ΕΛ ΣΟΝ, ισπανικά El Son, σημαίνει ήχος, και η ο ήχος είναι το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει ακούγοντας τον αρχιμουσικό Διονύση Γραμμένο να διευθύνει το καλλιτεχνικό και θεσμικό του δημιούργημα, την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων (ΕλΣΟΝ). Πρόκειται για έναν ήχο μαλακό, που ευχαριστεί την ακοή. Την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024 στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής στην Αθήνα, το νεανικό συγκρότημα παρουσίασε το πρόγραμμα που στη συνέχεια ερμήνευσαν προχθές, Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, σε μία από τις πολύ σπάνιες εμφανίσεις ελληνικού συμφωνικού συνόλου στο εξωτερικό και μάλιστα στην αμερικανική μητρόπολη.
Το πρόγραμμα που κατήρτισε ο ιδρυτής, καλλιτεχνικός διευθυντής και μόνιμος αρχιμουσικός της ΕλΣΟΝ ήταν έξυπνα δομημένο, ώστε να ταιριάζει θεματικά στην περίσταση και ταυτόχρονα να είναι εξίσου ενδιαφέρον για ένα κοινό μυημένων στην κλασική μουσική, αλλά και προσιτό σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Περιλάμβανε κυρίως συμφωνικά έργα σχετικά σύντομης διάρκειας και έντονα μελωδικής υφής, τα οποία ενσωματώνουν ως επι το πλείστον χορευτικούς ρυθμούς. Ως όφειλε όμως, ξεκίνησε με ένα έργο σύγχρονης Αμερικανής συνθέτριας, ακολουθώντας το αίτημα για απεγκλωβισμό της κλασικής μουσικής από την (ανδρική) παραδοσιοκρατία και αποτίοντας τον δέοντα φόρο τιμής στο τωρινό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της φιλοξενούσας χώρας.
Αναγνωρίσιμη εμπειρία κάθε τέκνου των ’80ς, το «rewind« της Anna Clyne (Λονδίνο *1980, σήμερα δραστηριοποιείται σις ΗΠΑ) είναι εμπνευσμένο από την εικόνα μιας αναλογικής βιντεοκασέτας που γυρίζει γρήγορα προς τα πίσω (««), με φευγαλέες στιγμές παράλειψης, παγώματος και παραμόρφωσης· αυτή η χρήση των επαναλαμβανόμενων χειρονομιών αξιοποιείται στη μουσική γλώσσα και δομή του έργου. Ξεκινά με ένα εντυπωσιακά αρμονικό πεδίο και ακολουθεί μία βεβιασμένη, επαναληπτική κίνηση με αρκετή επεισοδιακότητα, καταλήγοντας σε μία επίσης εντυπωσιακή παρέμβαση ηχογραφήματος (συμβατικά οριζόμενο στη γλώσσα της σύγχρονης μουσικής ως “μαγνητοταινία” (αγγλικά tape). Αρχικά μουσική για χορό, επωφελείται από μία χορογραφική φαντασία κατά την ακρόαση.
Οι Ελληνικοί Χοροί του Νἰκου Σκαλκώτα (1904-1949) εἰναι πιθανώς το πιο ενδιαφέρον και εξαγώγιμο έργο ελληνικής κλασικής μουσικής, που ακόμα και μετά την πάροδο των 70 ετών από την εκδημία του συνθέτη και την απελευθέρωση των πνευματικών δικαιωμάτων, εξακολουθεί να μην αποτελεί μία τακτική παρουσία στα συμφωνικά προγράμματα. Ο Διονύσης Γραμμένος έκανε μία επιλογή δέκα από τους συνολικά τριάντα έξι (περισσότεροι μάλιστα αν υπολογίσουμε τις εναλλακτικές εκδοχές), τους οποίους διηύθυνε με εξαιρετική ικανότητα οργάνωσης των διαφορετικών στρωμάτων της παρτιτούρας, με πολύ καλά πλασμένη φραστική (η ορχήστρα ακολουθεί πιστά τη μπαγκέτα του) και ωραιότατα ηχοχρώματα. Μάλιστα φανερή ήταν η ικανότητα συνδυαστικής αντίληψης στο πώς τα χρώματα διαφορετικών οργάνων συνδυάζονται, αναμιγνύονται και αμαλγαματοποιούνται για να δώσουν έναν νέο ήχο.
Ταυτόχρονα επέδειξε αντίληψη του μοντερνιστικού στοιχείου, με χιούμορ, και λιγότερη έμφαση στο παραδοσιακό δημοτικό στοιχείο της αρχικής προέλευσης του μελωδικού πυρήνα του υλικού του, όταν αυτή υφίσταται. Στον Αρκαδικό, έναν από τους χορούς που δεν εμπνέονται από κάποιο παραδοσιακό πρότυπο, προτίμησε μια μάλλον αισθησιακή παρά αιθέρια προσέγγιση. Μια πρώτη επιλογή πέντε χορών είχαν ήδη παρουσιάσει στην εμφάνισή τους στο Konzerthaus του Βερολίνου (την πόλη όπου και ο Νίκος Σκάλκωτας έζησε για πολλά χρόνια) στα πλαίσιο του Young Euro Classic Festival την 1η Αυγούστου 2021.
