Η περίπτωση Παπαχρόνη ή του πρόσφατου εγκλήματος στα Γλυκά Νερά θα μπορούσε να «γεννήσει» στην Ελλάδα ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο σαν το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε;

Ο Τρούμαν Καπότε βρέθηκε… κάποτε με ένα «δίλημμα» από τον αρχισυντάκτη του στο περίφημο περιοδικό New Yorker: Να γράψει για ένα φρικιαστικό έγκλημα στο Κάνσας ή να ακολουθήσει μια καμαριέρα στο Μανχάταν και να γράψει για όσα έβλεπε και έκανε μια «συνηθισμένη εβδομάδα» της;

Υποτίθεται πως την ιστορία με τον φόνο στο Κάνσας την είχε προτείνει ο ίδιος, διαβάζοντας ένα κομμάτι 300 λέξεων στους New York Times, όπου ο τοπικός σερίφης είχε δηλώσει πως στην ανεξήγητη φαινομενικά δολοφονία μιας οικογένειας στο Clutter του δυτικού Κάνσας έβλεπε «ξεκάθαρα την δουλειά ενός ψυχασθενή». Η επιλογή του Καπότε άλλαξε τελικά την ιστορία του γραπτού λόγου στον 20ο αιώνα.

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Τρούμαν, που ακόμα δεν είχε γίνει η δημοφιλέστατη ποπ φιγούρα που θα γέμιζε με ιστορίες και μύθους το Μανχάταν, παρότι είχε ήδη εκδώσει το Breakfast at Tiffany’s δυο χρόνια πριν, πήρε την κολλητή του απ’ τα παιδικά τους χρόνια, Χάρπερ Λι (που τελείωνε εκείνες τον καιρό το How to kill a Mockingbird) και πήγε στο Κάνσας για να καταγράψει, δημοσιογραφικά, την ιστορία της εξιχνίασης του φρικιαστικού εγκλήματος.

Ο Τρούμαν Καπότε έγινε γνωστός για το βιβλίο του «In Cold Blood» που περιγράφει ένα φρικιαστικό έγκλημα στο Κάνσας.

Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Τρούμαν Καπότε «Εν ψυχρώ».

Κατά την διάρκεια της παραμονής του, συνελήφθησαν οι δύο ένοχοι, και μετά από μια δίκη που κράτησε μόλις 45 λεπτά καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, αφού η θανατική ποινή ήταν απολύτως ενεργή σε όλο τον αμερικάνικο Νότο. Ο Καπότε πέρασε πάνω από τέσσερα χρόνια ερευνώντας την υπόθεση, πηγαινοερχόμενος στο Κάνσας δεκάδες φορές μέχρι το 1964, κράτησε περισσότερες από 8000 σελίδες σημειώσεων, και τελικά άρχισε να δημοσιεύει το κείμενο της έρευνας του, το 1965, στο New Yorker, σε τέσσερις συνέχειες.

Το περιοδικό έγινε ανάρπαστο, ακόμα και στην, διόλου διάσημη για το λογοτεχνικό της γούστο, περιοχή που είχε συμβεί το έγκλημα, λίγους μήνες μετά, κυκλοφόρησε και το βιβλίο με όλο το κείμενο και την έρευνα του Καπότε, το In Cold Blood, το οποίο και τον κατέστησε ουσιαστικά τον «μύθο» της Νέας Δημοσιογραφίας, όπως βάφτισε λίγα χρόνια αργότερα αυτή την γραφή ο έτερος «τιτάνας» της νεοϋορκέζικης σκηνής, ο Τομ Γουλφ.

Έκτοτε, έχουν γραφτεί μερικές εκατοντάδες βιβλία στο ίδιο ύφος, και κυρίως με αντίστοιχο τρόπο για μερικά από τα πιο τρομακτικά, απάνθρωπα, εξωφρενικά εγκλήματα των τελευταίων δεκαετιών. Πάρα πολλά από αυτά έχουν γίνει ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, έχουν εμπνεύσει κάθε είδους καλλιτεχνική έκφραση, έχουν επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους, έχουν εμβαθύνει στην ανθρώπινη Φύση, και έχουν προσφέρει έμπνευση αλλά και υλικό έρευνας για ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους και μια σειρά από επιστήμονες που διερευνούν τα όρια της παραβατικότητας, της «ανθρωπιάς» και όλων εκείνων των ενστίκτων που μας οδηγούν στο να κλείνουμε τα μάτια για μια στιγμή, και αμέσως μετά να τα γουρλώσουμε για να δούμε καλύτερα και βαθύτερα μέσα στην ψυχή των εγκληματιών και των ιστοριών τους.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε δει καμία σημαντική έκδοση βιβλίου, ούτε ακόμα και κάποια ταινία που να αναλύει σοκαριστικά εγκλήματα.

