Τον κεντρικό ρόλο του Τζον Μέρρικ υποδύεται ο Δημήτρης Καρατζιάς φορώντας μια κατασκευή του Σωκράτη Παπαδόπουλου.

Ουδείς επιλέγει το πρόσωπο που θα κουβαλήσει στη ζωή. Έρχεται μ’ αυτό εξαρχής. Δομείται ολόκληρη η ζωή του βάσει αυτού. Έτσι που ακόμη κι αν προβεί σε αισθητικές παρεμβάσεις, θέλοντας να ξεφύγει εντελώς από τα στοιχεία που η φύση του έδωσε, πάλι το κουβαλάει εσωτερικά. Το πρόσωπο είναι ένας καθρέφτης και μια ταυτότητα. Ορίζει την μοναδικότητά μας σε ένα κόσμο που σπάνια αποδέχεται το διαφορετικό.

Πάνω σ’ αυτό το δίπολο του κοινά αποδεκτού και του σφόδρα παραποιημένου στηρίζεται το έργο «Ο άνθρωπος ελέφαντας» του Μπέρναρντ Πόμερανς, το οποίο απέσπασε τα βραβεία Tony, Drama Desk, Obie Awards και New York Drama Critics’ Circle ως το καλύτερο θεατρικό έργο για το 1979. Ένα χρόνο μετά, ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιντς θα γυρίσει την πιο «ορθόδοξη» ταινία του χρησιμοποιώντας το υλικό του θεατρικού έργου. Το αποτέλεσμα θα είναι μια γροθιά στο στομάχι. Ο τερατόμορφος ήρωας του έργου «καταπίνεται» από την πουριτανική κοινωνία της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Δεν έχει καμία ελπίδα ενσωμάτωσης ακόμη κι όταν βροντοφωνάζει ότι μπορεί εμφανισιακά να είναι αποκρουστικός, μέσα του όμως παραμένει ένας άνθρωπος.

Παρεμπιπτόντως, το θεατρικό έργο δεν είναι εξ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας, καθώς αυτός ο περιβόητος άνθρωπος «ελέφαντας» υπήρξε στην πραγματικότητα. Λεγόταν Τζον Μέρρικ και γεννήθηκε το 1862 στην Βικτοριανή Αγγλία. Είχε την ατυχία να πάσχει από τη νόσο του Ρεκλινχάουζεν, μια μορφική παραμόρφωση στο πρόσωπο που αποκαλείται κοινώς ελεφαντίαση. Η πρωτεϊκή του φυσιογνωμία απασχόλησε επί μακρόν την κλειστή κοινωνία της εποχής, έγινε αντικείμενο έρευνας από τους επιστήμονες, ενώ προηγουμένως βίωσε τη σκληρότητα της κοινωνίας, καθώς, όντας εξοβελιστέος, αναγκάστηκε να γίνει θέαμα σε τσίρκο για να βγάζει τα προς το ζην.

Ο Κοραής Δαμάτης φωτίζει με τη σκηνοθεσία του όχι μόνο την παραμόρφωση του κεντρικού ήρωα, αλλά και την κρυφή αλλοίωση που υφίστανται όλοι οι «κανονικοί» άνθρωποι που περιβάλλουν τον Μέρρικ.

Το έργο ανεβαίνει φέτος στο Πολυχώρο Vault σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη (η επίσημη πρώτη πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου), 40 χρόνια από το πρώτο του ιστορικό ανέβασμα στο Broadway (Απρίλιος του 1979 – Ιούνιος του 1981, 916 παραστάσεις). Στην Ελλάδα το έργο παίχθηκε πρώτη φορά το το 1980 από το θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη και αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές και εισπρακτικές επιτυχίες του πάντα πρωτοποριακού καλλιτέχνη.

Ολοι οι ηθοποιοι φορούν μάσκες κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Ο Κοραής Δαμάτης φωτίζει με τη σκηνοθεσία του όχι μόνο την παραμόρφωση του κεντρικού ήρωα, αλλά και την κρυφή αλλοίωση που υφίστανται όλοι οι «κανονικοί» άνθρωποι που περιβάλλουν τον Μέρρικ. Γι’ αυτό και η απόφασή του όλοι οι ηθοποιοί να φορούν μάσκα και να κυκλοφορούν επί σκηνής μόνο μ’ αυτή συνιστά μια κεντρική εικόνα του έργου. Η ευταξία της κοινωνίας, φτιαγμένη από στοιβάδες προκαταλήψεων και πουριτανισμού, είναι ολότελα επίπλαστη. Ακόμη κι αυτοί που θεωρούνται κεντρικές φιγούρες της «καλής» κοινωνίας, στην πραγματικότητα έχουν υποστεί/δεχθεί/υποστηρίξει τη δική τους μεταβολή σε όψη και χαρακτήρα.

