Η Ορχήστρα του Θεάτρου Μαρίινσκυ στο ανακαινισμένο Kulturpalast. (Φωτογραφίες: Oliver Killig)

Η Δρέσδη είναι ένας εξαιρετικά δημοφιλής και ευχάριστος ταξιδιωτικός προορισμός στο εσωτερικό της Γερμανίας, και μια πόλη που εδώ και αιώνες κατέχει εξέχουσα θέση στον ευρωπαϊκό μουσικό χάρτη. Χάινριχ Συτζ, Γιαν Ντίσμας Τσέλενκα, Γιόχαν Άντολφ Χάσσε, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, Ρόμπερτ Σούμαν, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Ρίχαρντ Στράους, είναι μερικοί μόνο από τους μεγάλους συνθέτες που συνδέθηκαν με τους μουσικούς της θεσμούς. Παρά τον καταστροφικό βομβαρδισμό του 1945 και τη σχετική απομόνωση κατά την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας, η «Φλωρεντία του Έλβα» διατήρησε υψηλό το μουσικό φρόνημα. Το 1977 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την αποκατάσταση της ιστορικής όπερας του Γκόντφριτ Σέμπερ, και το 1978 ξεκίνησε το ετήσιο Μουσικό Φεστιβάλ, του οποίου φέτος παρακολουθήσαμε την εορταστική επετειακή τεσσαρακοστή έναρξη.

Από την πρώτη χρονιά καθιερώθηκε το Φεστιβάλ να έχει έναν θεματικό άξονα, και φέτος που συνέπεσε με την μεγάλη επέτειο των 500 ετών από τη Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (η Σαξωνία υπήρξε προπύργιο του λουθηρανισμού), το θέμα που επέλεξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής και διακεκριμένος βιολοντσελίστας Γιαν Φόγκλερ ήταν το «Φως», σύμβολο διαφωτισμού, ζωής και ελευθερίας. Από τις 18 Μαΐου ως τις 18 Ιουνίου 2017, 59 εκδηλώσεις σε 22 διαφορετικούς χώρους της ιστορικής πόλης φιλοξενούν πρωτοεμφανιζόμενους και καθιερωμένους καλλιτέχνες σε όλα τα είδη της κλασικής μουσικής, αλλά και μερικές εναλλακτικές εκδηλώσεις, όπως ο κωμικός Μπιλ Μάρεϊ. Βασικός φορέας πολλών εκδηλώσεων είναι η Ορχήστρα Φεστιβάλ Δρέσδης που ιδρύθηκε το 2012 και συνενώνει στους κόλπους της ειδήμονες της παλαιάς μουσικής από όλη την Ευρώπη.

Από όλον αυτόν τον πλούτο είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε συναυλίες των τριών πρώτων ημερών, αρχής γενομένης από την επίσημη έναρξη στην αποκατεστημένη Όπερα Σέμπερ, την Πέμπτη 18 Μαΐου 2017. Την έναρξη χαιρέτισαν ο Δήμαρχος Ντιρκ Χίλμπερτ και ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Χορστ Κέλλερ, που μίλησαν ο πρώτος για την διαχρονική αξία του Φεστιβάλ, ο δεύτερος για την ενοποιητική δύναμη της μουσικής μεταξύ των λαών και των ανθρώπων· ειδικότερα μάλιστα αναφέρθηκε στην «Επανάσταση του 1989», όπως έχει καθιερωθεί στη Γερμανία να αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση του τείχους, εξάροντας το γεγονός ότι ήταν οι ίδιοι οι ανατολικογερμανοί πολίτες οι πρωταγωνιστές της κίνησης που οδήγησε στο να αλλάξει ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης.

Η Ανν-Σόφι Μούτερ τελειώνει το Κοντσέρτο του Μπρουχ.

Οι λόγοι όμως έδωσαν γρήγορα τη σκυτάλη στη μουσική και συγκεκριμένα στην Ορχήστρα Φιλαρμόνια της Ζυρἰχης υπό τη διεύθυνση του Φάμπιο Λουίζι – τον είχαμε ακούσει τον Ιανουάριο να συνοδεύει τον Λεωνίδα Καβάκο στο βραβείο Σόννινγκ στην Κοπεγχάγη, και την λαμπερή σολίστ της βραδιάς, βιολονίστα Ανν-Σοφί Μούτερ, που κατά σύμπτωση επίσης συμπληρώνει φέτος 40 χρόνια σταδιοδρομίας, από την πρώτη της εμφάνιση ως παιδί θαύμα με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, σε ηλικία δεκατριών ετών.

