Οι πίνακές του είναι μια εικονογραφία αυτού που ο κοινωνιολόγος David Riesman αποκαλεί «μοναχικό πλήθος» (Getty Images/Ideal image).

    Ένας πίνακας του Edward Hopper μοιάζει με το ταμπλό βιβάν της πρώτης παραγράφου μιας ιστορίας. Μετά αφήνεσαι να παρασυρθείς. Η παλέτα του εγγράφεται στη συλλογική μνήμη και από καιρού εις καιρόν ανασύρεται –όπως σήμερα- για να περιγράψει την κραυγή μας.

    Όπως κι οι φωτογραφίες του Walker Evans, υπάρχει στους πίνακές του Χόπερ μια δύναμη που απλοποιεί μέχρις εσχάτων το μοτίβο. Έως το τελευταίο του τελάρο, το Sun in an Empty Room του 1963: ένα κελί μοναχού, το φως μπαίνει από ένα παράθυρο, οι σκιές ταγιάρονται με το μαχαίρι. Μια αφαίρεση μαγική.

    Μα πώς αυτός ο πιτσιρικάς, ο γεννημένος στις όχθες του ποταμού Χάντσον στις 22 Ιουλίου του 1882 κατάφερε να οδηγηθεί σ’ αυτόν το συναρπαστικό μινιμαλισμό; Από το 1925 ώς το τέλος της ζωής του το 1967, ο Χόπερ ζωγράφισε καμιά εκατοστή πίνακες. Όλοι τους, αριστουργήματα του αμερικανικού ρεαλισμού που θα γοητέψουν την Pop Art. Όλοι τους κλινικές προσεγγίσεις -τομές χειρουργικής ακρίβειας. Όλοι τους δηλητηριώδεις.

    Το 1902, ζωγραφίζει το Solitary Figure in a Theater.

    Το βλέμμα του ανοίγει μια τεράστια χαραμάδα, αποκαλύπτει μια χαίνουσα πληγή.

    Το 1902, ζωγραφίζει το Solitary Figure in a Theater. Ήδη κάνουν την εμφάνισή τους η θεμελιώδης θέση του θεατή-ηδονοβλεψία, η συντριπτική μοναξιά, εκείνο το φως πάνω στις ωμές σκιές, οι περιχαρακώσεις στον καμβά με το νυστέρι α λα Μοντριάν. Θα τραγουδηθούν όλα αυτά στη συνέχεια σε ωδές της αποξένωσης. Ένα έργο που θα χαρακτηριστεί «σιωπηλό θέατρο» και «λογοτεχνία της όρασης».

    Το βλέμμα του ανοίγει μια τεράστια χαραμάδα, αποκαλύπτει μια χαίνουσα πληγή, που σου επιτρέπει την εποπτεία της σχάσης, κοινωνικής ή ερωτικής. Ακούς εκείνον τον άνεμο της υπαρξιακής αγωνίας να εμφιλοχωρεί ύπουλα, απαλά και αδυσώπητα. Ο Χόπερ ζωγραφίζει το κενό δια της παρουσίας, τη σιωπή μέσα στο θόρυβο.

    Οι πίνακές του είναι μια εικονογραφία αυτού που ο κοινωνιολόγος David Riesman αποκαλεί «μοναχικό πλήθος» των μεγαλουπόλεων. Και παρά τη διαφορά της τεχνοτροπίας, η ατμόσφαιρά τους μου προκαλεί παρόμοια συναισθήματα με κείνη των έργων του Μαγκρίτ και του Ντελβώ, του ντε Κίρικο και του Ιβ Τανγκί.

    Από το New York School of Art ώς το πέρασμά του από το ατελιέ του Robert Henri, οι παριζιάνικες διαδρομές του (το 1906, το 1909, το 1910), η δουλειά του ως εικονογράφου για commercials, η ανακάλυψη της τεχνικής της γκραβούρας, αποτελούν ψηφίδες που επέτρεψαν στον Χόπερ να αποκρυσταλλώσει την τέχνη του.

