jc piano westbeth_James Klosty

«Δεν θα κατατάξω τον John Cage στους αγαπημένους μου, όμως είναι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω απ’ το κεφάλι κάθε συνθέτη, όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί κι έχουν ξεκινήσει πολλές τάσεις από τις ιδέες του».

Αγαπημένη μου Σίσσυ,

Πολύ με συγκινεί που εμπιστεύεσαι την κρίση μου για μια εισαγωγή στην (πώς να την πω άραγε;) σύγχρονη μουσική, παρόλη την ανοιχτή διαφωνία μας για τον Μπραμς.

Αρχικά να πω πως ο ίδιος ο όρος «σύγχρονη μουσική» είναι προβληματικός, καθότι έτσι ονομάζουμε την περίοδο από τον Στραβίνσκυ. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως είναι αστείο να λέμε «σύγχρονη μουσική» τον Στραβίνσκυ. Ακόμη κι αυτή εδώ η λίστα μιλάει για ανθρώπους που έδρασαν κυρίως τις δεκαετίες 60-70-80 κι όχι σήμερα, όπως δηλώνει το «σύγχρονη». Υπάρχουν διάφορες ονομασίες, σύγχρονη, μοντέρνα, πειραματική, avant guarde κλπ, θα κρατήσουμε όμως το «σύγχρονη» για να συνεννοούμαστε. Από κει και πέρα υπάρχουν τα παρακλάδια της (σειραϊσμός, spectralism, new complexity, μινιμαλισμός, αλεατορισμός, μεταμοντερνισμός κ.α.), όπως σε κάθε μουσική.

Τα παραπάνω όμως είναι θεωρητικούρες (θα αποφύγω κάθε θεωρητική και τεχνική αναφορά στη συνέχεια). Θα αρχίσω από το ’50 και μετά, οπότε θα εξαιρέσω συνθέτες σαν τον Messiaen και τον Varése, όσο κι αν με τρώει να τους συμπεριλάβω. Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να πω πως υπάρχει ένας προβληματισμός, πως η σύγ-χρονη μουσική είναι τόσο επιτηδευμένη, τόσο ερμητικά κλειστή στον εαυτό της που κανείς δεν την καταλαβαίνει εκτός από ένα μικρό, μυημένο κοινό. Αυτό είναι η μισή αλήθεια. Αλλά είναι όντως αλήθεια.

Το περίεργο είναι πως αυτή η μουσική υπάρχει ανάμεσά μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με πλάγιους τρόπους.

Δυστυχώς υπάρχουν άπειροι ξιπασμένοι συνθέτες, μουσικοί αλλά και ακροατές, που θεωρούν πως είναι μια ξεχωριστή τέχνη που πρέπει να είσαι μυημένος και γνώστης αυτής της «ανώτερης μορφής» για να την εκτιμήσεις. Ναι, έγινε αυτή η επιτήδευση, ο εκλεκτικισμός. Η γνώμη μου όμως είναι πως έφταιξαν και οι δύο πλευρές. Οι μεν συνθέτες αντιμετώπισαν ένα ολοένα και πιο εχθρικό κοινό, μα κυρίως ολοένα πιο εχθρικούς μουσικούς που τους έβλεπαν σαν τσαρλατάνους που πουλάν θορύβους για μουσική. Από την άλλη οι ίδιοι οι συνθέτες θέλησαν εσκεμμένα να αποκοπούν από την αυξανόμενη επιρροή της τζαζ, της ροκ και της ποπ, υποχρεώθηκαν να μπουν σε πιο βαθιά νερά, όπου η «κοινή» οδός να θεωρείται ατόπημα στην καλύτερη περίπτωση (ο Boulez έφυγε έξαλλος από μια πρεμιέρα έργου του Stockhausen όπου ακούστηκε για μια στιγμή μια μεγάλη τρίτη, φωνάζοντας «αυτό είναι αρμονία!»). Ταυτόχρονα αναλώθηκε σε έναν αγώνα για το Καινούριο. Έτσι έχασε η μουσική αυτή την αμεσότητα που είχε για παράδειγμα στη ρομαντική περίοδο, την οποία κληρονόμησε η ποπ και η ροκ.

