Πλάι στη Βαρβάκειο, κάτω από την αγορά των οπωρολαχανικών, υπάρχει μια ταβέρνα από το 1875. Πρώτα την είχε ο παππούς, μετά ο πατέρας, ο γιος, και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Λέγεται «Δίπορτο». Ανοίγει μόνο πρωί – ακολουθεί το ωράριο της αγοράς. Μέσα υπάρχουν μεγάλα βαρέλια και τραπεζάκια. Είναι ένα είδος κατακόμβης κάτω από το επίπεδο του δρόμου, απ’ όπου δεν φαίνεται.
Δεν υπάρχει καμιά ταμπέλα έξω. Όπως λένε στο Καλίτρι (λέξη παρόμοια με το καλύτερα) της Καμπανίας, το καλό κρασί δεν χρειάζεται φύλλωμα στο κλαδί. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει. Όποιος πρέπει να ξέρει, ξέρει.
Το «Δίπορτο» έχει δύο πόρτες που μοιάζουν με καταπακτές.
Πέρασε κάποιος και είπε: «Μα τι κάνετε; Πάτε να μετατρέψετε τη βρομιά σε παράδοση; Αν σας κάνουν υγειονομικό έλεγχο, θα το κλείσουν!»
Πάντα έτσι ήταν στην Ανατολή. Η Δύση θεωρεί βρομιά τις μυρωδιές της αγοράς, των άχρηστων, ενώ οι Aνατολίτες δεν φοβούνται τις μυρωδιές, τις γεύσεις. Δεν προσέχουν πολύ τη συμπεριφορά τους, είναι όμως μεγαλόψυχοι. Η αγορά εδώ μου θυμίζει εκείνη του Μπουένος Άιρες. Αρκετά πράγματα στην Αθήνα θυμίζουν το Μπουένος Άιρες, ίσως γι’ αυτό έχουν μουσικές τόσο συγγενικές στην ψυχή. Ίσως γι’ αυτό ο Γιάννης Παπαϊωάννου μου θύμιζε πάντα τον Ρομπέρτο Γκογενέτσε παρά έναν ρεμπέτη, έναν διαβητικό, κάποιον στον οποίο οι γλυκανάλατοι στίχοι των ερωτικών τραγουδιών τού προκαλούσαν διαβήτη.
Το ρεμπέτικο, όπως η βρομιά, θεωρούνταν ντροπή, κάτι βάρβαρο, όχι ελληνικό. Έγινε ένας σφοδρός πολιτισμικός πόλεμος που ξεπερνούσε τις επιβολές. Ένας πόλεμος εξαγνισμού που προσπάθησε να κόψει τις γέφυρες ανάμεσα στην κλασική και στη σύγχρονη εποχή.
Επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν το ανατολίτικο μέρος. Ο κλασικισμός οδήγησε στην υιοθέτηση του απολλώνιου στοιχείου, και έτσι χάθηκε το διονυσιακό. Ο Διόνυσος εκτοπίστηκε στην ταβέρνα, όπου και αποκλείστηκε, και άρχισε να πιάνει το μπουζούκι.
Το «Δίπορτο» απέξω καταρρέει. Κατεβαίνεις από σκαλιά. Ποια η διαφορά ανάμεσα στην ταβέρνα και στο εστιατόριο; Στην ταβέρνα, το φαγητό αποτελεί μέρος του συμποσίου, άρα όταν τρώνε μιλούν και ενίοτε παίζουν μουσική.
Η μουσική είναι κάτι που το τρως από κοινού, όπως τα υπόλοιπα που σερβίρονται στο τραπέζι.
Η ταβέρνα είναι μια εστίαση πλούσια σε ανθρωπιά, με χαμηλές τιμές.
Άραγε τι μας κάνει πλούσιους και τι φτωχούς; Ο πλούτος συχνά είναι εκείνο που υπάρχει κίνδυνος να σε κάνει φτωχό.
Είναι πλούτος να έχεις κλιματισμό, καθαρά μαγαζιά όπου κάθεσαι σιωπηλός, ή είναι πλούτος να έχεις βρόμικα μαγαζιά με ανθρωπιά, συμπόσιο και μουσική;
Η Σοφία διηγήθηκε την πρώτη φορά που ήρθε εδώ. Ήταν πριν από μερικά χρόνια, το θυμάται καλά. Μπήκε από την είσοδο-καταπακτή, κάτω ήταν γεμάτο κόσμο και καπνό. Ήταν αδύνατο να περάσεις. Δύο γέροι κάθονταν ακριβώς πλάι στην πόρτα και μας έλεγαν: «Μη φεύγετε, ελάτε μέσα, ελάτε μαζί μας». «Εσύ από πού είσαι;» «Α, και ο παππούς μου ήταν από το ίδιο χωριό». Τότε μπήκε ένας Aλβανός οργανοπαίχτης, απ’ αυτούς που παίζουν ηπειρώτικο κλαρίνο. Μπήκε και έκανε μεγάλο θόρυβο, φασαρία, γιατί στα ηπειρώτικα το κλαρίνο βγάζει λυγμούς σαν βελάσματα. Ο κόσμος άρχισε να χορεύει, μιας και έφτασε η μουσική. Υπήρχαν τα πάντα: ένας παπάς με την οικογένειά του, μια πόρνη που καθόταν μόνη της στο τραπέζι, τουρίστες, διανοούμενοι, θαμώνες.
