Ποιητής, λαογράφος και μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος του κατεστημένου, ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1928.

Ένας άνθρωπος με σκούρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο κάθεται σε ένα υπαίθριο ρεστοράν στο Παρίσι και πίνει τον καφέ του καπνίζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς. Ένας άνθρωπος, μπροστά σε ένα φορτωμένο με βιβλία και χαρτιά τραπέζι, σκύβει πάνω από τις σημειώσεις του και, με το μολύβι ή με την κόλλα και το ψαλίδι στο χέρι του, συνθέτει ένα καινούριο βιβλίο. Ένας άνθρωπος με ένα σακίδιο στον ώμο και μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι τριγυρίζει στις ξένες πόλεις γυρεύοντας τα νεκροταφεία και τα εστιατόριά της. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι, και κάμποσοι άλλοι ακόμα, στη Θεσσαλονίκη και στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στην Αθήνα, είναι ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Εκ πρώτης όψεως, ο άνθρωπος με το βελούδινον καπέλλο εφαίνετο να ρεμβάζη μέσα στην τύρβην της φθινοπωρινής βραδιάς. Ωστόσο δεν ερέμβαζε. Κρατούσε στο αριστερόν του χέρι το ωρολόγιόν του και μετρούσε πόσες ξανθές και πόσες μελαχροινές εδιάβαιναν κατά λεπτόν ενώπιόν του, και μόλις παρήρχοντο εμπρός από την διαφημιστικήν στήλην, εσημείωνε την κάθε μια, σύμφωνα με την απόχρωσιν της κόμης της, σε ένα κυτίον σιγαρέττων. Καίτοι ο άνθρωπος αυτός εθεωρείτο από τους περισσοτέρους ως ημιπαράφρων, όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν εκ του σύνεγγυς τον εθεώρουν ίσως εκκεντρικόν, αλλ’ εβεβαίουν ότι είχε σώας τας φρένας του. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που εξελαμβάνετο ως διασάλευσις της ψυχικής του ευρυθμίας, δεν ήτο κατά βάθος παρά μία απόρροια πλουσιωτάτης ιδιοσυγκρασίας και μέγα θάρρος συναισθηματικόν.

«Θα ‘θελα να με θυμούνται σαν αλλόκοτο και εργατικό συγγραφέα», έλεγε ο ίδιος. (Φωτογραφία: Gilles Berquet)

Έτσι περίπου, όπως περιγράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος τον δικό του ήρωα στη γαλλική πρωτεύουσα, φαντάζομαι συχνά και τον Ηλία Πετρόπουλο να κάθεται σε ένα υπαίθριο καφέ στο Παρίσι και να κοιτάζει τις γυναίκες που διασχίζουν τον δρόμο μπροστά του. Τα ένδοξα καφέ, τα μπιστρό και τα ρεστοράν της πόλης έχουν εξάλλου πολλές φορές περάσει από τα ποιήματα του Πετρόπουλου άλλοτε ως ανώνυμο σκηνικό και άλλοτε ως πρωταγωνιστές των στίχων του. Είναι το Atrium, όπου πίνει καφέ και συζητάει με τη γυναίκα του και όπου έδινε κάποτε τα ραντεβού του με τον Άρη Αλεξάνδρου. Είναι το Capannina, καφενεδάκι των γέρων αναρχικών του Παρισιού κάποτε και τώρα ιταλικό ρεστοράν, όπου συνηθίζει να πιάνει τραπέζι στο πεζοδρόμιο. Είναι η Palette, όπου πίνει μπύρα τα Σαββατόβραδα και συναντάει τον αγαπημένο του Roland Topor και άλλους εικαστικούς καλλιτέχνες. Και άλλα ακόμη που δεν κατονομάζονται, μα είναι διαρκώς παρόντα στα ποιήματά του και στη ζωή του, και στα οποία κάθεται μόνος ή με συντροφιά και πίνει τον καφέ του σημειώνοντας στο τετραδιάκι του και κοιτάζοντας την κίνηση γύρω του: Καθόμαστε σε ψάθινες καρέκλες μπρος στην Palette / και κοιτάζομε τα πόδια των γυναικών.

Εκτός όμως από αυτή την παρισινή εικόνα του Ηλία Πετρόπουλου που έχω στον νου μου (και τις ανάλογες στο Βερολίνο και στη Ρώμη, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, που μπορούμε να φανταστούμε) υπάρχει και μια άλλη πλευρά του που με επιμονή επανέρχεται στο μυαλό μου. Τον φαντάζομαι στο Παρίσι πάλι, όχι όμως στα βουλεβάρτα και στα καφέ, μα μέσα στο σπίτι του αυτή τη φορά, εκεί όπου πέρασε τα τελευταία τριάντα σχεδόν χρόνια της ζωής του, στο νούμερο 34 της rue Mouffetard, σ’ ένα διαμέρισμα γεμάτο με τις δημιουργίες των αγαπημένων του ζωγράφων, με τα δικά του κολάζ και τις φωτογραφίες του στους τοίχους, μπροστά στο γραφείο του με έναν ογκώδη φάκελο στο χέρι να εργάζεται πάνω σε ένα καινούριο κάθε φορά θέμα – «να εργάζεται αγρίως», όπως λέει ο φίλος του ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Και συνεχίζει: «Τέρας μνήμης και αντοχής, με δαιμόνιο οργάνωσης και ταξινόμησης του υλικού του, ακούγοντας μουσική από τα μαύρα μεσάνυχτα (ρεμπέτικα και τζαζ), κάθιδρος και με ανεμιστήρες να βουίζουν γύρω του…».