Μολαταύτα, δεν την έχασε τελείως. Απλώς την έκρυψε καλά. Υπάρχουν αρκετοί συνθέτες οι οποίοι αντέχουν στο επιχείρημα «δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά» και μπορούν να μιλήσουν σε μεγαλύτερο κοινό από τους γνώστες. Αρκεί αυτό το κοινό να έχει δεκτικότητα σε αυτούς του νέους, περίεργους ήχους και να είναι ανοιχτό, ώστε να αποφύγει στερεότυπα όπως «τι γρατζουνίσματα είν’ αυτά» και «σιγά, γράφω και ‘γω τέτοιες αηδίες». Το περίεργο είναι πως αυτή η μουσική υπάρχει ανάμεσά μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με πλάγιους τρόπους. Eίτε μέσα από ταινίες που μιμούνται τους ήχους της, είτε ως η αφορμή για τη γέννηση νέων μουσικών ειδών, όπως η ηλεκτρονική, η ντανς, η άμπιεντ, είτε μέσω της επιρροής της στη ροκ και την ποπ (π.χ. η Björk ακούει φανατικά Stockhausen και ο Aphex Twin Ξενάκη)

Τέλος να πω πως αυτή η μουσική (όπως οι περισσότερες) βασίζεται πολύ στη ζωντανή εκτέλεση. Κι αν τελικά το μέσο είναι το ηχοσύστημα, πρέπει να είναι ένα σχετικά καλό, αλλιώς δεν έχει νόημα.

Αρχίζω με τον György Ligeti, μεγάλο πάθος χρόνια τώρα. Ο Κιούμπρικ (ο οποίος χρησιμοποίσε σε πολλές ταινίες μουσική του –στην «Οδύσσεια του Διαστήματος» έκανε σχεδόν αφιέρωμα στον Ligeti) είπε πως τον θεωρεί τον μεγαλύτερο σύγχρονο συνθέτη, γιατί είναι ο πιο γήινος και ανθρώπινος, που μπορεί να μιλήσει στον καθένα χωρίς γνώσεις μουσικής. Θα συμφωνήσω στο επιχείρημά του, αλλά δε μπορώ να αποφασίσω ποιος είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος συνθέτης – άλλωστε δεν έχει και σημασία. Δεν ξέρω τί να πρωτοδιαλέξω. Chamber concerto; Lontano; Clocks and Clouds; Τρία κομμάτια για δύο πιάνα; San Francisco Polyphony; Ψέματα λέω. Ξέρω. Lux Aeterna δαγκωτό. Αυτό που θα έπαιρνα μαζί μου σε ένα ξερονήσι χωρίς φαΐ. Ένα έργο τόσο διάφανο, τόσο εύθραυστο, μια απέραντη ήρεμη λίμνη, ένα μπλε ημίφως που γλυκαίνει τα μάτια. Έχω ανατριχιάσει τόσες πολλές φορές με αυτό το έργο.

 

Βουτώντας στα βαθιά, πάω στον Ξενάκη. Νομίζω πως κάθε συνθέτης σήμερα θα ζήλευε την αμεσότητα της μουσικής του, όπως και του Λίγκετι. Κατηγορήθηκε άπειρες φορές πως η μουσική του είναι μόνο μαθηματικά, μα αυτά είναι βλακείες. Είμαι σίγουρος πως τα μαθηματικά δεν μπορούν να βγάλουν τέτοια ζωώδη ορμή, τέτοια ξέχειλη θεατρικότητα, τέτοια τεράστια ηχητικά φαινόμενα. Τι να πρωτοδιαλέξω πάλι; Νύχτες (Nuits), Πιθοπρακτά (Pithoprakta), Shaar, Τερετέκτωρ, La Legende d’ Eer, ατέλειωτος ο κατάλογος. Ήταν και παραγωγικός, τρομάρα του. Αποφάσισα να σου δώκω το Jonchaies λοιπόν, ως ένα μεγάλο ορχηστρικό έργο, μεγάλο με κάθε έννοια. Τεράστια ορχήστρα, τεράστια φαινόμενα, τεράστιο έργο. Γεμάτο μελωδίες που περιπλέκονται σαν κλαδιά, συγκρούσεις πλανητών και ποτάμια λάβας (αν και το αγαπημένο μου είναι οι Νύχτες –έχω μια προτίμηση στις χορωδίες).

