Ολοφάνερο σε όλες τις εικόνες, είναι η απόλαυση που μοιράζονται πάντα οι δύο εραστές, η ισότιμη συμμετοχή τους στον έρωτα, η ηδονή που δέχονται και χαρίζουν.

Ο Γάλλος ζωγράφος Αιμίλιος Μπερτιέ έζησε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου γνωρίζουμε ότι έφτασε ταξιδεύοντας με τον «Μεγάλο Ανατολικό» τον Μάϊο του 1867. Ήτο αρκετά ιδιόρρυθμος και ισχυράς ερωτικής κράσεως άνθρωπος, και η κράσις του αυτή καθώς και η ιδιορρυθμία του αντηνακλώντο, ως ήτο φυσικόν, και εις τα έργα του. Η ζωγραφική του, καίτοι λίαν πρωτότυπος και εν πολλοίς επαναστατική, είχε, παραδόξως, πολλούς θαυμαστάς μεταξύ των φιλοτέχνων, και τούτο παρά τα λυσσώδεις επικρίσεις των γνωστών παρασίτων της τέχνης που ονομάζονται συνήθως «κριτικοί». Ο ποιητής και κριτικός τέχνης Κάρολος Μπωντλαίρ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του. 

Ο Ούγγρος ζωγράφος Mihály Zichy έζησε την ίδια περίπου εποχή με τον Αιμίλιο Μπερτιέ, από το 1827 έως το 1906. Σπούδασε στη Νομική σχολή της πατρίδας του, αλλά ταυτόχρονα έλαβε και μαθήματα ζωγραφικής τόσο στην Πέστη, στην ανατολική όχθη του Δούναβη, όσο και στη Βιέννη και αργότερα στην Αγία Πετρούπολη, όπου δίδαξε και ο ίδιος, ενώ με την τέχνη του κέρδισε την εύνοια του Αλέξανδρου Β΄ και εισήλθε στην τσαρική Αυλή.

Οι πίνακες του Mihály Zichy, θα έλεγε κανείς, βγαίνουν απευθείας από τη φαντασία του Ανδρέα Εμπειρίκου και τα καταστρώματα του «Μεγάλου Ανατολικού».

Από το 1871 έως το 1881 ταξίδεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι, απ’ όπου έφυγε, για να επιστρέψει οριστικά πια στη Ρωσία, όταν απορρίφθηκε ένα μεγάλο έργο του από την «Έκθεση του Παρισιού» λόγω του έντονα αντιπολεμικού χαρακτήρα του. Ασχολήθηκε επίσης συστηματικά με την εικονογράφηση βιβλίων, ξεκινώντας το 1881 όταν δημιούργησε τριάντα πέντε εικόνες για μια έκδοση του εθνικού ποιήματος της Γεωργίας. Ο ποιητής και κριτικός Θεόφιλος Γκωτιέ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του.

Ο Ούγγρος ζωγράφος Mihály Zichy έζησε την ίδια περίπου εποχή με τον Αιμίλιο Μπερτιέ, από το 1827 έως το 1906.

Τα έργα αποδίδουν έντονες ψυχικές καταστάσεις, εναλλάσσει φωτεινές και σκοτεινές επιφάνειες, αναπαριστάνει ιστορικά και μυθικά θέματα, τοπία και εσωτερικές σκηνές.

Η ζωγραφική του Mihály Zichy εντάσσεται αναμφισβήτητα στο κλίμα του Ρομαντισμού, καθώς ο καλλιτέχνης αποδίδει με τα έργα του έντονες ψυχικές καταστάσεις, εναλλάσσει φωτεινές και σκοτεινές επιφάνειες, αναπαριστάνει ιστορικά και μυθικά θέματα, τοπία και εσωτερικές σκηνές. Ακόμη και εις τους πίνακας εκείνους, όπου, εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβαινε εις τα περισσότερα έργα του, το ηδονικόν στοιχείον δεν εφαίνετο εκ πρώτης όψεως, ένεκα του διαφορετικού θέματος -ως π.χ. εις ένα τοπείον, ή μίαν nature morte– μία προσεκτικοτέρα παρατήρησις, από ανθρώπους ευαισθήτους, γρήγορα έπειθε τον θεατήν, ότι και αυτοί οι πίνακες, παρά τα θέματά των, ήσαν ηδονιστικοί, ή, τουλάχιστον, ήσαν άκρως ηδονικά ζωγραφισμένοι, τόσον ως προς την ύλην, όσον και ως προς τον τρόπον με τον οποίον εφιλοτεχνήθησαν.

