Η συλλογή διηγημάτων «Οχτωμισάρια» της Ελένης Μπουκαούρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Οχτωμισάρια

Ça a commencé comme ça

Εκείνο το βράδυ, κάτι με είχε πιάσει και ήθελα συνέχεια να ακούω αυτό το τραγούδι: «Europa» και Santana, αρχίζει αργά, ληθαργικά, μουσική που σε παγιδεύει κι ύστερα, ζωηρεύει σιγά-σιγά, ώσπου γίνεται φρενήρης. Είχαμε βγει από το σινεμά, καβαλήσαμε το ποδήλατο, οδηγούσε η Άννα, εγώ πίσω στη σχάρα, Αλονζανφάν παιανίζω, Αμέρικα, Αμέρικα, μου απαντάει κι ορμήσαμε στην άσφαλτο, κάνοντας οχτάρια, όχι, Οχτωμισάρια, γελάμε τρελά, Νύχτα και Περιπέτεια, πού πάμε; Να ζήσουμε τη ζωή μας και φτάνουμε στη «Nouvelle Poste». Μπήκαμε, κοίταξα γύρω ανήσυχη μήπως ήταν εκεί ο Ρόκκο και τα αδέλφια του, δεν ήταν, μόνο ο τρελο-Πιερό καθόταν στο μπαρ. Ήπιαμε ένα στα γρήγορα, φύγαμε. Επόμενος σταθμός το «Ange d’ Or», υπόγειο φίσκα, ο Ζιλ κι ο Τζιμ, έχουν ήδη πιει πολύ, μην πάρετε το αυτοκίνητο, λέω ανήσυχη στην Κατρίν, μην οδηγήσεις απόψε. Πάμε, σέρνω την Άννα και καταλήγουμε στη «Victoire», με κομμένη την ανάσα. Είναι σχεδόν όλοι εκεί. Πίνουμε μπίρες, ατέλειωτες μπίρες, ο Νίκος παίζει στο πιάνο, Τ’ Αστέρι του Βοριά, ο Μάκης πίνει αμίλητος, «πρέπει να δούμε τις προκηρύξεις, πριν από τη ΓΣ, και να κατεβάσουμε πρόταση για απεργία διαρκείας», λέει τελικώς, η Όρσα και η Πασκάλ σιγοτραγουδάνε, ο Ζαν Μαρκ με κοιτάζει αυστηρά, τον κοιτάζω κι εγώ, εγώ πάντα κοιτάζω τον Ζαν Μαρκ, ακόμη να διαβάσεις Μούζιλ, λέει το επιτιμητικό του βλέμμα, η Άννα παρατηρεί τους πάντες μέσα από τα στρογγυλά γυαλιά της, ο Αμπντού ανάβει ένα μπάφο και καπνίζουμε κρυφά, το στόμα της Άννας είναι στρογγυλό και ώριμο, μοιάζει με τη Σιλβάνα Μάνγκανο, σκέφτομαι, -ή μήπως Μανγκάνο;

Βγαίνουμε στη νύχτα, κοιτάζω ψηλά, έχει ξαστεριά. Η Άννα είναι δίπλα μου, κοιτάζω τον Ζαν Μαρκ, εγώ πάντα κοιτάζω τον Ζαν Μαρκ, κι ύστερα το φιλί είναι παράφορο, είναι βαθύ, τα χέρια της είναι γύρω μου και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε όπως δεν μ’ έχει φιλήσει ποτέ καμία κι όπως ήθελα πάντα να φιλήσω την Τιτσιάνα στη Ρώμη, -“θέλεις να σου διαβάσω τα ποιήματά μου;” είπε και το ‘σκασα από την κατάληψη του Τέρμινι, πήγα σπίτι της και της είπα, “εγώ θα μεταφράσω στα Ελληνικά τα ποιήματά σου, ναι, θα εκδοθούν στην Ελλάδα”, “να, διάβασε”, μου λέει, οι μισές λέξεις άγνωστες, ξεφτιλίστηκα κι έφυγα κακήν κακώς, αλλά προηγουμένως, στάθηκα πίσω της διακριτικά κι ακούμπησα για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο το μάγουλό μου απαλά στη μαύρη, κατάμαυρη χαίτη που κυλούσε στην πλάτη της, αντίθετα, ο Τζιάνι παραμέρισε τα μαλλιά μου για να με φιλήσει αργά, ένα φιλί που έμοιαζε με σκέψη, και ξεδιπλώθηκε μέσα σε σπάνια, ακριβή, πολύτιμη σιωπή, την ώρα που η ανατολή φώτιζε τη γέφυρα με τα αγάλματα, στο Τραστέβερε, “σε λίγο θα πάω να πάρω το γιο μου να τον πάω στο σχολείο”, είπε και φύγαμε με την Άννα, κάναμε ωτοστόπ για να γυρίσουμε και τώρα η Άννα είναι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και φιλιόμαστε, ένα φιλί που φέρνει τα πάνω κάτω, κι ύστερα μ’ αφήνει απότομα και πέφτω στο σκάμμα του πεζοδρομίου, ανάσκελα στο χώμα, κοιτάζω τον ουρανό νυχτιάτικα, τα πάνω κάτω, κρέμονται τα αστέρια του Βορρά και χαμογελάω, εκεί, μέσα στο σκάμμα, πάνω στα χώματα, μέσα στη γη κι ο ουρανός με σκεπάζει, νιώθω ευτυχισμένη και ασφαλής, κλείνω τα μάτια και ακούω στο όνειρό μου τα γέλια του Ζαν Μαρκ, που με ανεβάζει και πάλι πάνω στη γη, ξύπνα αγάπη μου, ακούω, η νύχτα τέλειωσε, τα αστέρια χάθηκαν, πρέπει να φύγεις.