 

Πάμε στον αιρετικό της σύγχρονης μουσικής, σε αυτόν που άλλαξε όσο κανείς άλλος την αντίληψή μας για τον ήχο –ή καλύτερα για τη σιωπή. Τον τύπο που έγραψε από αριστουργήματα μέχρι αδιάφορες πορδές (θα πέσει φωτιά να με κάψει). Κατά κάποιο τρόπο συνεχιστής του Σατί, ανέπτυξε, αν όχι τερμάτισε, την έννοια της conceptual μουσικής. Βέβαια όσο πιο conceptual το κομμάτι, τόσο πιο αδιάφορο στο άκουσμα. Λάτρης της απλότητας των μέσων, όπως και ο Σατί, σε μια εποχή που οι περισσότεροι γίνονταν όλο και πιο απροσπέλαστοι στην εκτέλεση και στην ακρόαση. Μιλάω για τον John Cage, αυτόν που ονόμασαν αλεατοριστή (έναν επίσης προβληματικό όρο) επειδή διάλεγε τις νότες του με το Ι Τσινγκ. Ο ίδιος είχε πει πως δεν τον ενδιαφέρει το ηχητικό αποτέλεσμα των έργων του. Δεν θα τον κατατάξω στους αγαπημένους μου, όμως είναι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω απ’ το κεφάλι κάθε συνθέτη, όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί κι έχουν ξεκινήσει πολλές τάσεις από τις ιδέες του. Το αγαπημένο μου είναι ένα μάλλον γλυκανάλατο κομμάτι για πιάνο, με γλυκανάλατο τίτλο. Είναι όμως τόσο καταπληκτικό μέσα στην απλότητά του.

 

Τώρα θα μπω στην καρδιά της γέννησης του μινιμαλισμού (ένας ακόμη προβληματικός όρος), πριν ο Steve Reich μαλώσει με τον Philip Glass, τότε που ένας άλλος συνθέτης πυροδότησε αυτή τη γέννηση. Με ένα απλό στην ιδέα, εύκολο στην εκτέλεση –η παρτιτούρα είναι μια σελίδα‒ και πανέμορφο στο άκουσμα έργο, o Terry Riley όρισε τον μοτιβικό μινιμαλισμό ο οποίος περιέχεται όλος σ’ αυτό το έργο. Ύστερα ο Reich και ο Glass έγραψαν αριστουργήματα πάνω εκεί (και πιο ύστερα υπέρτατες μπούρδες) και μετά γέννησε την ηλεκτρονική ντανς, αλλά αυτή είναι η καρδιά του μαρουλιού. Φρέσκου και τραγανού μαρουλιού. Δυστυχώς δεν βρίσκω πολύ καλή εκτέλεση στο διαδίκτυο, αυτή που έβαλα είναι κάπως γυαλισμένη (υπάρχει μια απ’ τους Acid Mothers Temple και μια από κινέζικη παραδοσιακή ορχήστρα). Έχει χιλιοπαιχτεί, αλλά λίγοι το ζωντανεύουν πραγματικά.

 

Μένοντας στην Αμερική και τον μοτιβικό μινιμαλισμό, πάρε κι έναν παλιό, νεαρό Glass πριν γίνει ο παρλαπίπας που ξέρουμε. Λιτός, άμεσος, με έξυπνες μοτιβικές επεξεργασίες, χωρίς τα εκβιαστικά γλυκα-νάλατα συναισθήματα που μας έχει συνηθίσει μετά το 80. Τότε έγραφε αριστουργήματα όπως το How Now, Music with changing parts, Einstein on the Beach, Music in the shape of a square, In again out again κ.α.

 

Περνάμε ξανά δώθε, κοντάς μας, πολύ κοντά μας, στην Ιταλία. Ένας αριστοκράτης με ευγενή καταγωγή, ένας συνθέτης που δεν έχει ανάγκη να ζήσει συνθέτοντας, μιας και από λεφτά να φαν’ κι οι κότες. Απομονωμένος στον αριστοκρατικό κόσμο του, έγραφε χωρίς να υποψιάζεται πως βρίσκεται κάμποσες δεκαετίες μπροστά. Όταν τον πήρανε χαμπάρι κάποιος είπε «τώρα πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία της μουσικής του 20ού αιώνα» ‒δεν θυμάμαι ποιος. O Giacinto Scelsi, τον οποίο δεν θα δεις να αναφέρεται πουθενά στις ιστορίες μουσικής (έτσι κι αλλιώς σταματάνε κάπου στο 1920), δημιούργησε έναν ολόδικό του κόσμο, με μυστήριο, με εσωτερικότητα, με βαθιά ψυχή και θρησκευτικότητα (με την ευρεία έννοια). Ο ίδιος λάτρης του μυστικισμού και φίλος με τον Γιάννη Χρήστου, είναι μάλλον ο εφευρέτης του «μονοφθογγισμού», μουσικής δηλαδή γύρω από μια νότα, τις χρωματικές αλλαγές της, τις δυναμικές της κ.α. Ο εφευρέτης του drone music δηλαδή. Άκου το Anahit. Άκου και το Okanagon που έχει τρομερή άρπα. Το αγαπημένο μου εδώ, το Pranam II (από τα μή μονοφθογγικά). Βυθίσου.

