Mεταξύ 1950 και 1965, εμφανίζεται σε καμιά 30αριά απολύτως εγγλέζικες κωμωδίες, όπου φιγουράρει ένας ζεν πρεμιέ εξαιρετικά λεπταίσθητος (dirkbogarde.co.uk).

Καλλονός, very British, αταξινόμητος, γοητευτικά πληγωμένος, αυτοκρατορικός, ο Ντερκ Μπόγκαρντ υπήρξε πάνω απ’ όλα ένας πρίγκιπας του βρετανικού σινεμά, ένας βασιλιάς της στυλάτης συγκίνησης, ένας Τζέιμς Ντιν που οδηγούσε αργά και που, ξάφνου, κατέληξε να ζει επί τέσσερα τα 20 χρόνια.

Αυτός ο κρεμανταλάς «Daddy», με τους τρόπους αξιωματικού των Ινδιών, αποτυπώθηκε για τελευταία φορά στις οθόνες από την κάμερα του Μπερτράν Ταβερνιέ (Daddy Nostalgia, 1990). Τα πρώτα του βήματα, τα έκανε ως βοηθός (έφερνε τους καφέδες και τα σάντουιτς, καθάριζε τις τουαλέτες) και υποβολέας σ’ ένα μικρό θέατρο του Λονδίνου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Derek Van den Bogaerde. Γεννήθηκε το 1921. Ο πατέρας του ήταν σχεδιαστής και δημοσιογράφος στους Times, φλαμανδικής καταγωγής. Η μητέρα του ηθοποιός, με ισπανο-σκοτζέζικες ρίζες. Από τον πόλεμο, επέστρεψε με 7 παράσημα καρφιτσωμένα στο στήθος.

Η ανακάλυψη του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν τον σημάδεψε εφ’ όρου ζωής. H βλάσφημη ερμηνεία του στον Θυρωρό της Νύχτας της Λιλιάνα Καβάνι, αντλεί καταφανώς από τις αναμνήσεις του για το ναζιστικό σαδισμό και τον απόλυτο τρόμο – από τα οποία θα προσπαθήσει να διατηρήσει ώς το τέλος μια ειρωνική αποστασιοποίηση.

Mεταξύ 1950 και 1965, εμφανίζεται σε καμιά 30αριά απολύτως εγγλέζικες κωμωδίες, όπου φιγουράρει ένας ζεν πρεμιέ εξαιρετικά λεπταίσθητος, εξαιρετικά όμορφος, ήδη διφορούμενος, κάτι μεταξύ Αλέν Ντελόν και Ζαν Μαραί. «Δεν ήθελα να γίνω μια Αγγλίδα Λορέτα Γιανγκ», θα πει αργότερα με το φλεγματικό του χιούμορ, για να εξηγήσει τους αμφίσημους και προκλητικούς ρόλους που επέλεγε να παίξει.

Η ανακάλυψη του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν τον σημάδεψε εφ’ όρου ζωής (Credits: ΒΒC).

Ανάμεσά τους, Ο Υπηρέτης, η πρώτη του συνεργασία με τον Τζόζεφ Λόζι, σαδομαζοχιστική εμπειρία για ένα σοκαρισμένο μικροαστικό κοινό, άρωμα σκανδάλου, σε σενάριο του νεαρού ακόμα Χάρολντ Πίντερ. Ο Υπηρέτης θα ήταν ο ρόλος της ζωής του αν ο Μπόγκαρντ δεν είχε πρωταγωνιστήσει, επτά χρόνια αργότερα, στο Θάνατος στη Βενετία του Λουκίνο Βισκόντι (1971). Την πιο παράδοξη ταινία του, θεσπέσια και αγαθή ταυτόχρονα, πομπώδη και ακριβή, καταπληκτικός ομοφυλοφιλικός διάπλους μιας υδάτινης πολιτείας υπό βροχή.

Μόνον η ιδιοφυΐα του Μπόγκαρντ, καταπονημένου, εύθραυστου, τρεμάμενου, εγκλωβισμένου, μπορεί να δώσει υπόσταση σ’ έναν ήρωα όπως αυτός του αξεπέραστου Θανάτου στη Βενετία.

