«Ο Ντύρερ δεν έπαυσε ποτέ, συγκεντρωμένος στα ενδότατα του εαυτού του, να ζει τη ‘‘μελαγχολία’’ του – προσπαθώντας, για να μιλήσομε πλατωνικά, ‘‘να θυμηθεί’’ μ’ όλες του τις δυνάμεις», γράφει ο Καπετανάκης. (Αριστερά: Albrecht Dürer, «Self-Portrait with Fur-Trimmed Robe», 1500. Δεξιά: Albrecht Dürer, «Melencolia I»).

Την εικόνα της υπάρξεως, που φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά, μας έδωσε ο Άλμπρεχτ Ντύρερ στην περίφημη κι ανησυχητική του «Μελαγχολία». Σ’ ένα μισοσκόταδο, που έν’ αστέρι μονάχα φωτίζει τόσο, όσο αρκεί για να συγκεντρωθεί κανείς και να μη χαθεί στις εκτυφλωτικές εκτάσεις της ημέρας ή στα θανάσιμα βάθη της νυκτερινής αβύσσου, μια φτερωτή γυναίκα μαζεμένη στον εαυτό της κάθεται. Με το μάγουλο ακουμπισμένο στο χέρι βυθίζει το ακίνητο βλέμμα της σε βάθος, που δεν μπορεί να ’ναι παρά το βάθος του εαυτού της. Τα φτερά της παράλυσαν απ’ την ακινησία. Θα ’λεγες πως μένει ακίνητη από αιώνες και θα μείνει ακίνητη αιώνια. Τόσο την απασχολεί κάποιο άλυτο αίνιγμα. Κανένας ήχος – ούτε το ελαφρότερο τρίξιμο του πολύπτυχου φορέματός της – δεν πρέπει να ταράξει τη συλλογή της.

Ο ισχνός σκύλος που μένει κουλουριασμένος δίπλα της, χαμένος μέσα στον απόλυτο σεβασμό της σιωπής, δεν τολμά ούτε το βλέμμα του καν να υψώσει. Κι ο μικρός άγγελος, που κάθεται δεξιά της με το κεφάλι ανάμεσα στους δύο άδειους δίσκους της ισορροπημένης κι ευαίσθητης ζυγαριάς, έχει χάσει κάθε δροσερό χαρακτηριστικό της τρυφερής ηλικίας του. Κάτι ήθελε να σημειώσει στη μικρή πλάκα, που κρατεί στα γόνατά του, μα το χέρι του σταμάτησε πριν ν’ αρχίσει: τίποτε το εξωτερικό δεν πρέπει να συμβεί μεσ’ στην ακινησία του παγωμένου χρόνου. Κανένα κυματάκι δεν ρυτιδώνει τη θάλασσα, που απλώνεται πέρα. Κι η πόλη κοιμάται. Κι όλα τα όργανα, που έχει μαζέψει γύρω της η βυθισμένη ύπαρξη – πολύεδρο, σφαίρα, διαβήτης, σκάλα, σκεπάρνι, πριόνι, χάρακες, καρφιά – για να την βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος, που την αιχμαλώτισε, φαίνονται κι αυτά καταποντισμένα στην πιο βαθιά συλλογή.

«Μια φτερωτή γυναίκα μαζεμένη στον εαυτό της κάθεται. Με το μάγουλο ακουμπισμένο στο χέρι βυθίζει το ακίνητο βλέμμα της σε βάθος, που δεν μπορεί να ’ναι παρά το βάθος του εαυτού της. Κι ο μικρός άγγελος, που κάθεται δεξιά της, έχει χάσει κάθε δροσερό χαρακτηριστικό της τρυφερής ηλικίας του». («Melencolia I» –detail).

Όποιος γνωρίζει το πάθος της ζωής του Ντύρερ μαντεύει ποιο αίνιγμα πρέπει να λυθεί – κι όμως δεν θα λυθεί ποτέ: το αίνιγμα της μορφής των αισθητών όντων. «Solch Ding halt ich für unergründlich…» – «αυτό το θεωρώ ανεξερεύνητο», κατέληξε να πει ο Ντύρερ έπειτα από εξαντλητικές έρευνες «με τον διαβήτη και τον κανόνα», έπειτα από ατέλειωτη σκέψη, έπειτα από πλούσια σειρά καλλιτεχνικών πειραματισμών. Κι όμως ποτέ δεν έπαυσε τους πειραματισμούς αυτούς, δεν έπαυσε ποτέ, συγκεντρωμένος στα ενδότατα του εαυτού του, να ζει τη «μελαγχολία» του – προσπαθώντας, για να μιλήσομε πλατωνικά, «να θυμηθεί» μ’ όλες του τις δυνάμεις.

«Όποιος γνωρίζει το πάθος της ζωής του Ντύρερ μαντεύει ποιο αίνιγμα πρέπει να λυθεί – κι όμως δεν θα λυθεί ποτέ: το αίνιγμα της μορφής των αισθητών όντων».

Όποιος θέλει να «θυμηθεί» το Κάλλος – όποιος θέλει να λύσει το αίνιγμα της συνταρακτικής παρουσίας του στον κόσμο, πρέπει, στεφανωμένος με νυκτολούλουδα, ν’ αποσυρθεί στην πιο βαθιά γωνιά του εαυτού του, εκεί που βασιλεύει απόλυτη σιωπή, ακινησία και μοναξιά και μ’ όλες τις βαθύτερες δυνάμεις του να ρωτήσει, να βασανίσει, να πιέσει, να ματώσει τη μνήμη του. Τη σιωπηλή αυτή εσωτερική προσπάθεια εκδηλώνει κι υποβοηθεί συχνά η καλλιτεχνική δημιουργία, ο ερωτικός αγών, η φιλοσοφική έκφραση – κι όλ’ αυτά χωρίς την εσώτατη προσπάθεια δεν έχουν παρά επιφανειακή σημασία. Βάθος τους δίνει η εσωτερικότης του πάθους που τα γεννά. […]

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτριου Καπετανάκη «Μυθολογία του Ωραίου» (από το κεφάλαιο «Η Αρχή της Νεώτερης Αισθητικής», σελ. 41- 42), Εκδόσεις Χάρβεϋ, Λίμνη, 1988.

 

 

Διαβάστε ακόμα: «Όποιος είδε ζωντανό το Κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top