Ταινίες με καλλιτεχνικό «βάρος» και επίκεντρο

Όλα τους όμως, μακριά από’ δω. Στην Ελλάδα δεν έχουμε δει καμία σημαντική έκδοση βιβλίου, ούτε ακόμα και κάποια ταινία που να αναλύει, περιγράφει, εξηγεί, μετουσιώνει σε κάποιου είδους Τέχνη τέλος πάντων, κάποιο από τα μεγάλα και σοκαριστικά εγκλήματα που έχουμε παρακολουθήσει εδώ και δεκαετίες στην χώρα.

Μην βιαστεί να μιλήσει κανείς για την «Παραγγελιά» του Τάσιου, η οποία δεν ήταν μια ταινία βασισμένη στην έρευνα και την ανάλυση του εγκλήματος, αλλά μια καλλιτεχνική έμπνευση που «οπτικοποίησε» ουσιαστικά το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» του Σαββόπουλου όπως εμμέσως είχε παραδεχτεί κι ο σκηνοθέτης (και σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας) και μιλούσε για το υπόβαθρο της καταπίεσης του αριστερού Κοεμτζή και της χούντας.

Ο Νίκος Κοεμτζής (αριστερά) στην ιστορία του οποίου βασίστηκε η ταινία «Παραγγελιά».

Ακόμα και το τραγούδι της παραγγελιάς άλλωστε ήταν διαφορετικό στην ταινία απ’ ότι στην πραγματικότητα («Αντιλαλούν οι φυλακές» αντί για τις «Βεργούλες»), δείγμα του ότι ο συμβολισμός και η καλλιτεχνική έκφραση ήταν μεγαλύτερες για τον δημιουργό απ’ ότι η αποτύπωση της ιστορίας ρεαλιστικά. Αντίστοιχα, ο «Ιωάννης ο Βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη, είχε εστιάσει στην ανάλυση των χαρακτήρων παρά στην καταγραφή των επίσημων αστυνομικών αρχείων, ενώ δεν υπήρξε και κάποια έρευνα πέρα από την δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων μέσω των εφημερίδων, από την δημιουργό.

Όσο για τον «Άγγελο» του Γιώργου Κατακουζηνού, και μόνο η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων λόγω «σεναριακών αυθαιρεσιών» από τον ίδιο τον Χρήστο Ρούσσο (του «Άγγελου» δηλαδή της ταινίας) που πάντα φώναζε πως ποτέ δεν δέχθηκε να ντυθεί τραβεστί, και αντιθέτως έφτασε στο έγκλημα αρνούμενος να δεχθεί τις πιέσεις του εραστή του, αποδεικνύουν πως δεν μιλάμε για καταγραφή ενός εγκλήματος, αλλά ένα έργο τέχνης εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα.

Ο Πάνος Σόμπολος και η Αγγελική Νικολούλη γράφουν για εγκλήματα, αλλά δεν κάνουν λογοτεχνία.

Ελάχιστα βιβλία για δεκαετίες

Στην πραγματικότητα τα μόνα βιβλία που έχουμε όλα αυτά τα χρόνια, με καταγραφή, έρευνα και ανάλυση – σε κάποιο βαθμό – αληθινών εγκλημάτων, είναι αυτά του Πάνου Σόμπολου, «αρχιερέα» του αστυνομικού ρεπορτάζ και απόλυτο γνώστη ακόμα και των πιο καλά κρυμμένων μυστικών μέσα στην Ασφάλεια και τα τμήματα Ηθών και Ανθρωποκτωνιών, και της Αγγελικής Νικολούλη, της ιδιάζουσας ελληνικής περίπτωσης δημοσιογράφου-τηλεοπτικής ερευνήτριας, που δεκάδες φορές εντόπισε ανθρώπους και παρανομίες πριν ή βαθύτερα από τις αρχές, χρησιμοποιώντας με απίθανο τρόπο την δημοφιλία της εκπομπής της και τη δύναμη του Μέσου.

Το βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» είναι προϊόν δεκάδων συνεντεύξεων με αξιωματικούς του τμήματος Ανθρωποκτονιών της ΓΑΔΑ.