Το πρώτο έργο ήταν η «Νοσταλγία» για βιολί και έγχορδα του Ιάπωνα συνθέτη Τόρου Τακεμίτσου (1930-1996), έργο του 1987, εμπνευσμένο από την ομώνυμη ταινία του Αντρέι Ταρκόσφκι και αφιερωμένο στη μνήμη του. Τα έγχορδα της Ζυρίχης έπαιξαν με έναν εξαιρετικό, ευγενή ήχο, ενώ η Ανν-Σοφί Μούτερ αναδείχθηκε ως μια ξεχωριστή, πιο δυναμική και αυτόνομη φωνή, δίνοντας στο σύνολο μια ενδιαφέρουσα, κοντσερτάντε προσέγγιση, οδηγώντας χωρίς ουσιαστική μεταβολή κλίματος στο δεύτερο έργο της βραδιάς, το ρομαντικό 1ο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μαξ Μπρουχ. Η σολίστ «επιτέθηκε» στο πρώτο μέρος του κοντσέρτου με σαφή και καθαρό ήχο, αλλά και μια τελειοθηρική αυστηρότητα που δίνει στην ερμηνεία της τη δική της, προσωπική διάσταση.


Διαβάστε ακόμα: Θεόδωρος Κουρεντζής – «Ο πειραματισμός με απελευθερώνει ως άνθρωπο»


Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το δεύτερο, αργό μέρος, όπου ο αρχιμουσικός έκανε κατά κάποιο τρόπο πρωταγωνιστή την ορχήστρα· επέβαλε έναν ωραίο, βατό ρυθμό, και ανέδειξε όλα τα διαφορετικά ηχοχρώματα των ομάδων της ορχήστρας του, δίνοντας έτσι στο μέρος μια σπάνια, καλειδοσκοπική ποιότητα. Ως ανκόρ η Μούτερ έπαιξε ένα απόσπασμα Μπαχ, σε μια μεστή, ώριμη ερμηνεία με απόλυτο έλεγχο και συγκέντρωση.

H Εύα-Μαρία Βέστμπροεκ ως πραγματική Βρουγχίλδη, ενώ ο Βαλέρυ Γκέργκιεφ οδηγεί την ορχήστρα του σε ένα επικό βγακνερικό μύθο.

Στο δεύτερο μέρος ακούσαμε την Τέταρτη συμφωνία του Γιοχάνες Μπραμς. Ένα μάλλον διστακτικό πρώτο μέρος εξελίχθηκε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα, δυναμική και αναλυτική ερμηνεία, όχι ιδιαίτερα ρομαντική, με το τέταρτο μέρος να ακολουθεί το τρίτο χωρίς διακοπή. Προτιμώντας και εδώ να αναδείξει περισσότερο τα διαφορετικά ηχοχρώματα παρά να ομογενοποιήσει τον ήχο, ο αρχιμουσικός έριξε άπλετο φως σε όλες τις ρυθμικές και θεματικές ομορφιές του μουσικού κειμένου, δείχνοντας όμως και μια διαρκή αμφιταλάντευση ανάμεσα στο εκφραστικό πάθος και την συναισθηματική αυτοσυγκράτηση.

