Χωρίς αμφιβολία, ξεχωριστή μορφή (AP).

Πανύψηλος, αβρός, με το βιμπράτο της φωνής του να εντυπώνεται αμέσως στο νου και το βλέμμα του να δημιουργεί περίεργους σπινθήρες. Καίτοι δεν υπήρξε ποτέ -ούτε καν στα νιάτα του- η κλασική περίπτωση του ευειδούς (ω, είναι άλλη η μοίρα των ζεν πρεμιέ), ο Ντόναλντ Σάδερλαντ υπήρξε η επιτομή του ανδρός με προσωπικό στιλ.

Εύκολα μπορείς να τον μπερδέψεις με Βρετανό, από εκείνους της παλαιάς κοπής που έχουν οξυμένο φλέγμα, βιτριολικό χιούμορ, λεπταίσθητες εκφάνσεις ύφους και μια μενταλιτέ που προσιδιάζει στον δανδισμό. Κι όμως, ο Ντόναλντ γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1935 (σήμερα κλείνει τα 85 του) στο Σεντ Τζον του Καναδά.

Πάνω από έξι δεκαετίες έχει μεσουρανήσει σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. Η φιγούρα του ήταν πάντα ευδιάκριτη, τα γένια του έγραφα στο γυαλί, τα μάτια του διαπερνούσαν την κάμερα και παρά το γεγονός ότι το σώμα του και η κινησιολογία του θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε έναν άφευκτο μανιερισμό, αυτός κατάφερε να φτιάχνει τους ρόλους του από διαφορετικά εκμαγεία.

Με τον εκλεκτό Σον Κόνερι.

Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κάνοντας τηλεόραση (κάτι τόσο προφανές εκείνα τα χρόνια). Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε με ταινίες που δεν θα το περίμενε κανείς: με αυθεντικό τρόμο! Η συνάντησή του με τον Κρίστοφερ Λη αποδείχθηκε καλλιτεχνικά δημιουργική. Κάπως έτσι μετέχει στις ταινίες «The Castle of the Living Dead» και στο εξαιρετικό «Dr. Terror’s House of Horrors».

Στο «M.A.S.H.» του Ρόμπερτ Όλτμαν θα απογειωθεί το ταλέντο του.

Επιστρέφει στην τηλεόραση έως τη στιγμή που θα πέσει στο δρόμο του το «Dirty Dozen» του Όλντριτς. Οχι, δεν υπήρξε πρώτο όνομα στη συγκεκριμένη ταινία, αλλά ήταν η πόρτα για να του επιτρέψει να εισέλθει στην κεντρική «σάλα». Από την οποία, φυσικά, δεν ξαναβγήκε έκτοτε.

Δεν τον λες αδιάφορο με τίποτα…

Ακολουθεί η ταινία του Κεν Ράσελ «Billion Dollar Brain» του Κεν Ράσελ, για να απογειωθεί τη δεκαετία του ’70 με το εκκεντρικό -πλην θαυμαστό- «M.A.S.H.» του Ρόμπερτ Όλτμαν. Εκεί ο Σάδερλαντ μεγαλουργεί. Καταφέρνει να ταιριάζει το υπερμέγεθες του όγκου του με λεπταίσθητα αστεία που γαργαλούν το χιούμορ κάθε έξυπνου θεατή. Ο Σάδερλαντ αποδεικνύει σε όλους μας ότι το παίξιμό του είναι εντελώς προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό, δεν ακολουθεί νόρμες. Γίνεται ένας ευγενής «outsider» της βιομηχανίας του θεάματος. Οικείος, αλλά όχι και τόσο κοντινός. Σαν να κρατάει τις αποστάσεις και να δίνεται στο φακό και τον θεατή όσο πρέπει.

Από το «M.A.S.H.» κι ύστερα οι προτάσεις πέφτουν βροχηδόν. Κάνει και κολεγιά με τον Κλιντ Ιστγουντ στο «Kelly’s Heroes» και φυσικά το όνομά του γίνεται ακόμη πιο γνωστό. Στην ταινία «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του» ξεδιπλώνει όλη την γκάμα του ταλέντου του, στο «Klute» του Άλαν Πάκουλα θριαμβεύει.

Πρόκειται για κλασική περίπτωση sui generis. Κάτι σαν ωραίος, αλλά με διαφορετικά υλικά.