Αυτά τα λίγα βιβλία όμως, όσο κι αν έχουν πουλήσει, δεν μπορούν να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση «λογοτεχνία», ούτε καν «Νέα Δημοσιογραφία», παρά αναλυτικά, μεγάλα ρεπορτάζ που δεν χώρεσαν ποτέ στις σελίδες μιας εφημερίδας, ή ενός περιοδικού. Κι υπάρχει πλέον και το «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» του Βαγγέλη Γιαννίση (εκδόσεις Διόπτρα) που πέρασε αρκετούς μήνες συζητώντας, παρακολουθώντας εν ώρα εργασίας και παίρνοντας δεκάδες συνεντεύξεις από πέντε αξιωματικούς του τμήματος Ανθρωποκτονιών της ΓΑΔΑ για να ανακαλύψει τον τρόπο που λειτουργεί η ελληνική αστυνομία, αλλά και να ρίξει μια ματιά σε αληθινά εγκλήματα

«Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια ιστορία για τους ανθρώπους και όχι τόσο για τα εγκλήματα», όπως ανέφερε στην δημοσιογράφο Μαρία Αθανασίου της Καθημερινής, ο συγγραφέας. «Δεν θέλαμε να βοηθήσουμε τον αναγνώστη να κοιτάξει πορνογραφικά το έγκλημα, αλλά να υπάρξει μια κατανόηση των μεθόδων, του τι επιδιώκει η αστυνομική έρευνα. Η απάντηση φυσικά είναι ότι επιδιώκει την αλήθεια από όλες τις πλευρές, για λόγους δικαστικούς, αλλά και για λόγους profiling. Ρίξαμε επίσης πολύ φως στις ζωές των θυμάτων και εξετάσαμε τι γίνεται μετά, με τους ανθρώπους που μένουν πίσω, τους οποίους χειριστήκαμε με μεγάλο σεβασμό».

 

Η «ελληνική ιδιαιτερότητα»

Στην πραγματικότητα οι λόγοι που στην χώρα μας δεν παράγονται και δεν κυκλοφορούν βιβλία (και ταινίες και σειρές και οτιδήποτε άλλο) σχετιζόμενο με κάποιο έγκλημα είναι αρκετοί και πολυδιάστατοι.

Η μυστικοπάθεια της μικρής κοινωνίας, που αρνείται σταθερά να μιλήσει δημοσίως και ανοιχτά για οποιοδήποτε στραβό και κακό σχετίζεται μαζί της, δεν βοηθά να γίνουν μεγάλα βιβλία για εγκλήματα.

Αρχικά και ξεκάθαρα έχει να κάνει με την ελληνική κοινωνία. Και την μυστικοπάθεια της μικρής κοινωνίας, που αρνείται σταθερά να μιλήσει δημοσίως και ανοιχτά για οποιοδήποτε στραβό και κακό σχετίζεται μαζί της. Αν η ιστορία του μικρού Άλεξ στη Βέροια έχει να αποδείξει κάτι για την σύγχρονη ελληνική κοινωνία, είναι πως οι άνθρωποι στην χώρα μας, μπορούν ακόμα να βρουν αλληλεγγύη και αλληβοήθεια, και να συσπειρωθούν εναντίον ενός «εχθρού».

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι εν προκειμένω, ο «εχθρός» ήταν μια χαροκαμένη μάνα που προσπάθησε επί ματαίω να αποκαλύψει την αλήθεια για το τι συνέβη στο παιδί της, φέρνοντας μπροστά στις ευθύνες τους, μια ολόκληρη «ομάδα» γονιών, παππούδων και όλων όσων βρέθηκαν να τους βοηθούν (υπογείως) και να τους κατευθύνουν (είτε αυτοί ήταν νομικοί, είτε άνθρωποι των αρχών) για το πως θα μπορούσαν να κατασκευάσουν ένα ισχυρό «τείχος» που θα ορθωνόταν μπροστά στην αλήθεια – που δεν βόλευε κανέναν και όλοι ήθελαν να αποκρυφθεί – και θα κρατούσε την επίσημη έρευνα μακριά της για πάντα.

Η ταίνα «Αγγελος» στηρίζεται, με αποκλίσεις, σε πραγματική ιστορία.