Αυτή είναι η ταβέρνα: οι τιμές είναι χαμηλές. Ίσως για κάποιον να είναι φτώχεια, υπάρχει όμως ένας άλλος πλούτος που κάνει τη Σοφία να λέει: «Τη θυμάμαι σαν μία από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μου».
Το μαγαζί παραμένει ανοιχτό καθημερινά εδώ και 150 χρόνια. Δεν είναι μαγαζί που πληροί τις προδιαγραφές. Άλλωστε τι είναι οι προδιαγραφές; Τι μας κάνει καλό και τι κακό; Τι είναι βρόμικο και τι καθαρό;
Χωρίς ταβέρνα δεν θα υπήρχε ρεμπέτικο. Ορισμένες μουσικές δεν θα υπήρχαν χωρίς τα κέντρα όπου τις έπαιζαν. Οι δίσκοι είναι κάτι το αφηρημένο. Η μουσική ζει στα μέρη όπου εκτελείται. Το ρεμπέτικο παιζόταν πάντα στην ταβέρνα, ενώ τρώμε και πίνουμε, και τη δεχόμαστε σαν εξομολόγηση, όχι γονατιστοί, μα καθιστοί.
Στην ταβέρνα καθόμαστε. Καθόμαστε στην άκρη της ζωής και περιμένουμε. Αφού φάμε και πιούμε, η ψυχή μας ανοίγεται και συχνά επιτίθεται· πρέπει να της αφήσουμε χώρο για να ανασάνει ξανά. Μερικές μουσικές συντροφεύουν την ψυχή στο τραπέζι. Τη συνοδεύουν όπως ο Χάρος προς την Κόλαση· ή προς μια στιγμή του Παραδείσου.
Τι είναι η ευτυχία; Ίσως η στιγμή όπου η επιθυμία συμπίπτει με ό,τι έχουμε. Και τότε, όσο λιγότερα επιθυμούμε τόσο πιο πολύ πλησιάζουμε στην ευτυχία.
Πάντα με γοήτευε η ιδέα ότι ο ρεμπέτης δεν είχε ανάγκη τίποτα. Δεν θα έκανε την ευτυχία του να εξαρτάται από κάτι άλλο πέρα από όσα ήδη διέθετε, δηλαδή από τον τρόπο συμπεριφοράς του, ένα πακέτο τσιγάρα, καρδιά για να τραγουδάει, φίλους όπου ανάμεσά τους μπορεί να νιώθει μόνος.
Ο μάγκας τραγουδάει τον καημό του χωρίς ποτέ να κλαίει· χωρίς να παρακινεί στο κλάμα.
Χορεύει μόνος του. Έξω από συμβάσεις. Δεν συγχρονίζει τα βήματά του με αυτά των άλλων. Κάποιος μπορεί να βρίσκεται γύρω του, αλλά σε μικρή απόσταση, ώστε να μη νιώθει εγκαταλελειμμένος από όλα.
Σε αυτό βοηθάει η αγκαλιά της ταβέρνας.
Η ταβέρνα δεν δεχόταν ποτέ πιστωτική κάρτα. Ίσως η πίστωση είναι αυτή που κερδίζεται με το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων. Η πίστωση που δεν εγγυώνται οι τράπεζες. Τότε, όμως, ποια είναι η αξιοπιστία και ποια η αναξιοπιστία;
Η λέξη τράπεζα παλιότερα δήλωνε το τραπέζι, την Αγία Τράπεζα, το χώρο του μοιράσματος της θυσίας, του φαγητού. Τράπεζα ήταν το ευχαριστιακό δείπνο και επίσης ο πάγκος του αργυραμοιβού, που αργότερα έγινε, κατ’ επέκταση, η τράπεζα ως κέντρο της σύγχρονης οικονομίας. Ωστόσο η τράπεζα, ως πίστωση, σχετίζεται και με την «πίστη».
Επομένως, στους πάγκους της ταβέρνας δοκιμάζεται η πίστη και ο σεβασμός. Τόποι των ανθρώπων· τόποι της τύχης.
Η τύχη μοιράζει την καλή ή κακή μοίρα, όπως ο ήλιος μοιράζει φως και κάνει τον κόσμο να γυρίζει σαν μεκανό.
Σε τέτοια μέρη, η τύχη κατεβαίνει πάντα από τις σκάλες. Μπορεί να είναι ένας κλαριντζής που μπαίνει με ένα νταούλι ή ένας αλλοδαπός που πουλάει λαχεία. Πρέπει πάντα να αφήνουμε ανοιχτές τις πόρτες στην τύχη. Γι’ αυτό η ταβέρνα εδώ έχει δύο, για να προσφέρει πάντα μια διέξοδο. Γιατί η τύχη μπορεί να μπει, μα και να φύγει βιαστικά.
Αν το λιμάνι είναι η είσοδος της πόλης, η ταβέρνα είναι η πόρτα της ψυχής, και στο «Δίπορτο» υπάρχουν δύο: μία για να την αφήνουν να μπαίνει και μία για να δραπετεύει. Ελάτε, ρε μάγκες! Πάμε… […]
«Δίπορτο», Σωκράτους 9 & Θεάτρου, τηλ: 210 3211463.
//Από το βιβλίο του Βινίτσιο Καποσέλα «Τεφτέρι», εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Μαρία Φραγκούλη.
Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα του Κώστα Βάρναλη.
Δείτε εδώ το επεισόδιο «Η Ταβέρνα», από την τηλεοπτική σειρά του Νίκου Τριανταφυλλίδη «Τα Στέκια – Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού» στη ΝΕΡΙΤ.