Οι σκηνοθέτες αρχίζουν να τον επιλέγουν, το πανί να τον εξυψώνει, οι γυναίκες να τον κοιτάζουν με μανία. Όμορφος; Είπαμε, δεν υπήρξε ποτέ. Πρόκειται για κλασική περίπτωση sui generis. Κάτι σαν ωραίος, αλλά με διαφορετικά υλικά. Ένας κόντρα ρόλος έχει γραφτεί στο πρόσωπό του κι αυτό τον κάνει θελκτικό. Ειδικά στα 70’s που τα πρότυπα ήταν διαφορετικά. Στιβαρός, αλλά όχι macho. Ευγενής, αλλά όχι πλαδαρός. Ακέραιος, αλλά όχι άκαμπτος.

Ακολουθούν ταινίες όπως το κλασικό «Don’t Look Now» του Νίκολας Ρεγκ, το «Day of the Locust» του Σλέσιντζερ, για να έρθει το ’76 όπου ο μέγιστος Φεντερίκο Φελίνι βλέπει στον Σάδερλαντ τον ιδανικό «Καζανόβα». Το αποτέλεσμα; Ολότελα φελινικό. Ο Σάδερλαντ θα εμφανιστεί ως ένας τραγικός και συνάμα αλλόκοτος χαρακτήρας. Με την μάνητα στο μάτι και τη διαστροφή στο βλέμμα.

Στο «M.A.S.H.» του Ρόμπερτ Ολτμαν.

Το ’76 επίσης θα συνεργαστεί με τον επίσης ιταλό σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο επικό «1900» δίνοντάς του έναν ρόλο που άλλος ηθοποιός θα τον αντιμετώπιζε ως ανυπέρβλητο βουνό. Και ο Σάδερλαντ παιδεύτηκε, αλλά είχε τα κότσια να μην «καεί».

Το ’78 παίζει στο «Great Train Robbery» του Κράιτον παρέα με τον Σον Κόνερι και στο «Invasion of the Body Snatchers» του Κάουφμαν. Το ’80 θα μπορούσε να έχει σαρώσει τα βραβεία με την παρουσία του στους «Συνηθισμένους Ανθρώπους» του Ρέντφορντ, αλλά έπεσε πάνω στον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο. Να τον επηρέασε αυτό; Να είδε τα χρόνια να βαραίνουν πρόωρα πάνω του;

Ο Σάδερλαντ έχει μείνει στο θυμικό μας για την αριστοκρατική του παρουσία, αλλά σίγουρα δίχως ίχνος σοβαροφάνειας.

Ως Φελινικός Καζανόβας.

Τα επόμενα χρόνια αρχίζει να χάνει μέρος της λάμψης του και να γίνεται αυτό που δεν ήθελε, ένας καρατερίστας σε ταινίες όχι πάντα υψηλών προδιαγραφών. Ακόμη κι έτσι, όμως, του ταλέντο του διαλάμπει. Δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά ο Σάδερλαντ ήταν ένας από τους υποψήφιους για να ενσαρκώσει τον περιβόητο Χάνιμπαλ Λέκτερ (βλ. Σιωπή των Αμνών). Και πάλι, όμως, έχασε στο νήμα από τον αξεπέραστο Άντονι Χόπκινς.

Hταν υποψήφιος οκτώ φορές στα Golden Globe Awards κερδίζοντας δύο φορές για την παρουσία στην τηλεοπτική σειρά «Citizen X» (1995) και «Path to War» (2002) που του έδωσε και το βραβείο Primetime Emmy Award. Εχει βάλει το Βραβείο της Καναδικής Ακαδημίας για την ταινία «Threshold» (1981), ενώ το 2017 πήρε με το σπαθί του το Βραβείο «Academy Honorary Award» για το σύνολο της παρουσίας του στον κινηματογράφο.

Ο Σάδερλαντ έχει μείνει στο θυμικό μας για την αριστοκρατική του παρουσία, αλλά σίγουρα δίχως ίχνος σοβαροφάνειας. Θα έλεγε κανείς πως ο Ντόναλντ ήταν συχνάκις το «τρολ» του εαυτού του. Ένας τίμιος υπηρέτης των σκηνοθετών που δεν έβαλε ποτέ τον εαυτό του πάνω από τον ρόλο. Ισως γι’ αυτό οι ρόλοι του έγραψαν κι εκείνος δεν χάθηκε.

 

Διαβάστε ακόμα: Μισέλ Πικολί – o ευγενής «γίγαντας» του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top