«Ξαφνικά ένα δελφίνι φάνηκε στο βάθος. / – Το θέλω, μου είπε. / – Μα θα απομακρυνθούμε πολύ, της απάντησα». (Cecilia Luvecce, «Woman with dolphin» / «Femme au dauphin», 2008)

Άννα Αφεντουλίδου, «Μικρή ιστορία με δελφίνι»

Βγήκα να κολυμπήσω με τη νεαρή μου φίλη κοντά στην ακτή
της διπλανής μας πόλης. Ο ήλιος μόλις που κατάφερνε να ξε-
κλέψει λίγο χώρο σ’ εκείνον τον πυκνό ουρανό. Η θάλασσα
νερό πινέλων. Μόνο τα ξανθά μαλλιά της φίλης μου φώτιζαν
κάπως το τοπίο.
Ξαφνικά ένα δελφίνι φάνηκε στο βάθος.
– Το θέλω, μου είπε.
– Μα θα απομακρυνθούμε πολύ, της απάντησα.
– Αν δε χάσουμε τη θέα της ακτής, πώς θα ανακαλύψουμε μια
νέα γη; μου αντέτεινε με σκληρότητα μιμούμενη τη φωνή μου.
Αναστέναξα. Ποτέ δεν πρέπει να τους λες πολλά, σκέφτηκα.
Έφυγε κολυμπώντας με την άνεση και την αλαζονεία των λιγο-
στών της χρόνων.

 

Ύστερα από λίγο την είδα με το μικρό της στήθος κολλημένο
στη ράχη του δελφινιού να πετάγεται μαζί του έξω από το νερό
λαμπυρίζοντας. Στο δεύτερό του άλμα το δελφίνι την πέταξε από
πάνω του με δύναμη σπρώχνοντάς την στο κατέβασμα με το ρύγ-
χος του ως το βυθό.
Το ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε.
Περίμενα ώσπου να νυχτώσει.
Βγήκα με κόπο στην προβλήτα, μάζεψα τα πράγματά της και άνοι-
ξα το κινητό να φωτίσω για λίγο το χώρο. Προχώρησα αγωνιώντας
αν ο πρώτος που θα συναντούσα θα ήταν άντρας ή γυναίκα. Ευτυχώς
ήταν μια ηλικιωμένη. Την ρώτησα για το κοντινότερο κατάστημα.
Ψωνίζοντας ακολούθησα τις συμβουλές της πρώην φίλης μου κι ας
αντιβαίνουν στις αισθητικές επιλογές μου. Κατάμαυρο φόρεμα με
γυμνούς τους ώμους και λεπτά σφιγμένη τη μέση. Τα μαλλιά μου
πέφτουν κοκκινωπά στην ηλιοκαμένη μου πλάτη. Στρογγυλό το στή-
θος ασφυκτιά στο στενό ύφασμα. Τα καστανά μου μάτια, ελαφρώς
πιο σκούρα, συνηθίζουν πλέον στο βάρβαρο φως. Η ουρά μου, εξα-
φανισμένη, έδωσε τη θέση της σε δυο μακριά λεπτά πόδια. Ψηλοτά-
κουνα πέδιλα λοιπόν, αραχνοΰφαντα γάντια και αέρινο μαντίλι στον
εύθραυστο λαιμό.

 

Βγήκα να περπατήσω στο στενό πεζοδρόμιο της καινούργιας μου πόλης.
Βουερές βιτρίνες, άναρχοι δρόμοι, παραγεμισμένοι κάδοι. Χαμήλωσα
τα βαριά μου βλέφαρα παρατηρώντας με προσοχή τα βήματά μου.
– Όλο και κάποιον μεγαλομανή φανφαρόνο θα βρω κι εγώ να ζευγαρώσω, μουρμούρισα μιμούμενη τη φωνή της.
Στήθηκα στη γωνία ανασηκώνοντας κάπως δειλά αλλά σίγουρα χαριτωμέ-
να το ένα μου πόδι, για να το στηρίξω ανάλαφρα στον τοίχο –όπου ακου-
μπούσα ήδη την πλάτη μου– λυγίζοντας κομψά το γόνατο.
Η αίσθηση της γάμπας που άγγιξε φευγαλέα το μηρό με ξάφνιασε ευχάρι-
στα.
Ίσως και να μου αρέσει τελικά η ζωή στην πόλη, σκέφτηκα και ζήτησα προ-
κλητικά από έναν νεαρό φωτιά να ανάψω το πρώτο μου τσιγάρο.

 

(Από τη συλλογή «Ιστορίες εικονικής ισορροπίας», εκδ. Γαβριηλίδης, 2013)

 

Σημ.: Οι ποιητές παρατίθενται κατά ηλικιακή σειρά.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Σκαμπαρδώνης – «Πάρε το τρανζίστορ στη βάρκα».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top