Διαβάστε ακόμα: Στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει ένα ρετιρέ με τη σημαντικότερη συλλογή κλασικής μουσικής


Το πιο δύσκολο, ενδεχομένως, είναι να πεις ποια ακριβώς είναι η εργασία αυτού του ανθρώπου, ο οποίος σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έκανε τίποτε άλλο, καθώς ο ίδιος ισχυρίζεται, από το να προσπαθεί να αποδείξει με τα βιβλία του και το ζωντανό του παράδειγμα ότι ο συγγραφέας μπορεί να υπάρξει κόντρα στο Κράτος. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: ακάματος λαογράφος και ιδιότυπος ιστορικός του ελληνικού πολιτισμού, διεισδυτικός ερευνητής και μελετητής του ασήμαντου, ιστοριοδίφης του υπόκοσμου και πολύγλωσσος ρέκτης μεταφραστής, εκδότης, μανιώδης συλλέκτης και ταλαντούχος οργανωτής και συντηρητής του τεράστιου προσωπικού του αρχείου, τουρκολόγος και νομικός, πολυσχιδής εικαστικός καλλιτέχνης (φωτογράφος, ζωγράφος, εικονογράφος, κατασκευαστής και επιμελητής βιβλίων, δημιουργός κολάζ), ερωτικός ποιητής και δοκιμιογράφος με αμίμητο ύφος, κοινωνικός σχολιαστής και λιβελογράφος, γραμματέας μια εποχή της εκπολιτιστικής επιτροπής του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, πορνογράφος, αυτοεξόριστος περιηγητής και επιμελής αλληλογράφος, σεσημασμένος και υπότροπος εγκληματίας (όταν έγραφε τις δέκα μικρές μελέτες του για τη φυλακή), δημοσιογράφος, τέως Διοικητής του Τμήματος Ηθών και Λεσχών Αθηνών (όταν έγραφε την πραγματεία του περί των εν Ελλάδι οίκων ανοχής και του πληρώματος αυτών), συστηματικός και σχολαστικός ερευνητής της γλώσσας και λεξικογράφος, εξ έρωτος εικαστικός και λογοτεχνικός κριτικός, εμπειρικός και ερασιτέχνης επιστήμονας. Συγγραφέας περισσότερων από ογδόντα βιβλίων. Θα ‘θελα να με θυμούνται σαν αλλόκοτο και εργατικό συγγραφέα, λέει κι ο ίδιος.

Αυτά και άλλα πολλά, που μερικά ήδη τα γνωρίζουμε και άλλα θα τα μάθουμε ενδεχομένως κάποτε, τα πρόλαβε ο Ηλίας Πετρόπουλος σε μία μόνο ζωή. Από τον Ιούνιο του 1928 συγκεκριμένα ως τον Σεπτέμβριο του 2003. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μα έξι χρόνια αργότερα η μετάθεση του πατέρα του θα φέρει όλη την οικογένεια στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα ζήσει τις θηριωδίες των Γερμανών, τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου, θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί ο ίδιος και θα γνωρίσει τους διωγμούς που επεφύλασσε το μετεμφυλιακό κράτος σε κάθε αριστερό πολίτη – θα γνωρίσει όμως και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη: Ο Πεντζίκης μού εδίδαξε τον τρόπο να βλέπω τα πράγματα διαγωνίως, θα πει.

Στο βιβλίο του «Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης» θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τη λέξη «μουνάκι» και θα καμαρώνει γι’ αυτό σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Το 1965 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα εργαζόμενος ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. Την επόμενη κιόλας χρονιά θα δει το φως της δημοσιότητας και το ιδιότυπο, όπως όλα του εξάλλου, βιβλίο του «Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης». Γι’ αυτή τη μελέτη θα αξιωθεί παράσημο και χρηματικό βραβείο από τα ανάκτορα (θα αρνηθεί επιδεικτικά το πρώτο, αλλά θα πάρει προκλητικά την επιταγή των 700 δραχμών). Είναι σε αυτό το βιβλίο του που θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τη λέξη «μουνάκι» και θα καμαρώνει γι’ αυτό σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Τότε τη γλύτωσε και μάλιστα με εύφημο μνεία. Λίγο αργότερα ωστόσο, με την έκδοση το 1968 του πρωτοποριακού βιβλίου του «Ρεμπέτικα τραγούδια» δεν θα σταθεί τόσο τυχερός: θα καταδικαστεί από τη χουντική δικαιοσύνη σε πολύμηνη φυλάκιση. Το ίδιο θα συμβεί και με το επόμενο βιβλίο του τα «Καλιαρντά», όπως και με την ποιητική του σύνθεση «Σώμα», που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1972 στο γνωστό περιοδικό Τραμ. Η πολύτιμη πείρα που απέκτησε όλο αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο κατά τα έτη 1975-1976, οπότε συνέγραψε «Το Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη», μια πολύ σοβαρή χιουμοριστική περιγραφή της κατάστασης των ελληνικών φυλακών, που δημοσιεύτηκε το 1979 και του στοίχισε μια νέα καταδίκη σε φυλάκιση, δεκαοχτάμηνη αυτή τη φορά.