    Το Automat του 1927 παραπέμπει στο Αψέντι.

     

    Όλα αρχίζουν στο Παρίσι. Στο Λούβρο, εντυπωσιάζεται από τον πίνακα του Ρέμπραντ Η Βηρσαβεέ με το γράμμα του Δαβίδ και κάνει το Hôtel Room. Ο Βαττώ βρίσκεται πίσω από το τελευταίο του αριστούργημα Two Comedians. Κι είναι κι ο Ντεγκά. Η υιοθέτηση του αποστασιοποιημένου βλέμματος. Το κενό και το spleen επί σκηνής. Το Automat του 1927 παραπέμπει στο Αψέντι.

    Ποιητικός, θεατρικός και ελλειπτικός, ο Χόπερ αφαιρεί σιγά-σιγά τα πέπλα του, απογυμνώνεται.

    Αλλά σ’ όλη αυτήν την αποκοπή, τον ακρωτηριασμό της επαφής, πρωταγωνιστής είναι το φως –η ζωή η ίδια. Αυτό είναι ο σκηνοθέτης του βενζινάδικου, του δείπνου στην πόλη, του παράμερου σπιτιού, του μεταφυσικού φάρου μέσα στη νύχτα, της φαντασιοκόπησης μιας προαναγγελθούσας ερήμωσης.

    Το κενό και το spleen επί σκηνής.

    Ποιητικός, θεατρικός και ελλειπτικός, ο Χόπερ αφαιρεί σιγά-σιγά τα πέπλα του, απογυμνώνεται, μέσα από της εικονογραφικές παραλλαγές της Jo, του ενός και μοναδικού μοντέλου του, τη σύζυγο που φέρνει διαρκώς αντιμέτωπη με το φως.

    Ο Έντουαρντ Χόπερ είναι όλα μαζί: ρεαλιστής, εννοιολογικός, κινηματογραφικός στα (απο)καδραρίσματά του, τα οποία θυμίζουν τον Σιωπηλό Μάρτυρα του Χίτσκοκ ή τα τράβελινγκ του Βιμ Βέντερς, αφηρημένος όπως ο Μοντριάν ή οι κυβιστές, απόγονος του Ματίς με τα παράθυρά του (την ώρα που οι πόρτες απουσιάζουν), και φοβερά εσωτερικός, παίζοντας με το φως σαν άλλος Βερμέερ μέσα σ’ ένα άδειο μπαρ με δυσοίωνα χρώματα, σκοτεινά και μποντλερικά, πράσινα και κόκκινα.

    O περίφημος πίνακας «Nighthawks».

    Αγαπούσε πολύ θέατρο, σινεμά και λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ένα από τα άδεια του σπίτια ενέπνευσε στον Χίτσκοκ το Ψυχώ. Κι ότι η ατμόσφαιρα του περίφημου Nighthawks συγκρίθηκε με κείνη των μυθιστορημάτων του Χέμινγουεϊ, τον οποίο ο Χόπερ θαύμαζε. Κι ότι οι μισοφωτισμένες νύχτες του που κατοικούνται από μοιραίες γυναίκες και γκάνγκστερς του ’30 θα σχεδιάσουν το πλαίσιο για το σύγχρονο αγγλικό μυθιστόρημα, εκείνο του Γουίλιαμ Μπόιντ π.χ. ή του Ντάσιελ Χάμετ.

    «Ο Χόπερ είναι κακός ζωγράφος», έγραφε ο κριτικός Clément Greenberg. «Αλλά αν ήταν καλύτερος ζωγράφος, δεν θά ‘ταν πιθανότατα τόσο μεγάλος καλλιτέχνης». Όπως η ζωή.

     

    Διαβάστε ακόμα: Aubrey Beardsley – ο βικτωριανός εικονογράφος του ερωτισμού και της παρακμής.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top