«Όπως όμως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η ανάληψη δύσκολων και πολλών ρόλων σε τόσο νεαρή ηλικία, λειτούργησε ως τροχοπέδη για τη μετέπειτα καριέρα της, αφού δεν δόθηκε χρόνος στη φωνή της αφενός να ξεκουράζεται, αφετέρου να ωριμάσει φυσιολογικά. Για παράδειγμα, εμφανίστηκε επανειλημμένα ως Αμπιγκέιλ στο Ναμπούκο ‒ο συγκεκριμένος ρόλος θεωρείται ‘’δολοφόνος’’ για τις υψιφώνους. Η Μαρία Κάλλας τον είχε δοκιμάσει μια φορά το 1949 κι έκτοτε τον απέφευγε όπως ο Διάβολος το λιβάνι. Άλλο ένα παράδειγμα μάς δίνει η απλή ανάγνωση τού προγράμματος εμφανίσεών της το 1966: ξεκίνησε με Αΐντα στη Μάντουα και Δύναμη του Πεπρωμένου στη Νάπολη, συνέχισε με Τροβατόρε στη Γένοβα, Λουΐζα Μίλερ στη Φλωρεντία, Ναμπούκο στη Λισαβόνα, Χορό Μεταμφιεσμένων σε Μαδρίτη και Μπουένος Άιρες, ξανά Αΐντα στο Μεξικό, Τζιοκόντα στο Σικάγοκαι Άννα Μπολένα στη Νέα Υόρκη, για να κλείσει τη χρονιά με Ναμπούκο στη Σκάλα του Μιλάνου. Οκτώ διαφορετικοί πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε μόλις έντεκα μήνες, ένα πρόγραμμα εξοντωτικό για κάθε λυρική τραγουδίστρια, πολλώ δε μάλλον στην ηλικία των 23 ετών!»
Δέκα χρόνια φέτος από τον θάνατό της, και η Έλενα Σουλιώτη εξακολουθεί να στοιχειώνει τον ύπνο πολλών φίλων της όπερας, για το αν, για το πώς, για το γιατί της. Γιατί αυτή, που είχε αρετές απίστευτες στη φωνή, στην ηθοποιΐα, στην έκφραση, στο πάθος, στην αξία ακόμα και μιας Κάλλας παρόμοιες, θριάμβευσε δέκα χρόνια σχεδόν παντού, κι αποσύρθηκε απότομα, στα 31 της μόνο; Πώς αυτή η τρομερή περίπτωση κάποια στιγμή έχασε ουσιαστικά τη φωνή της, αποσύρθηκε γενναία επί χρόνια, κι επέστρεψε για ελάχιστα μόνο πράγματα στο μέλλον, με φωνή άλλη, σχεδόν τιμητικά, σαν ανάμνηση θολή τού καταπληκτικού της παρελθόντος;
Ρωτούσα τον Νίκο Ζαχαρίου, τον μέγιστο Έλληνα βαθύφωνο, που βρέθηκε κι αυτός στη χώρα του πίσω ηλικιωμένος, να περάσει εδώ το τελευταίο στάδιο της επίσης γεμάτης θαύματα ζωής του: «Πού είναι τώρα η Σουλιώτη, κύριε Ζαχαρίου; Πού ζει, πώς ζει, πού βρίσκεται;» «Στη Φλωρεντία είναι, κύριε Κακίση», μου απαντούσε. «Έχουμε κι επαφή, θέλετε να της τηλεφωνήσετε εκ μέρους μου, μήπως θελήσει να σας μιλήσει;» Κι εγώ τότε σκεφτόμουνα: Ας πούμε, αν μου ’λεγε ναι, που δεν το πίστευα. Θα χρειαζόμουνα διπλάσιο ίσως της συνέντευξής της χώρο, για να εξηγήσω στους πάντα αδιάφορους κι επίμονα απληροφόρητους συμπατριώτες της περί τίνος επρόκειτο. Και μιλάμε για μια συνομιλία που την περίμενε με αγωνία επί δεκαετίες ο παγκόσμιος μουσικός χώρος. Για το αν, το πώς και το γιατί, που λέγαμε.
