Αυτή την εποχή είμαι πλήρως απορροφημένος από τα δυο θεατρικά που σκηνοθετώ (σ.σ.: τον «Περιποιητή φυτών» του Παύλου Μάτεσι, που παίζεται στο Εθνικό Θέατρο, ενώ τον Δεκέμβριο ακολουθεί το «Room Service» των J. Murray και A. Boretz στη Στέγη Γραμμάτων). Σε αυτά –σε πρόβες, σχέδια, αλλαγές κλπ– δίνω όλη την ενέργεια, τη σκέψη, το χρόνο μου. Σε ό,τι αφορά στο σινεμά, έχω αποφασίσει να μην πιέζω τον εαυτό μου. Αν είναι να έρθει κάποια καλή ιδέα, ή ένα ερέθισμα που θα με κάνει να το ερωτευτώ, τότε θα ξαναπιάσω την κάμερα στα χέρια μου. Είμαι απολύτως πεπεισμένος πως αν πεις «πάω να κάνω μια ταινία» απλώς για να δώσεις συνέχεια στην προηγούμενη δουλειά σου, το πιθανότερο είναι να φας τα μούτρα σου.
Ο κινηματογράφος είναι πολύ πιο δύσκολη και απαιτητική δουλειά από ό,τι το θέατρο και η δημιουργία μιας ταινίας είναι ζόρικο πράγμα. Όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, πρέπει να υπάρχει ένας συνδυασμός πραγμάτων για να σε οδηγήσει στο… cut!
«Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» έγινε επειδή έπαψα να αγχώνομαι. Εννοώ πως εκείνη την εποχή θεωρούσα ότι έπρεπε να κάνω οπωσδήποτε την πρώτη ταινία μου κι αυτό με πίεζε αφάνταστα. Ευτυχώς εκεί που είχα αρχίσει να απελπίζομαι, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «Η Πείνα» του Knut Hamsun. Από τις πρώτες σελίδες ήδη μού έκανε κλικ σε σχέση με πράγματα που είχα ήδη στο μυαλό μου. Ό,τι μέχρι πρότινος μου φαινόταν βουνό, μέσα σε λίγη μόλις ώρα πήρε ξεκάθαρη μορφή στο μυαλό μου. Ό,τι ακολούθησε, εκτός από φυσική ροή, είχε και απόλυτη σχέση με την επικαιρότητα, αλλά και με τα προσωπικά μου ψυχικά ζητήματα. Μέσω, βέβαια, της δικής μου οπτικής γωνίας και των προσωπικών μου ερωτημάτων του τύπου τι είναι αυτό που κάνω, αν έχει κάποια ουσιαστική χρησιμότητα κλπ.
Είναι ξεκάθαρο μέσα μου ότι η δουλειά μου, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μου αρέσει πολύ και τα υπαρξιακά μου έχουν να κάνουν με το πώς αυτό μπορεί να αφορά ή να είναι χρήσιμο για κάποιους άλλους. Η γλώσσα του σινεμά, όπως και αυτή του θεάτρου, έχει κάποια σήματα, κάποια εργαλεία, το βασικότερο κομμάτι των οποίων είναι η επικοινωνία με το κοινό. Είναι αυτονόητο λοιπόν ένα καλλιτεχνικό έργο να έχει ως βασικό στόχο του την επικοινωνία με τον κόσμο. Το «Αγόρι», βέβαια, το είδαν μόλις 3.000 θεατές, με τις συνθήκες όμως που βιώνουμε αυτή την εποχή στη χώρα και με δεδομένη την καλλιτεχνική επιτυχία της ταινίας είμαστε ευχαριστημένοι. Νομίζω, πάντως, πως όταν ένας σκηνοθέτης φτιάχνει ένα έργο, πρώτα σκέφτεται τον εαυτό του και μετά το κοινό. Για αυτό και στις σκληρές σκηνές της ταινίας δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή την αντίδραση του θεατή, αλλά μόνο τη σημασία των σκηνών αυτών και το πώς θα είναι πιο σωστός ο συμβολισμός τους.