Σήμερα ο Mihály Zichy ανακαλύπτεται εκ νέου, όχι τόσο, πάντως, για το φανερό και ήδη γνωστό ζωγραφικό του έργο, αλλά μάλλον για τα τολμηρά ερωτικά σχέδια που έχει φιλοτεχνήσει και τα οποία στον καιρό τους δεν είχαν, όπως είναι φυσικό, ευρεία διάδοση. Habent sua fata pictores. Πρόκειται για σκηνές που βγαίνουν, θα έλεγε κανείς, απευθείας από τη φαντασία του Ανδρέα Εμπειρίκου και τα καταστρώματα του «Μεγάλου Ανατολικού».

«Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί να ζωγραφίζουμε ένα ωραίο ή άσχημο κεφάλι, ένα τοπείον, ένα κανάτι, ένα τραπέζι με σκόρπια φρούτα, δύο σκοτωμένες πέρδικες, μία μάχη, μία μυθολογική, αυλική ή λαϊκή σκηνή, και όχι μία συνουσία, μία ωραία ψωλή εν δράσει».

Στη μία, ένας άντρας είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, γυμνός εκτός από το πουκάμισό του, ενώ μια γυναίκα έχει καθίσει με τα πόδια της ανοιχτά και χωρίς το εσώρουχό της πάνω στο πρόσωπό του – μπορούμε να δούμε το πέος του που σκληραίνει και ορθώνεται και ν’ ακούσουμε, θαρρείς, τους αναστεναγμούς της καύλας από τα χείλη της γυναίκας. Σε άλλη εικόνα, είναι η γυναίκα τώρα ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα στήθη της γυμνά, ενώ ο άντρας έχει σκύψει πάνω από το κρεβάτι και έχει χώσει το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της, που εκείνη με τα χέρια της τα κρατάει ανοιχτά, για να τον διευκολύνει στο έργο του.

Η γυναίκα είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή, ερεθισμένη, και κοιτάζει τον άντρα που μπροστά της ουρεί σ’ ένα δοχείο νυκτός.

Κάποτε μοιάζει ο ίδιος ο ζωγράφος να είναι ο πρωταγωνιστής, όπως σ’ εκείνη την εικόνα, όπου μια νεαρή γυναίκα είναι ανεβασμένη πάνω στο τραπέζι του, γύρω πινέλα, ποτήρια και χρώματα, η πλάτη της στηρίζεται στο καβαλέτο, κι ο ζωγράφος καθισμένος στην καρέκλα του έχει χώσει το κεφάλι του κάτω από τη φούστα της, ενώ με τα χέρια του την κρατάει από τους γοφούς. Μπορεί να είναι το ίδιο κορίτσι που, αλλού, είναι γονατισμένο μπροστά σε έναν ντυμένο γενειοφόρο άντρα και έχει στο στόμα της το ορθωμένο του πέος που του το έχει βγάλει από το άνοιγμα του παντελονιού του – με το ένα της χέρι το κρατάει σταθερό, ενώ με το άλλο της σφίγγει απαλά τους όρχεις του.

O Mihály Zichy ανακαλύπτεται εκ νέου, όχι τόσο, πάντως, για το φανερό και ήδη γνωστό ζωγραφικό του έργο, αλλά μάλλον για τα τολμηρά ερωτικά σχέδιά του.