Ο Μέρρικ καταφέρνει να ξεφύγει από τα Freak Shows στα οποία παρουσιαζόταν χάρη στη σωτήρια του παρέμβαση του ιατρού Τριβς που όχι μόνο τον γλιτώνει από τους βασανισμούς και τις κακοποιήσεις που δεχόταν, αλλά τον περιθάλπει στο νοσοκομείο που εργαζόταν και προσπαθεί να τον εντάξει σε ένα σχήμα οικογένειας. Φυσικά, το κάνει και για ιδιοτελείς σκοπούς (προηγείται πάντα μέσα του η επιστημονική αντιμετώπ. ση του ζητήματος). Κατ’ ουσίαν ιδρυματοποιεί τον Μέρρικ, του θέτει απαράβατους κανόνες για το πώς θα συμπεριφέρεται και θα σκέφτεται και κανοναρχεί την θλιβερή και μοναχική ζωή του.

Σύντομα διαπιστώνουν άπαντες (ο διευθυντής του νοσοκομείου που είναι το συνώνυμο της εξουσίας, ο Επίσκοπος που είναι ο φορέας της συντηρητικής Εκκλησίας, αλλά και η θελκτική ηθοποιός που εικονοποιεί την παραδεδεγμένη ομορφιά του κόσμου), πως ο Μέρρικ είναι ένας άνθρωπος με θαυμαστές δεξιότητες, ποιητική στόφα και βαθιά ανάγκη για ανθρώπινη ζεστασιά. Μπορεί η εξωτερική του εμφάνιση να είναι τω όντι αποκρουστική, όμως, μέσα του κρύβει έναν ολάνθιστο κήπο.

Αυτό που ζητάει ο Μέρρικ είναι την αποδοχή της κοινωνίας.

Αποζητάει το άγγιγμα (ιδιαιτέρως το γυναικείο), αντιλαμβάνεται τη δύναμη της ωραιότητας και το θαύμα της αποδοχής από τους άλλους. Είναι όλα αυτά που αποστερήθηκε και ποτέ δεν πίστεψε πως θα μπορέσει να τα προσεγγίσει. Βαθμηδόν οι άλλοι βλέπουν στο πρόσωπό του κάτι δικό τους, κάτι που είχαν αποκρύψει από τους εαυτούς τους στην ανάγκη τους να είναι αποδεκτοί από την κοινωνία. Αυτό που τελικά βλέπουν με σκληροτράχηλη ειλικρίνεια είναι ότι η δική τους παραμόρφωση μπορεί να μην είναι ευδιάκριτη διά γυμνού οφθαλμού, αλλά κατατρώει την ύπαρξή τους.

Το έργο κινείται πέριξ αυτού του άξονα της απομόνωσης που ζητάει να ξεφύγει από τη στενωπό και της αποκάλυψης των αποκρουστικών στοιχείων που η κοινωνία επιβάλλει στα μέλη για να τα δεχθεί στις αγκάλες της. Το δεύτερο μέρος του είναι περισσότερο ουσιαστικό και σαφώς λιγότερο φλύαρο από το πρώτο. Η δράση εντός του νοσοκομείου είναι υπαινικτική και βαθύτατα υπαρξιακή. Εκεί οι συγκρούσεις και οι κυριαρχικές σχέσεις παύουν να δραματοποιούνται προσχηματικά και αποκτούν εσωτερικές δονήσεις.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα «φωτεινά» κοστούμια που επιμελήθηκε ο Κοράης Δαμάτης (σε ένα έργο, μάλιστα, απόλυτα σκοτεινό) και στις μάσκες της Ελένης Σουμή.

Τον κεντρικό ρόλο του Τζον Μέρρικ υποδύεται ο Δημήτρης Καρατζιάς φορώντας μια κατασκευή του Σωκράτη Παπαδόπουλου (μάσκα ελέφαντα) και ένα χέρι γιγαντιαίων διαστάσεων. Η κινησιολογία του (σημειωτέον ότι ο Μέρρικ έχει σοβαρό πρόβλημα και στη βάδιση) όπως και η εκφορά του λόγου του είναι δίχως εκζήτηση. Είναι περισσότερο εσωτερικής «καύσης» το παίξιμό του και ουσιαστικά, μέσω του στρεβλωμένου του σαρκίου, αναφύεται η πνευματική του καθαρότητα.

Άκρως λειτουργικοί στους ρόλους τους είναι ο Περικλής Μοσχολιδάκης ως Τριβς (ιδιαιτέρως στο σημείο όπου η αναμφισβήτητη δύναμη της επιστήμης του καταρρέει υπό το βάρος των ενοχών του), η Σουβλίτσα: Μαρία Καβουκίδη ως ηθοποιός Κυρία Κένταλ, ο Μιχάλης Καλιότσος ως Καρλ Γκομ (διευθυντής του νοσοκομείου), ο Στέλιος Καλαϊτζής (Επίσκοπος) και ο Αντώνης Καραθανασόπουλος σε τριπλό ρόλο.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα «φωτεινά» κοστούμια που επιμελήθηκε ο Κοράης Δαμάτης (σε ένα έργο, μάλιστα, απόλυτα σκοτεινό) και στις μάσκες της Ελένης Σουμή.

 

Info
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
Πολυχώρος Vault, Μελενίκου 26 (2130356472)
Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακές στις 6.15 μ.μ.

 

Διαβάστε ακόμα: Eίδαμε το «Joker» – Η ερμηνεία του Φίνιξ αγγίζει τα όρια του υποκριτικού θαύματος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top