Αυτό που δημοσιογράφοι αλλά και ερευνητές έχουν να λένε από την ιστορία της Βέροιας, είναι πως το πέπλο της κάλυψης της αλήθειας, και τελικά του πιο κρίσιμου στοιχείου όλης της ιστορίας, δηλαδή της αποκάλυψης του σημείου που οδηγήθηκε το πτώμα του 11χρονου Άλεξ Μεσχισβίλι, ήταν τόσο πυκνό και ισχυρό, που πρακτικά ήταν αδύνατο να αποδειχθεί οτιδήποτε όσο οι κατηγορούμενοι (ανήλικοι στην πλειοψηφία τους) κι οι συν αυτοίς, άλλαζαν συνεχώς τις καταθέσεις τους. Για την ιστορία, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο στα τέλη του 2020, χωρίς το πτώμα να βρεθεί ποτέ, και με τις καταδίκες ανηλίκων και ενηλίκων όλα αυτά τα χρόνια να είναι πολύ μικρές και συχνά με αναστολή αφού χωρίς το πτώμα και λοιπές αποδείξεις, όλα ήταν αμφισβητήσιμα.

Στην εξαφάνιση του μικρού Άλεξ όλη η πόλη γνώριζε την αλήθεια από ένα σημείο και πέρα, αλλά κανείς δεν βγήκε ποτέ να μιλήσει ανοιχτά.

Φανταστείτε τώρα αυτή την ιστορία, με την ίδια ακριβώς εξέλιξη και πρωταγωνιστές να συμβαίνει στον αμερικάνικο νότο, ή στην βρετανική επαρχία, ή ακόμα σε ένα χωριό της Σκανδιναβίας. Μιλάμε για ένα έγκλημα που έγινε τον Φεβρουάριο του 2006, κι ακόμα και σήμερα, οι ένοχοι κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Και κανείς, παρ’ ότι και η Αγγελική Νικολούλη, που εξαρχής είχε αρχίσει να οδηγεί την υπόθεση προς την αποκάλυψη για την ύπαρξη της «συμμορίας» των πέντε ανήλικων που κακοποιούσε για καιρό τον Άλεξ, αλλά και των ίδιων των ντετέκτιβ που ερευνούσαν την υπόθεση για χρόνια έχουν παραδεχτεί πως «ουσιαστικά όλη η πόλη γνώριζε την αλήθεια από ένα σημείο και πέρα», κανείς δεν βγήκε ποτέ να μιλήσει ανοιχτά για το τι συνέβη στ’ αλήθεια. Πρακτικά, η συγκεκριμένη ιστορία, είναι αδύνατο να έχει ένα οριστικό τέλος, διαφορετικό τουλάχιστον από την τοποθέτηση του φακέλου της εξαφάνισης του Άλεξ στο αρχείο. Ουσιαστικά, θα μπορούσε να έχει ένα καταπληκτικό λογοτεχνικό τέλος, διττό, ή απόλυτο, σε κάθε περίπτωση όμως, εξαιρετικά δυνατό και έντονο.

Ο «πατριάρχης» του αστυνομικού ρεπορτάζ, Πάνος Σόμπολος, έχει γράψει βιβλία επί του θέματος, αλλά δεν είναι λογοτεχνία.

Ποιος όμως μπορεί να αφιερώσει μήνες, χρόνια από τη ζωή του για να ερευνήσει ένα τέτοιο έγκλημα; Σε μια μικρή πόλη ακόμα πιο δύσκολο. Η κρίση των media ήρθε να αποτελειώσει την έτσι κι αλλιώς πτοούμενη και όλο και δυσκολότερη ερευνητική δημοσιογραφία στη χώρα μας. Η οικονομική κρίση ήρθε να αποτελειώσει κάθε πιθανότητα κάποιος άνθρωπος «με μεράκι» ή μάλλον «με φετίχ» την έρευνα των εγκλημάτων να μπορεί να αφιερώσει χρόνο και χρήμα για να βρει την αλήθεια πίσω από μια αντίστοιχη ιστορία.

Το ελληνικό κοινό μπορεί να αγαπάει τις ιστορίες μυστηρίου, και να διαβάζει πολύ ελληνικά μπεστ σέλερς, αλλά ποτέ δεν αγάπησε να διαβάζει αληθινά «σκληρές ιστορίες».

Η ίδια η ελληνική κοινωνία, κι οι στρεβλές, «παλαιικές» και απολύτως συντηρητικές αντιλήψεις της, είτε περί «προστασίας των δικών μας», είτε περί της «κακιάς ώρας» (που ουσιαστικά αθωώνουν στα μάτια των τριγύρω κάθε παρέκκλισή από το «κανονικό» κάποιου μέλους «της ομάδας»), είναι πάντα προστατευτικές για το ψέμα και την συγκάλυψη, και απολύτως εχθρικές προς οποιονδήποτε «ξένο», προσπαθήσει να μπει «στα χωράφια» μιας μικρής, απειλούμενης στο υποσυνείδητο της εκείνη τη στιγμή, κοινωνίας. Είτε αυτή είναι μια πόλη, είτε μια γειτονιά, είτε απλά μια πολυκατοικία.

