί και σαν δαιμονική πρόκληση. Τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποιητική μορφή εξαγγελτική του μοντέρνου.

 

// Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Στρατή Πασχάλη «Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς». Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017.

 

Ακούστε: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι: Σχεδίασμα Γ΄ – «Ο Πειρασμός».

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τον Διονύσιο Σολωμό.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top