Οι ελαφρώς μεταγενέστεροι Συμφωνικοί Χοροί από το West Side Story (1961) του Λέοναρντ Μπέρνσταιν είναι ουσιαστικά μία συμφωνική σουίτα από το ομώνυμο μιούζικαλ (1957· όμως για το συγκεκριμένο έργο θα πρέπει η έννοια του μιούζικαλ να θεωρηθεί ως μία από τις πολλές μορφές που μπορεί να πάρει η όπερα, αλλιώς λυρικό θέατρο ή μελόδραμα). στο οποίο οι ίδιες αρετές ήταν εμφανείς, όπως επίσης εμφανής η υφέρπουσα διαφωνία στο εναρκτήριο μέρος, που υπέροχα επισημαίνει και δημιουργεί μία αίσθηση ανησυχίας, μαζί με μια υποδόρροια αρρυθμία. Στο τέλος ο Bernstein παρέσυρε και τον αρχιμουσικό ώστε επιτέλους να κάνει και κάποιες πιο κοφτές, στακάτες χειρονομίες.
Γενικά, ο Γραμμένος δεν είναι αρχιμουσικός της εκτεταμένης χειρονομίας, κρατά το χέρι κοντά στο σώμα, και σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται διστακτικός να ξεφύγει από μία κατάσταση ακουστικής μακαριότητας και από τον ωραίο ήχο που δημιουργεί. Αυτό είχε φανεί ιδίως στην προηγούμενη συναυλία του με την ΕλΣΟΝ τον Δεκέμβριο του 2023 στο αφιέρωμα στο Έτος Ραχμάνινοφ, όταν είχαν ερμηνεύσει το Κονστέρτο αρ. 2 (σολίστ Βασίλης Βαρβαρέσσος) και της Συμφωνία αρ. 2 του Ρώσου συνθέτη. Και στα δύο έργα είχε εντυπωσιάσει ο πολυτελής ήχος και τα αργά tempi – στο αργό τρίτο μέρος της Συμφωνίας, ο χρόνος έμοιαζε να έχει λιώσει σα ρολόι του Σαλβατόρ Νταλί. Και είναι κάτι που έχει να κάνει περισσότερο με τη ροή, παρά με τη διάρκεια.
Μετά τα παρατεταμένα χειροκροτήματα από το ακροατήριο (σε μεγάλο βαθμό νεανικό όσο και οι επί σκηνής μουσικοί), δόθηκαν και δύο έργα εκτός προγράμματος, τα οποία προφανώς είναι απολύτως προγραμματισμένα αλλά δεν αναγράφονται στο πρόγραμμα. Πρώτα, την εισαγωγή Candide, επίσης του Μπέρνσταιν, πάρα πολύ ωραία και επιτέλους πολύ ζωηρά παιγμένη, και μετά η μεγάλη έκπληξη, το Danzòn αρ. 2 του Mεξικανού Αρτούρο Μάρκες (Arturo Márquez), σε μία ερμηνεία λίγο εμπνευσμένη ίσως από αυτή του Gustavo Dudamel, αλλά σίγουρα έξοχα ερμηνευμένη, τόσο στα ηχοχρώματα της όσο και στις ρυθμικές της πολυπλοκότητες, σε ένα έργο όπου διακινδυνεύει κανείς να του αποσπαστεί λίγο η προσοχή, αλλά εδώ όμως το ακούσαμε πραγματικά συναρπασμένοι. Σε αυθεντικά δουδαμελιανό πνεύμα, η ορχήστρα πετάχτηκε όρθια στην καταληκτική συγχορδία με τα δοξάρια να δείχνουν προς τον ουρανό.
Άραγε στο μέλλον θα μας φέρουν στην Ελλάδα και τα έργα των Moncayo, Revueltas και Chaves, τα οποία η νέα γενιά των λατινοαμερικανών αρχιμουσικών έχει αρχίσει να διαδίδει στην Ευρώπη; Σε μια τελευταία έκπληξη, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ivan Fischer και της Ορχήστρας Φεστιβάλ Βουδαπέστης, οι μουσικοί άφησαν τα όργανα και μετατράπηκαν σε χορωδία καθιστή για να ερμηνεύσουν όλοι μαζί την Όμορφη Πόλη. Το μόνο που έλειπε ήταν και ένα σύντομο έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου, που είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Σκαλκώτα και τον Bernstein, και ο Έλληνας αρχιμουσικός που τόσες φορές ανέβηκε στο πόδιο του Carnegie Hall.
Προφανώς υπάρχουν ακόμα διαστάσεις της μουσικής ερμηνείας που διαφεύγουν από τα μέλη και τον τριανταπεντάχρονο αρχιμουσικό της ΕΛΣΟΝ, οι οποίοι όμως μάς χαρίζουν ήδη την ομορφιά του ήχου τους και τον ενθουσιασμό τους. Η ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος έγκειται μεταξύ των άλλων ότι σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συμβαίνει, την ορχήστρα δεν αναλαμβάνει ένας έμπειρος αρχιμουσικός, αλλά ένας ο οποίος μαθαίνει την τέχνη του μαζί με τους μουσικούς του. Είναι όμως έξυπνος διοργανωτής. Για την προετοιμασία της ορχήστρας προσκλήθηκαν έμπειροι προγυμναστές που ανέλαβαν εξειδικευμένα τις επιμέρους ομάδες και υποομάδες του συνόλου. Οι μουσικοί που συμμετέχουν χαίρονται και απολαμβάνουν την εμπειρία. Οι ακροατές επίσης. Το αποτέλεσμα δικαιώνει.
Διαβάστε ακόμα: Έγχορδα εν κινήσει. Μεταξύ Βιέννης και Πειραιά με νεανική ζωντάνια.