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, το κοινό δεν είναι εξασκημένο. Περιμένει τα πάντα στο πιάτο. Είναι καχύποπτο, έχει τάσεις προσωπολατρείας –κάτι που, βέβαια, ισχύει σε αρκετές χώρες, αλλά εδώ είναι ακόμα πιο έντονο– και λειτουργεί παρορμητικά. Όσο εύκολα μπορεί να λατρέψει κάποιον, το ίδιο εύκολα μπορεί και να τον απορρίψει. Με την ίδια ευκολία επίσης κολλάει ταμπέλες: ένα νέο πρόσωπο, πριν το δει καλά-καλά, το βάζει σε κουτάκια με τίτλο «καλός», «κακός», «μέτριος». Ίσως, βέβαια, είναι και η ανάγκη του να το καταλάβει γρήγορα, άμεσα αν είναι δυνατόν. Θεωρώ πως χρειάζεται αρκετή εκπαίδευση και δουλειά από την πλευρά των θεατών…
Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό σινεμά έχει κάνει βήματα προόδου. Οι ταινίες είναι πλέον πιο καθαρές, πιο λειτουργικές, πιο επικοινωνιακές, πιο ποιοτικές βεβαίως. Έχει γίνει μια προσπάθεια πιο οργανωμένη, επιχειρούμε όλοι μας να εκπαιδευτούμε ξανά σε σχέση με το σινεμά. Βρισκόμαστε πιο κοντά στην αληθινή του δύναμη, που δεν είναι άλλη από τα εργαλεία του. Δεν εννοώ τόσο τις ιστορίες του, αλλά τα εκφραστικά του μέσα.
Η κρίση έχει αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή μας. Μας έχει αλλάξει και ως χώρα. Το πιο εύκολο είναι να πεις ότι φταίει ο απλός κοσμάκης, που κατανάλωσε περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Όταν όμως εσύ ‒εννοώ τους πολιτικούς των εκάστοτε κυβερνήσεων‒ έχεις φτιάξει ένα μοντέλο ζωής στο οποίο ο μέχρι πρότινος στερημένος μπορεί να νιώσει ολοκλήρωση μέσω του υπερκαταναλωτισμού, ε τότε το σφάλμα δεν είναι κυρίως του απλού ανθρώπου. Σε μια κοινωνία αγρίως ανταγωνιστική και καπιταλιστική, όταν σπρώχνεις τον άλλο προς αυτή την κατεύθυνση, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα την ακολουθήσει.
Η οικογένεια είναι η βάση στη ζωή κάθε ανθρώπου. Ένα παιδί είναι απαραίτητο να έχει στέρεα μέσα του την αίσθηση της ασφάλειας και της αγάπης. Και μεγαλώνοντας όμως, στην πιο ενήλικη ζωή σου εννοώ, είναι μεγάλη υπόθεση να ξέρεις πως υπάρχει πάντοτε ένας ώμος (εννοώ γονικός) όπου μπορείς να ακουμπήσεις, ή να κλάψεις, ή να σου καλύψει ένα κενό. Αν δεν σου καλύψει αυτό το κενό η οικογένειά σου, θα ψάξεις να σου το καλύψει κάποιος άλλος. Κι αν δεν συμβεί ούτε αυτό, τότε θα αποτανθείς στον εαυτό σου, όπως συμβαίνει και με το αγόρι στην ταινία μου. Φυσικά υπάρχουν και οι δυσλειτουργικές ή καταστροφικές οικογένειες, κοινό θέμα σε πολλές ταινίες πλέον…
Μεγάλωσα στην Καστέλλα, έβγαλα το λύκειο στην Τζαβέλα, φυσικά είμαι Ολυμπιακός. Ο Πειραιάς μπορώ να πω ότι μου λείπει τα τελευταία χρόνια που ζω στα Εξάρχεια, προς το παρόν πάντως δεν νιώθω την ανάγκη να γυρίσω πίσω. Σε είκοσι χρόνια, ίσως….