Και βέβαια, όλα έχουν να κάνουν και με τα χρήματα. Ακόμα κι αν κάποιος έχει την οικονομική δυνατότητα, τον χρόνο, τη διάθεση, την στρατηγική και τον τρόπο να βρει τον μίτο μιας ιστορίας τόσο δύσκολης να αποκαλυφθεί, και κάτσει να γράψει γι’ αυτήν, και βγάλει ένα περίφημο βιβλίο, οι πιθανότητες αυτό το βιβλίο να του αποφέρουν ένα ικανοποιητικό «αντάλλαγμα» για όλη του την προσπάθεια, είναι μηδαμινές.

Εκτός του ότι, από την συγγραφή βιβλίων στην Ελλάδα ζουν ουσιαστικά λιγότεροι από δέκα άνθρωποι, η ανάπτυξη μιας τέτοιας κατηγορίας βιβλίων από μόνη της, είναι «αμφισβητήσιμη» (το λιγότερο) για τους ίδιους τους εκδότες. Το ελληνικό κοινό μπορεί να αγαπάει τις ιστορίες μυστηρίου, και να διαβάζει πολύ ελληνικά μπεστ σέλερς, αλλά ποτέ δεν αγάπησε ουσιαστικά να διαβάζει «σκληρές ιστορίες», και μεγάλα δράματα «της διπλανής πόρτας».

Το κοίταγμα απ’ την κλειδαρότρυπα είναι αγαπημένο χόμπι και των Ελλήνων, αλλά είναι μια «στιγμιαία» δράση, που δεν γεμίζει εύκολα τόμους.

Το κοίταγμα απ’ την κλειδαρότρυπα είναι αγαπημένο χόμπι και των Ελλήνων, αλλά είναι μια «στιγμιαία» δράση που δεν γεμίζει εύκολα τόμους. Οι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα την γεμάτη ήλιο και σε συνεχή αναζήτηση ξενοιασιάς, δεν θέλουν – και η αλήθεια είναι πως με το δίκιο τους πολλές φορές δεν μπορούν και δεν αντέχουν πια – να εμπλέκονται συναισθηματικά και βαθιά με αληθινά ανθρώπινα δράματα, και δεν θέλουν να θυμούνται άσχημες αληθινές ιστορίες, που φυσικά, μπορεί να τους θυμίζουν οικείες καταστάσεις και παρεμφερείς ζωές ή ανθρώπους με τα δικά τους.

Ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε εις θάνατον ως ο “Δράκος” του Σέιχ Σου.

Κάπως έτσι καταλήγουμε στο ότι, μπορεί να βλέπουν για εβδομάδες δελτία ειδήσεων για τον πιλότο και το τραγικό της ιστορίας με την νεαρή του σύζυγο, μπορεί να χαζεύουν κάθε πρωί τα προκλητικά πρωτοσέλιδα των λούμπεν εφημερίδων στα περίπτερα, και να διαβάζουν και να αναπαράγουν στις παρέες τους όσα διαβάζουν στα ειδησεογραφικά σάιτς, αλλά ελάχιστοι θα πλήρωναν και θα άντεχαν να διαβάσουν ένα ολόκληρο βιβλίο που θα περιέγραφε αναλυτικά τι συνέβη, θα ανέλυε κίνητρα, καταστάσεις και χαρακτήρες.

Και κυρίως θα τους έδειχνε σαν καθρέπτης τι συμβαίνει πίσω από ένα «συνηθισμένο» σπίτι, πιθανόν σαν το δικό τους, ή κάποιου κοντινού τους, φέρνοντας τους μόνο άσχημες και σκληρές προκλήσεις, που ούτε θέλουν να δουν, ούτε αντέχουν να αντιμετωπίσουν. Και γι’ αυτό πιθανότατα για πάρα πολλά χρόνια, θα μείνουμε να διαβάζουμε βιβλία και να βλέπουμε ταινίες και σειρές για τα εγκλήματα στην Αμερική, την Βρετανία, την Βόρεια Ευρώπη ίσως, αλλά δεν θα αντέχουμε να παράγουμε, και να «καταναλώσουμε» οτιδήποτε σχετικό με κάποια από τις ιστορίες που μας συγκλονίζουν κάθε τόσο…

 

Διαβάστε ακόμα: Άλογη βία… να τι συμβαίνει όταν ανοίγεις το «καπάκι» της κοινωνίας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top