Η Σουλιώτη ήταν κι εκείνη κορυφαία περίπτωση στη σειρά των λαμπρών Ελλήνων αρχιτραγουδιστών, που με επικεφαλής τη Μαρία Κάλλας δεν έπαψαν ποτέ να μας κάνουν περήφανους όπου Γης, στο απαιτητικό και πάρα πολύ δύσκολο, σκληρότατο μονοπάτι του μελοδράματος. Ξεκινώντας με Γιάννη Αγγελόπουλο και Οδυσσέα Λάππα προπολεμικά, συνεχίζοντας με Νίκο Μοσχονά και Νίκο Φυλακουρίδη, φτάνοντας στον Ζαχαρίου και στον Πασχάλη, στον Γιώργο Παππά και στον Δημήτρη Καβράκο, οι Ελληνίδες ταυτόχρονα εξίσου ψηλά ανέβηκαν: Μιρέιγ Φλερύ και Ζανέτ Πηλού, Τατιάνα Τρογιάνος και Τερέζα Στράτας, Αγνή Μπάλτσα, Έλενα Σουλιώτη και Κάλλας –η Μαρία που του ενώνει όλους, αλλά και που ξεπέρασε τους πάντες και τα πάντα παντού…
Η Σουλιώτη, λοιπόν. Έχουν γραφτεί πολλά, πολλές εικασίες γίνανε, πολλές απαντήσεις προσπάθησαν κατά καιρούς να δοθούν. Πιθανότατα δεν υπάρχει μια. Το ότι για τη Σουλιώτη η αρχή ήταν θριαμβική, το ότι με την πρώτη δυσκολία παρόμοιος καννιβαλισμός όπως και με την Κάλλας όλων εναντίον της προέκυψε –σε σημείο να σπεύσει η Κάλλας κάποτε στα παρασκήνια για να πειστεί η Σουλιώτη να ξαναβγεί στη σκηνή–, το ότι η Decca πρώτα την ήθελε για το διαμάντι στο στέμμα τής δισκογραφίας της και μετά το πράγμα γύρισε τελείως ανάποδα, το ότι καθόλου, είπαμε, η ίδια δεν πρόσεξε στη διαχείριση της φωνής της, το ότι, το ότι, το ότι…
Εγώ πάλι, θυμάμαι και μια μικρή φράση ενός υπέροχα ταπεινού ανθρώπου στο συγκινητικό του πόνημα «Έλληνες Αρχιτραγουδιστές του Μελοδράματος», του Γιώργου Κουσουρή, όταν η Σουλιώτη ήταν ακόμα στις δόξες της. Συγκρίνοντάς την, όπως όλοι τότε άλλωστε με τη Μαρία, ο Κουσουρής, αποθεώνοντάς την ταυτόχρονα, σημείωνε: «Οι δύο καλλιτέχνιδες είναι φτιαγμένες από πολύτιμο, αλλά διαφορετικό υλικό. Βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ποιοτικά και ποσοτικά το καλλιτεχνικό βάρος της ζυγαριάς γέρνει προς το μέρος της Κάλλας. Γιατί η Κάλλας τελείωσε κι ένα σχολείο, του οποίου η Σουλιώτη δεν αντίκρυσε ούτε την πόρτα. Ένα σχολείο που ακονίζει το μυαλό και ατσαλώνει τη θέληση: το σχολείο της Φτώχειας»…
Υπερ-απλούστευση, θα μου πείτε. Ίσως. Αλλά και μια υπο-σημείωση, πως η Σουλιώτη σαν ένα φωτεινό παιχνίδι μόνο είχε αντιμετωπίσει την καριέρα της και τη σκηνή. Και πάλι θα μου πείτε: «Πάρα πολύ ψηλά δεν έφτασε; Και δέκα χρόνια λίγα είναι, για σοπράνο δραματική, μ’ αυτή τη φωνή την εύθραυστη σαν γυαλί, στις εντάσεις σαν ηρωικού τενόρου; Λίγος είναι κι αυτός όλος ο μεταχρονολογημένος μέγας μύθος της; Όχι, βέβαια, αλλά στα καλά πράγματα, στα πολύ καλά, πάντα υπάρχει για όλους μας το ανικανοποίητο, πόσω μάλλον για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, τον κάθε δημιουργό, που καλείται να διαχειριστεί ως μέντιουμ τέτοια θεϊκά δώρα.
Επειδή, λοιπόν, ούτ’ εγώ τώρα, αλλά ούτε και κανείς, νομίζω, μπορεί να βεβαιώσει τι πήγε στραβά εδώ, ας αρκεστούμε στις μαγικές της ηχοχραφήσεις, τις στουντίου ή τις υποκλαπείσες ζωντανές, κι ας θυμόμαστε πάντα πως και η Σουλιώτη τράβηξε ακάθεκτη μπροστά για το όνειρό της, δεν δείλιασε, δεν κρύφτηκε, και κινδύνευσε ανά πάσα στιγμή, όπως οι παλιοί εκείνοι της όπερας μεγάλοι τολμούσαν να κάνουν, ίσως και περισσότερο από τους περισσότερους εκείνη.
Γιατί, υπάρχουν κι ακόμη πιο σκοτεινές πλευρές αυτού του θέματος, η δειλία, η ανοησία, η μικρόνοια, όπως ακριβώς μου τις περιέγραψε μια μέρα ο πολύς Κώστας Πασχάλης, αυτός που τόσες φορές μάλιστα με τη Σουλιώτη συνυπήρξε στο πάλκο, έτσι όπως κι εγώ κάπου το έχω ξαναγράψει:
«…Κι ο Κώστας Πάσχάλης, ο ηθοποιός εκτός από τραγουδιστής κι αυτός τέλειος, έν’ απόγευμα που πάλι είχα ανέβει στην Εκάλη με μια Καβαλερία με Σουλιώτη και Ντελ Μόνακο, γύρισε σε μια μαθήτριά του που ήταν ακόμα εκεί: -Την ακούς; της είπε. Καταλαβαίνεις; -Ακούω, είπε αυτή. Πρέπει όμως να φύγω, κύριε Πασχάλη. -Έχεις κάτι επείγον; -Μα ξέρετε. Αν φτάσω μετά τις εννιά στο Μπουρνάζι εκεί που μένω, θα γυρίζω καμιά ώρα, για να βρω πάρκινγκ. Κι ύστερα, όταν είχε φύγει το κορίτσι αυτό, όταν τον ρώτησα εγώ, -Πώς είναι η φωνή της; -Καλή είναι η φωνή της. Αλλά το μυαλό της; Το πρόβλημά της είναι πώς θα παρκάρει στο Μπουρνάζι! Τι καριέρα μπορεί να κάνει στην όπερα, στο εξωτερικό, μ’ αυτά τα μυαλά;»…