 

Παραμένω στην Ιταλία, σε έναν αναγνωρισμένο συνθέτη αυτή τη φορά, ένα από τα 10 μεγάλα ονόματα των μεταπολεμικών συνθετών. Ο Luciano Berio έγραψε, όπως γνωρίζεις, μια σειρά από σολιστικά έργα με τα οποία επαναπροσδιόρισε τις ικανότητες των οργάνων, εξερεύνησε τους ήχους και τους θορύβους τους, και έσπρωξε κατά πολύ τα όρια των εκτελεστών. Τα έργα αυτά, κυρίως τα πιο ώριμα, έχουν διάχυτη ορμή και ένταση, πάλλονται από ζωντάνια. Στη Sequenza XII, το φαγκότο, το όργανο με τη ρετσινιά του κλόουν της ορχήστρας, γίνεται ένας σπαραχτικός, τρομαχτικός κλόουν που κλαίει και που πετάει φωτιές. Λίγοι φαγκοτίστες μπορούν να παίξουν αυτό το τέρας. Όμως πολλοί μπορούν να το απολαύσουn (σαν διαφήμιση για σαντιγύ ακούστηκε).

 

Ξαναπετιέμαι μια γρήγορη στην Αμερική. Όχι πολύ γρήγορη βέβαια, γιατί τα έργα του Feldman κρατάνε μερικές ωρίτσες το καθένα. Θέλει υπομονή ο κύριος. Μπαίνοντας στον κόσμο του όμως χάνεσαι. Ακόμα και τα 5ωρα έργα του σου φαίνονται σύντομα. Αξίζει να διαβάσεις μια συνομιλία του Feldman με τον Ξενάκη, όπου ο δεύτερος ‒η αισθητική του οποίου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη‒ να μιλά κατενθουσιασμένος στον πρώτο για την εκτέλεση ενός τρίο για βιολί, τσέλο και πιάνο. Έχει γοητεία η μουσική του Feldman, αλλά απαιτεί, όπως και πολλών άλλων πιο πάνω, τη βούληση του ακροατή να ξεκλειδώσει τον εαυτό του και να αφεθεί. Για μένα ο Feldman είναι ο μάγος της βαρεμάρας –στο δρόμο που χάραξε ο Σούμπερτ και που συνέχισε o Brian Eno με την ambient. Μη με παρεξηγήσεις. Εννοώ πως η μουσική του πιάνει τη βαρεμάρα και τη μεταμορφώνει σε μια παχύρευστη ουσία που σε αγκαλιάζει, χωρίς να σε πνίγει, σε γλείφει χωρίς να σε σαλιώνει και τελικά φεύγεις από τη συναυλία (ή το ηχο-σύστημα) σαν να είχες ένα περίεργο μα γλυκό όνειρο. Τριαδικές αναμνήσεις λοιπόν.

 

Θα κλείσω, γιατί σε κούρασα, με μια φλωριά και με τον μοναδικό σε αυτή τη λίστα εκτός δύσης. Είναι ο αγαπημένος μου φλωράκος, ο Τoru Takemitsu. Θα σου βάλω τη μουσική για μια ταινία, Rikyu ο τίτλος της, όπου ο Τoru παντρεύει με απαράμιλλη επιδεξιότητα ένα τυπικό σύνολο βιολών ντα γκάμπα της αναγεννησιακής Αγγλίας με παραδοσιακά ιαπωνικά όργανα και κάποια σύγχρονα δυτικά. Τριπλό μιξ. Όσο έθνικ κι αν ακούγεται αυτό, είναι από τις ομορφότερες μουσικές που έχω ακούσει. Ευαίσθητος όπως πάντα, κιτς όσο πρέπει, με τρομερή αίσθηση των ηχοχρωμάτων και της επίδρασης των ήχων στον ψυχισμό του ακροατή-θεατή, είναι για μένα ο καλύτερος συνθέτης μουσικής για ταινίες που έχει υπάρξει. Η σοφία του για μένα φαίνεται και από το γεγονός πως ποτέ δεν έχει συνθέσει παραπάνω από 30 λεπτά μουσικής για καμιά ταινία. Θεωρούσε, σε αντίθεση με τους χολιγουντιανούς, πως δεν υφίσταται λόγος να υπάρχει μουσικό χαλί σε ολόκληρη την ταινία. Μόνο εκεί που πραγματικά χρειάζεται. Και ήξερε πού ήταν αυτό.