H Άννα είναι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και φιλιόμαστε, ένα φιλί που φέρνει τα πάνω κάτω, κι ύστερα μ’ αφήνει απότομα και πέφτω στο σκάμμα του πεζοδρομίου, ανάσκελα στο χώμα, κοιτάζω τον ουρανό νυχτιάτικα, τα πάνω κάτω, κρέμονται τα αστέρια του Βορρά και χαμογελάω.

Έφυγα και πήγα, έφυγα κι επέστρεψα.

Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία.
Στο σπιτικό των Ομπλόνσκι, όλα γίναν άνω-κάτω.

Ο πατέρας μου βασανίζεται, ο πατέρας μου θα πεθάνει -και μήπως όλοι δεν θα πεθάνουμε; επαναλαμβάνει, όμως είναι κάπως χαμένος, τι ακριβώς σημαίνει αυτό το ψευτο-παρηγορητικό αξίωμα; Προς το παρόν, πεθαίνει αυτός κι εγώ κόβω το τσιγάρο, επειδή φοβάμαι. Φοβάμαι πως χάνω τα υπέροχα χέρια του, τα χέρια του πατέρα μου, ευγενικά, δειλά, στοχαστικά και βραδυκίνητα, με νύχια πεντακάθαρα. Μόνος του, ολομόναχος, με τα περιποιημένα νύχια του, φεύγει και πριν φύγει, προλαβαίνω να βάλω το χέρι του να αγκαλιάσει το αριστερό μου μάγουλο, να με χωρέσει ολόκληρη το δεξί του χέρι, πάνω στο αριστερό μου μάγουλο. Κάπου διάβασα ότι τα νύχια και τα μαλλιά συνεχίζουν να μεγαλώνουν κάμποσο μετά, -όμως, δεν θα είχε ανάγκη να μεγαλώνουν ανεξέλεγκτα τα περιποιημένα νύχια του, αφού δεν θα μπορούσε πια να τα φροντίζει, όσο για τα μαλλιά του είχαν όμορφες σκάλες, που ασημίζουν τόπους-τόπους, σίγουρα δεν θα ήθελε να μακρύνουν κι άλλο.

Η μάνα μου βασανίζεται, η μάνα μου δεν θα πεθάνει, πεισμώνω, όμως σταμάτησε να τρώει, να μιλάει, να βλέπει, τι μπορώ να κάνω, εκτός από το να της κρατώ το χέρι και να της λέω ιστορίες, πολλές ιστορίες, ιστορίες για να ακούει, κι όσο ακούει, δεν πεθαίνει. Πώς το ξέρω ότι ακούει; Ανεπαισθήτως, τρέμει λίγο το χέρι της στο χέρι μου, ανεπαισθήτως χαλαρώνει εκείνη η ζάρα ανάμεσα στα φρύδια, τα χείλη της απλώνονται κάπως, ίσως γελάει, τα μάγουλα, η μύτη, τα βλέφαρα γίνονται σαν του παιδιού που κοιμάται και ονειρεύεται.

Τότε ακριβώς, ανέτειλε ξαφνικά η εποχή που κάτι θέλω. Θέλω κάτι που δεν γίνεται. Δεν θέλω να πεθάνει η μητέρα μου. Θέλω να μην πεθάνει η μητέρα μου. Θέλω να πεθάνει γρήγορα, δεν θέλω να πεθάνει ποτέ. Συνεχίζω να της λέω ιστορίες. Ακόμη και συνταγές της λέω, τις συνέχειες από τα αγαπημένα της σίριαλ στην τηλεόραση, κι όταν σωπαίνω, τότε νιώθω πως στήνει αυτί και οι βολβοί των ματιών της μετακινούνται κάτω από τα κλειστά βλέφαρά της, προς τα μένα, προς τη φωνή μου που δεν ακούγεται πια. Κι αρχίζω να σιγοσφυρίζω, όχι κάποιο γνωστό σκοπό, σφυρίζω απλώς για να φύγει αυτό από μέσα μου, είναι ένας ήχος συνθηματικός, πως κάποιος είναι εδώ και φυλάει σκοπιά. Κι είναι ένα σφύριγμα, που αρχίζει αργά, ληθαργικά, ένας σκοπός που παγιδεύει τη στιγμή να μείνει ακίνητη κι όσο η μάνα μου δεν ξυπνάει, γίνεται όλο και πιο ζωηρός, όλο και πιο γρήγορος, ώσπου καταλήγει φρενήρης και μου κόβει την ανάσα κι εκείνη δεν αναπνέει πια.

Aujourd’hui, maman est morte.

Απ’ όταν πέθανε, το μόνο που θέλω είναι ο θάνατός της. Να πεθάνω σαν κι αυτήν, δηλαδή, να έχω κάποιον δίπλα μου να μου κρατάει το χέρι και να μου λέει ιστορίες. Θέλω έναν ευτυχισμένο θάνατο. Αυτό θέλω από τη ζωή.

 

//Η Ελένη Μπουκαούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική Λογοτεχνία, Γλωσσολογία και Ιστορία στο Στρασβούργο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο ΑΠΕ και στο «Φλας».’Εχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές στις εκδ. Γαβριηλίδη.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Κωστής Παπαγιώργης για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, «Όταν πεθαίνει ένας φίλος…»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top