Χωρίς αντίκρισμα ωστόσο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος βρισκόταν ήδη από χρόνια μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι και δεν επρόκειτο μέχρι το τέλος να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Χρησιμοποιώ την λαογραφία σαν πολιτικό όπλο. Μένοντας στην Ελλάδα έκανα κλεφτοπόλεμο. Η φυγή μου στην Γαλλία μού έδωσε τη δυνατότητα να εκσφενδονίζω τα βιβλία μου σαν χειροβομβίδες». Εδώ επιτέλους, όπως και στο αγαπημένο του Βερολίνο, όπου επίσης θα περάσει αρκετά χρόνια, και στην ακόμη πιο αγαπημένη του Ρώμη, ο Πετρόπουλος θα μπορέσει να ζήσει και να εργαστεί όπως ακριβώς επιθυμεί – ανεξάρτητος από κάθε κρατική παρέμβαση ή και βοήθεια ακόμη και με τη συντροφιά της γυναίκας του, Μαίρης Κουκουλέ και των φίλων του, μεταξύ των οποίων είναι και ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Roland Topor.

«Χρησιμοποιώ την λαογραφία σαν πολιτικό όπλο. Μένοντας στην Ελλάδα έκανα κλεφτοπόλεμο. Η φυγή μου στην Γαλλία μού έδωσε τη δυνατότητα να εκσφενδονίζω τα βιβλία μου σαν χειροβομβίδες».

Και μόνο μια πρόχειρη καταλογάδην καταγραφή των θεμάτων που απασχολούν τον Πετρόπουλο προκαλεί δέος και απορία. Τα ρεμπέτικα τραγούδια, το μουστάκι, ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι, οι ελληνικοί οίκοι ανοχής και τα πληρώματα αυτών, η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και το πεντζίκι, ο γυναικείος κώλος και η ζωή στον στρατό, η φυλακή και οι κρατούμενοι, το αυτοκίνητο στην Ελλάδα, ο καραγκιόζης, ο Ελύτης, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, η φουστανέλα, οι παροιμίες του υπόκοσμου, ο θάνατος, οι τάφοι και τα νεκροταφεία, η Παλατινή Ανθολογία και η Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι οδοντογλυφίδες, οι καρέκλες και τα σκαμνιά, το παράθυρο στην Ελλάδα και οι σιδεριές, τα καπέλα, οι ψείρες, το Βερολίνο, το χασίς και η γλώσσα των ομοφυλοφίλων, η ομελέτα και η φασολάδα, το ταντούρι και το μαγκάλι, τα περίπτερα και τα κλουβιά των πουλιών, ο Τσόκλης, η Θεσσαλονίκη, η Ιστορία, τα μπαστούνια και τα προφυλακτικά, ο Τσιτσάνης, οι μαχαιροβγάλτες, το μπουζούκι και η λατέρνα, τα βασανιστήρια, το μπανιστήρι, ο Αρετίνος και ο Παπαδιαμάντης.

Και όμως, όλη αυτή η εξωφρενική παραγωγή δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το ανερμάτιστο και χαώδες έργο ενός εργασιομανούς πολυτεχνίτη συγγραφέα που βάλθηκε να αποδείξει στο πανελλήνιον πως τίποτε το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Αντιθέτως, η εργασία του πολυσχιδούς Ηλία Πετρόπουλου, ιδωμένη ως σύνολο, χαρακτηρίζεται από τέτοια ενότητα και συνοχή που εντυπωσιάζει. Καταρχάς, ο συντριπτικός όγκος της δουλειάς του εντάσσεται αναμφισβήτητα στο πλαίσιο της λαογραφικής επιστήμης. Από την άλλη μεριά, μοναδικό σε τελική ανάλυση, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, αντικείμενο έρευνας και μελέτης του Πετρόπουλου είναι η Ελλάδα και το κοινό στο οποίο απευθύνει τα βιβλία του είναι αποκλειστικά το ελληνικό. Τελευταίο και, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερο ενοποιητικό και προσδιοριστικό στοιχείο της συνολικής παραγωγής του Ηλία Πετρόπουλου είναι ο ποιητικός χειρισμός των θεμάτων του, η ποιητική-ερωτική ματιά με την οποία αντικρίζει όσα τον ενδιαφέρουν. Το ύφος του με άλλα λόγια, ύφος γραφής και ζωής, που τον ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα.

 

Διαβάστε ακόμα: Το «καταραμένο» φιλμ της ΕΡΤ 2 που κόπηκε στον αέρα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top