 

Σε κούρασα, το ξέρω. Είναι πολύ πράμα όλο αυτό. Και να σκεφτείς πόσους άφησα απέξω. Άφησα και τρανταχτά ονόματα, όπως τον Stockhausen (πόσο ψυχρός Θεέ μου –θα ξαναπέσει φωτιά να με κάψει), τον Boulez (πολλές μπουρμπουλήθρες ‒δεν τη γλιτώνω τη φωτιά), τον Νono, τον Sciarrino, τον Haas, τον Lachenmann, τον Kagel ή την περίφημη σχολή τής new complexity με ονόματα όπως ο Ferneyhough και o Finnissy (μια σχολή που για μένα είναι η πιο αποστειρωμένη και εκλεκτιστική έκφανση αυτής της μουσικής) ή κάποιους spectralists όπως ο Murail.

O λόγος είναι προφανής. Αυτά τα ονόματα, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι η μουσική τους, όσο σημαντική κι αν είναι η θέση τους στην ιστορία της μουσικής, εμένα δεν με άγγιξε ποτέ ούτε μια νότα τους, ή έστω δεν με άγγιξαν τόσο όσο των άλλων. Επίσης σιχαίνομαι τους συναισθηματικούς εκβιασμούς του Pärt, του Gorecki και της Gubaidulina. Ή την κιτς μοντερνιά του Schnittke.

O κατάλογος λοιπόν είναι ελλιπής και για τους συνθέτες που μ’ αρέσουν, αλλά και γι’ αυτούς που δεν. Συγνώμη που δεν έχει πολλά γυναικεία ονόματα. Πίστεψέ με, δεν φταίω εγώ.

Εδώ θα σου παραθέσω μερικά ονόματα ακόμα, επιγραμματικά μαζί με ένα έργο, ώστε αν
δεν το έκαψες ακόμα, να το κάνεις τώρα. Θα βρεις και μια γυναίκα ακόμα, με ένα τρομερό έργο.

Gerard Grisey,  Claude Vivier, George Crumb, Ryoji Ikeda, Hanna Kulenty, Alvin Lucier, Fausto Romitelli.

Υ.Γ. Όχι! Δεν τέλειωσα! Ξέχασα τον Lutoslawski. Τον θέουλα. Άρχισε σαν μεταρομαντικός. Μετά έφτιαξε έναν δικό του ήχο, που μέχρι σήμερα στοιχειώνει τους συνθέτες. Κάθε μαθητής συνθέτης έχει γράψει κάτι λουτοσλαφσκικό, έστω και χωρίς να το ξέρει. Ο ήχος του Lutoslawski έγινε σχεδόν συνώνυμος της «εκλεπτυσμένης – διανοουμενίστικης» μουσικής που πρέπει όλοι να συνθέτουν (μαζί με τη new complexity και τον spectralism). Κρίμα και για τον ίδιο που έγινε ένας ακαδημαϊκός καθωσπρεπισμός, κρίμα και για τους νέους που τα βρήκαν έτοιμα. Αρμονικο-μελωδικός ανά στιγμές, αθεράπευτα ρομαντικός, με συνεχώς φρέσκες ιδέες και καταπληκτική αίσθηση του ηχοχρώματος, ανακαλύπτει συνεχώς νέους συνδυασμούς και φτιάχνει ένα ηχητικό σύμπαν για να το διαλύσει και να έρθει ένα νέο στη θέση του. Η μουσική του έχει υπόθεση, σου λέει μια ιστορία, σε εξιτάρει, σου παραπονιέται, σε μαλώνει, σε χαϊδεύει και τελικά σου λέει «πέθανε ο Τσαϊκόφσκυ».

 

Υ.Γ. 2 Ουφ!!

 

//Ο Μιχάλης Παρασκάκης είναι συνθέτης, τραγουδιστής και πιανίστας. Τελειώνει το Μεταπτυχιακό του στο Βασιλικό Κονσερβατόριο της Χάγης στην Ολλανδία, στο οποίο σπουδάζει σύνθεση από το 2008. Σπούδασε επίσης Γραφιστική στα ΤΕΙ Αθήνας μα η μουσική τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Το 2015 θα διοργανώσει στη Χάγη ένα αφιέρωμα στον Γιάννη Χρήστου με συναυλίες, προβολές και εκθέσεις.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top