Σε έναν άλλο χώρο, σε ένα άλλο κλίμα, ακούσαμε την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 19 Μαϊου, την Ορχήστρα του Θεάτρου Μαρίινσκυ υπό τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή της, Βαλέρυ Γκέργκιεφ να ερμηνεύει έργα Σοστάκοβιτς και Βάγκνερ στην ανακαινισμένη αίθουσα συναυλιών του Kulturpalast, κυριολεκτικά Μέγαρο Πολιτισμού. Το «Κούλτι» είναι ένα κτίριο της δεκαετίας του ‘60 συνυφασμένο με την πολιτιστική ζωή της πόλης για αρκετές δεκαετίες. Έχει αίθουσα συναυλιών, βιβλιοθήκη, και, στο υπόγειο, καμπαρέ! Χαρακτηριστική είναι η σοσιαλιστικής θεματολογίας εσωτερική ζωφόρος, που παραμένει ορατή μέσα από την εμβληματική γυάλινη πρόσοψη – κάπως σαν πρόδρομος του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Η αίθουσα συναυλιών ανακατασκευάστηκε πλήρως για να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες απαιτήσεις και να προσφέρει στους περίπου 1800 ακροατές μια ακουστική ανταγωνιστική προς οποιαδήποτε νέα αίθουσα. Τα επίσημα εγκαίνια είχαν γίνει στις 30 Απριλίου, αλλά αυτή ήταν η πρώτη βραδιά στο πλαίσια των κανονικών συναυλιών του Φεστιβάλ.

Σε αυτήν την ιδανική αίθουσα ακούσαμε από τους Ρώσους μουσικούς ερμηνείες που κινούνταν πραγματικά στη σφαίρα της τελειότητας. Στο πρώτο μέρος δόθηκε η 5η συμφωνία του Σοστάκοβιτς. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτή την ερμηνεία. Την απόλυτη τεχνική επάρκεια, τον υπέροχο ήχο της ορχήστρας, θερμός, φωτεινός, και ζεστός ταυτόχρονα. Το απόλυτο δέσιμο και την ισορροπία των φωνών. Την ικανότητα να αναδεικνύονται ευκρινώς τα νοήματα της παρτιτούρας χωρίς να λείπει η αμεσότητα της έκφρασης και το συναίσθημα. Αυτή η 5η του Σοστάκοβιτς ήταν τόσο καθαρή, βιωμένη και όμορφη που την ακούγαμε τόσο συνεπαρμένοι σαν να ήταν μια 5η του Μπετόβεν.

Το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένο σε έναν συνθέτη συνδεδεμένο ιδιαίτερα με τη Δρέσδη, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Πρώτη δόθηκε η «Μαγεία της Μεγάλης Παρασκευής» από τον Πάρσιφαλ, η οποία πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, μαγεία δεν είχε. Μαγικά ήταν όμως τα αποσπάσματα από το «Λυκόφως των Θεών» που ακούσαμε έπειτα: «Πρωινό λυκαυγές», «Ταξίδι του Ζίγκφριντ στον Ρήνο», «Πένθιμο εμβατήριο του Ζίγκφριντ», και «Αποχαιρετίστηριο άσμα της Βρουγχίλδης». Δεν ήταν μια ανάγνωση με λεπτές ψυχαναλυτικές αποχρώσεις, αλλά μια ερμηνεία όπου κυριαρχούσε ο αφηγηματικός, επικός χαρακτήρας της μουσικής. Μια μεγαλειώδης, ηρωική ανάγνωση του μύθου των Νίμπελουγκ, που αν αντιστοιχούσε σε μια νοερή σκηνοθεσία, αυτή θα ήταν του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Το τραγούδι της Βρουγχίλδης ερμήνευσε η Ολλανδή σοπρανο Εύα-Μαρία Βέστμπροεκ, με σκηνική εμφάνιση απολύτως ταιριαστή για Βαλκυρία, η οποία απέδωσε τον ρόλο με καθαρή φωνή και άρθρωση και την αναγκαία αίσθηση του μεγέθους.

Όλες οι συναυλίες είχαν γενικά αθρόα προσέλευση, και καθώς πια είχε φτάσει και Σαββατόβραδο, το κοινό έβγαινε μετά να διασκεδάσει και να χορέψει σουίνγκ από υπαίθριες μπάντες, δίπλα στην όχθη του ποταμού.

Εντελώς διαφορετική ήταν πάλι η συναυλία της επομένης ημέρας, Σάββατο 20 του μηνός, στην αποκατεστημένη Φραουενκίρχε, την Εκκλησία των Γυναικών, ένα μνημείο που ξαναχτίστηκε μετά την ενοποίηση των Γερμανιών χάρις σε ένα μεγάλο αριθμό ιδιωτικών χορηγιών, συχνά από απλούς πολίτες. Παρακολουθήσαμε έργα της μπαρόκ και κλασικής περιόδου με διευθυντή και σολίστα τον Λούντβιχ Γκύτλερ, προσωπικότητα ιδιαίτερα δραστήρια στη Σαξωνία ήδη από τη δεκαετία του 1960, και έναν από τους πρωτεργάτες της ανοικοδόμησης της συγκεκριμένης εκκλησίας.