Ομοφυλόφιλος ο Μπόγκαρντ ήταν, θα είναι και θα τον ενσαρκώνει. Υποδεχόμενος τους δημοσιογράφους στο Παρίσι το 1983, για την παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου του Voices in the garden, θα εκπλήξει μ’ ένα αδιανόητο μείγμα αξιοπρέπειας και χυδαιότητας, περνώντας μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου από τους αριστοκρατικούς τρόπους στις σκατολογικές πλάκες, εν είδει αλλοτινού Όσκαρ Ουάιλντ.

Καλλονός, very British, αταξινόμητος, γοητευτικά πληγωμένος, αυτοκρατορικός (dirkbogarde.co.uk).

Λόζι, Βισκόντι, Ρενέ, Φασμπίντερ. Τέσσερις καλλιγραφικές υπογραφές κάτω από το πιστοποιητικό θανάτου του. Αφήνοντας στην άκρη την Ιουστίνη, τη μέτρια μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντάρελ από τον Κιούκορ. Τέσσερις Λόζι άλφα ποιότητας: Ο Υπηρέτης, King and Country, Modesty Blaise και, κυρίως, Το Ατύχημα (1967), ένα μπουρλότο πριν από το Μάη, αναμφίβολα το αριστούργημά του, παρανοϊκό πανεπιστημιακό ερωτικό μελόδραμα, βρετανικό όσο δεν παίρνει.

Ακόμα: Συναρπαστικός, αμετάκλητος στους Καταραμένους του Βισκόντι (1969), φιλολογικός στο Providence του Ρενέ (1976), ναμποκοφικός στην Απόγνωση του Φασμπίντερ (1977). Τρεις ταινίες γλυκάκια λιγωτικά, εσκεμμένα μεγαλόστομα, όπου ο Ντερκ περιφέρεται κοστούμι ατσαλάκωτο, φωνή υποβλητική, σιγανή, βελούδινη (affectee, sοurnoise, πολύ ωραιότερη από του Χορν) αποφασισμένος να επιδαψιλεύσει στους κινηματογραφόφιλους κάποια αλησμόνητα σουβενίρ.

Στη μνήμη, όμως, το καράβι που δένει τελικά είναι Ο θάνατος στη Βενετία. Εκεί όπου το μαγικό σκηνικό σιγά-σιγά σβήνεται, χάνεται στην ομίχλη. Ο άνδρας πανικοβάλλεται καθώς γερνάει, καταλαβαίνει ότι είναι θνητός, ότι πεθαίνει. Οι «διανοούμενοι» γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ο Γκούσταβ Μάλερ, ένας εύθραυστος σωσίας, μια κινηματογραφική σκιά, ένα τρυφερό βαμπίρ.

Στην ταινία «Θάνατος στη Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι (youtube).

Οι υπόλοιποι μυξοκλαίνε μπροστά στον πόθο αυτού του ηλικιωμένου νέου άντρα που ανακαλύπτει τον έρωτα όταν πια είναι πολύ αργά, που κυριεύεται από την εικόνα ενός Ιταλο-Σουηδού εφήβου, από τη θέα των εξαίσιων οπισθίων του και των ελαφίσιων ματιών του, πυρπολώντας τα όνειρά του. Πώς να φέρει βόλτα τόση ομορφιά; Το φύλο δεν έχει σημασία.

Μόνον η ιδιοφυΐα του Μπόγκαρντ, καταπονημένου, εύθραυστου, τρεμάμενου, εγκλωβισμένου, βασανισμένου, μπορεί να δώσει υπόσταση σ’ έναν τόσο μπρεχτικό ήρωα, απηυδισμένο, ρεαλιστή και συναισθηματικό. Έναν Υπηρέτη στον οποίο οφείλουμε τόσα και τόσα. Κάποιον που ήθελε να γεράσει μπροστά στην κάμερα προτού πάψει να είναι νέος. Ήταν η 11η Μαΐου του 1999.

 

Διαβάστε ακόμα: Ζαν Ρενό – Μεταξύ πιτ-μπουλ και Αγίου Βερνάρδου.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top