«Η “Μεταμόρφωση” του Κάφκα έπεσε μέσα μου με την κρουστική δύναμη ενός βράχου, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους μου σε σημαντικό βαθμό. Τότε ήταν που έκανα την πρώτη μου επανάσταση».

Μας τις έφερνε η ζέστη. Όχι το πρωί· το αναμμένο κερί του ήλιου τούς ζέσταινε τις κοιλιές, τις κοίμιζε, τις αφόπλιζε. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η ηφαιστειακή ζέστη του καλοκαιριού έθρεφε τα φτερά τους. Τα βράδια έβγαιναν από παντού. Από λούκια, από το μπαλκόνι, από τα σιφόνια, εκεί που δεν το περίμενες. Στη μακρά σιωπή της νύχτας, αν έτεινες το αυτί σου με προσοχή, θα άκουσες τον βόμβο που έκαναν τα φτερά τους. Τις περισσότερες φορές το καταλαβαίναμε από τα ουρλιαχτά της αδελφής μου «κατσαρίδακατσαριδακατσαρίδα» – μια μακρόσυρτη υλακή που έφτιαχνε μια ατέρμονη αλυσίδα από βλαττοειδή ζωΰφια. Μπροστά ο πατέρας μου, πίσω εγώ, οι άνδρες της οικογένειας, αναλαμβάναμε, με κρυμμένη σιχασιά φυσικά, το έργο της εξολόθρευσης· όχι πάντα με επιτυχία. Συνέχισαν να έρχονται από παντού.

Ώσπου, εκεί γύρω στα 16 μου, ένα βιβλίο έγινε η αιτία να καταπέσει σαν χάρτινος πύργος το οχυρό της ανδροπρέπειάς μου, έτσι όπως εκφραζόταν όταν ασκούσα, ερασιτεχνικά και με συστολή, το λειτούργημα του «καθαριστή» των κατσαρίδων: ήταν η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα. Στην πρώτη εκδοχή που το διάβασα –ακολούθησαν πολλές άλλες– ο Γκρέγκορ Σάμσα είχε μεταμορφωθεί σε μαμούνα κι αλλού σε γιγάντια κατσαρίδα· σίγουρα, πάντως, σε ένα απεχθές έντομο που σέρνεται, δεν φέρει τίποτα το πλουμιστό και ευχάριστο στην όψη ή την αφή, και προφανώς είναι αποτέλεσμα ενός θανάσιμου εφιάλτη.

«Κι αν κάποια από αυτές τις κατσαρίδες ήταν ο φτωχός Γκρέγκορ;». (Franco Matticchio, «Metamorphosis»)

Το βιβλίο το κατάπια αυτοστιγμεί. Νύχτα το ξεκίνησα και νύχτα το τελείωσα. Έπεσε μέσα μου με την κρουστική δύναμη ενός βράχου, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους μου σε σημαντικό βαθμό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και τα κατοπινά χρόνια, που αποφάσισα να το ξαναδιαβάσω. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, αρκετές δεκαετίες μετά την πρώτη ανακάλυψη, που φυλλομετρώ τις σελίδες της «Μεταμόρφωσης» και στέκομαι τυχαία σε κάποιες παραγράφους, προσπαθώντας να ανακαλέσω το πρώτο εκείνο ρίγος, το τόσο ομιχλώδες και δριμύ, που με είχε κυριεύσει όταν πρωτομπήκα στον περίκλειστο κόσμο του Γκρέγκορ Σάμσα.

«Δεν ήξερα ακόμη το τραγούδι της Ζαν Μορώ στον “Καβγατζή”: “Κάθε άνδρας σκοτώνει αυτό που αγαπά”».

Τότε ήταν που έκανα την πρώτη μου επανάσταση. Στα μάτια του πατέρα μου, όμως, φαινόταν πως η κατηγορία που με βάραινε ήταν αυτή της αποστασίας. Κάθε φορά που η αδελφή μου φώναζε το στριγγό μακρινάρι της «κατσαρίδακατσαριδακατσαρίδα», εγώ στεκόμουν ακίνητος, δεν έκανα καμία κίνηση να συνδράμω τον πατέρα μου. Γύριζε, με κοίταζε, σχεδόν με κάρφωνε, και με κατηγορούσε που τον άφηνα μόνο στο πεδίο της μάχης. Κι αν κάποια από αυτές τις κατσαρίδες ήταν ο φτωχός Γκρέγκορ; Τότε δεν ήξερα το τραγούδι της Ζαν Μορώ στον «Καβγατζή»: «Κάθε άνδρας σκοτώνει αυτό που αγαπά». Πίστευα το αντίθετο. Σήμερα έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο Γκρέγκορ έχει γίνει κάτι άλλο, κάτι ολότελα διαφορετικό. Πλέον, όταν οι κατσαρίδες εμφανίζονται στο σπίτι το καλοκαίρι, τις κυνηγάω σαν τον «Απολυμαντή» του Μπάροουζ.

Κάθε άνδρας είναι ο οίκτος που δεν έκρυψε. Γκρέγκορ, αν ήσουν εσύ η κατσαρίδα που σκότωσα προχθές σου ζητάω συγγνώμη κι ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.

 

//Το τελευταίο βιβλίο του Διονύση Μαρίνου, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ», κυκλοφόρησε τον Ιούνιο από τις εκδόσεις Μελάνι. Κάθε Παρασκευή 6-8 μ.μ. παρουσιάζει στο Amagi Radio την εκπομπή «Τα παιδιά του Μπόρχες».

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τον Κάφκα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top