Ο πολυ-ηχογραφημένος τρομπετίστας, αρχιμουσικός, ερευνητής της παλαιάς μουσικής είναι από αυτούς που προσπαθούν να πλησιάσουν με σύγχρονα όργανα το αυθεντικό ύφος – που στις συνθήκες της εκκλησίας σημαίνει βασικά καθαρό παίξιμο που θα καταφέρει να επιβιώσει από την αντήχηση. Χάρις στον άψογο συντονισμό των σολίστ, μεταξύ των οποίων ο ίδιος ο Γκύτλερ, ο στόχος επιτυγχάνεται. Η 3η ορχηστρική σουίτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και το σπάνιο κοντσέρτο για δύο Κόρνι ντι κάτσια του Γιόχαν Φρίντριχ Φας, ωραίο δείγμα της μουσικής στο τέλος του μπαρόκ, ακούστηκαν με περισσή λάμψη, ενώ το Άβε Βέρουμ Κόρπους του Μότσαρτ και η καντάτα BWV 69 του Μπαχ ακούγονταν στον φυσικό τους χώρο. Πολύ ενδιαφέρουσα φωνή ο νέος τενόρος Μπένγιαμιν Γκλάουμπιτς, που αντικατέστησε ασθενή συνάδελφο, πολύ καλά σύνολα το Sächsisches Vocalensemble (διεύθ. Ματίας Γιουνγκ) και η Mitteldeutsches Kammerorchester, που αναλόγως των απαιτήσεων, έπαιξαν όρθιοι ή καθιστοί.

Η Ανν-Σοφί Μούτερ, ο Φάμπιο Λουίζι και η Ορχήστρα Φιλαρμόνια της Ζυρἰχης στην Όπερα Σέμπερ.

Όλες οι συναυλίες που παρακολουθήσαμε είχαν γενικά αθρόα προσέλευση, και καθώς πια είχε φτάσει και Σαββατόβραδο, το κοινό έβγαινε μετά να διασκεδάσει και να χορέψει σουίνγκ από υπαίθριες μπάντες στο ιστορικό κέντρο, δίπλα στην όχθη του ποταμού.

Μακάρι να μέναμε να παρακολουθήσουμε όλο το Φεστιβάλ. Την Κυριακή 3 Ιουνίου εμφανίστηκε ο Λεωνίδας Καβάκος στο κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς, ενώ το Σάββατο 10/6 η Βάλτραουτ Μάιερ θα τραγουδήσει τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια» του Ρ. Στράους. Το Φεστιβάλ ολοκληρώνεται στις 18 Ιουνίου με συναυλιακή απόδοση της Λεονώρα, της αρχικής μορφής της μοναδικής όπερας του Μπετόβεν – πιο «επαναστατική» από την τελική αναθεωρημένη μορφή της. Η Ορχήστρα Φεστιβάλ Δρέσδης με όργανα εποχής υποσχεται να προσεγγίσει το δύσκολο έργο με τη γνώση του αυθεντικού ύφους, ενώ η θεατρική ομάδα «Μποέμ 2020» θα συμμετάσχει με τρόπο που ακόμα τηρείται κρυφός.

Από φέτος το Φεστιβάλ θα εγκαινιάσει εκδηλώσεις στο Κουλτρουπαλάστ σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής περιόδου 2017-2018, ενώ τον επόμενο Μάιο η Ορχήστρα Φεστιβάλ Δρέσδης θα εμφανιστεί στην νέα Φιλαρμονική του Αμβούργου, στην άλλη άκρη του ποταμού Έλβα, που έρχεται από τη Βοημία, διαρρέει τη Δρέσδη, και από το Αμβούργο χύνεται στη θάλασσα. Αλλά πίσω στη Δρέσδη, το Φεστιβάλ συνεχίζεται, και η μουσική δεν παύει ποτέ.

 

Διαβάστε ακόμα: Άντριαν Πραμπάβα – «Δυστυχώς οι άνθρωποι έχουμε γίνει σκλάβοι του χρόνου»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top