Και το ταξίδι αυτό δεν έχει τέλος, όπως και οι στάσεις στον έρωτα που χαρίζουν ηδονή. Άλλοτε η γυναίκα είναι ανάσκελα και ο άντρας κινείται μέσα της, άλλοτε εκείνη γυρισμένη στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι κι εκείνος πίσω της ή ανεβασμένη πάνω του με τα στήθη της γυμνά. Κάποτε η γυναίκα είναι έγκυος, αλλού είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή, ερεθισμένη, και τον κοιτάζει που μπροστά της ουρεί σ’ ένα δοχείο νυκτός. Σε μιαν άλλη εικόνα ο άντρας είναι όρθιος μπροστά σε μια λεκάνη και αυνανίζεται μόνος ή τραβάει δυνατά τις ρώγες της γυναίκας που βρίσκεται ξαπλωμένη πάνω του.

«Γιατί να μη ζωγραφίζουμε τα αναρίθμητα θαυμάσια θέματα που μας προσφέρει ο έρως;»

Ό,τι κάθε φορά είναι ολοφάνερο, πάντως, σε όλες αυτές τις εικόνες, είναι η απόλαυση που μοιράζονται πάντα οι δύο εραστές, η ισότιμη συμμετοχή τους στον έρωτα, η ηδονή που δέχονται και χαρίζουν, η ηδονή που τους πλημμυρίζει, και ο ερωτισμός που διαχέεται στα πρόσωπά τους και στα σώματά τους, στα έπιπλα και στα υπόλοιπα αντικείμενα που απεικονίζονται, ο ερωτισμός που ξεχειλίζει και φθάνει στα μάτια και στην ψυχή του θεατή. Αυτή είναι η μεγάλη τέχνη του Mihály Zichy.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να ζωγραφίζουμε μία αγία μετάληψι, μία στέψι, ή μία ταυρομαχία, και να μη ζωγραφίζουμε, αν μας αρέση (και θα ήτο πολύ αφύσικο να μη μας αρέση) μίαν οποιαδήποτε λαγνοπραξία».

Τέλος δεν έχουν οι ερωτικές στάσεις, τα σμιξίματα και οι θωπείες.

Ή με τα λόγια του Αιμίλιου Μπερτιέ: Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί να ζωγραφίζουμε ένα ωραίο ή άσχημο κεφάλι, ένα τοπείον, ένα κανάτι, ένα τραπέζι με σκόρπια φρούτα, δύο σκοτωμένες πέρδικες, μία μάχη, μία μυθολογική, αυλική ή λαϊκή σκηνή, και όχι μία συνουσία, μία ωραία ψωλή εν δράσει, ή ένα ωραίον μουνί εν λειτουργία ή εν ηδονική προσδοκία, καθώς και κάθε ερωτικό παιχνίδι και κάθε μορφή ερωτικής πράξεως, συμπράξεως ή εκφράσεως. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να ζωγραφίζουμε μία αγία μετάληψι, μία στέψι, ή μία ταυρομαχία, και να μη ζωγραφίζουμε, αν μας αρέση (και θα ήτο πολύ αφύσικο να μη μας αρέση) μίαν οποιαδήποτε λαγνοπραξία, από τις ποικίλες ψαύσεις και τα χάδια των γεννητικών οργάνων, μέχρι της εκσπερματώσεως, είτε σε ένα μουνί ή σε έναν κώλο, είτε σε ένα στόμα, ή στον αέρα, ή επάνω σε ωραία βυζιά… Γιατί να μη δεχώμεθα να ζωγραφίζουμε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή, είτε πρόκειται για ορθόδοξες, είτε για μη ορθόδοξες λαγνουργίες; Γιατί να μη ζωγραφίζουμε τα αναρίθμητα θαυμάσια θέματα που μας προσφέρει ο έρως; Γιατί να δεχώμεθα να ζωγραφίζουμε, ως χαριτωμένο θέμα, ένα κορίτσι που ξεσκεπάζει ένα πανέρι γιομάτο φρούτα και να μη δεχώμεθα να ζωγραφίζουμε ως θέμα πολύ πιο χαριτωμένο ένα κορίτσι που ξεσκεπάζει και δείχνει το μουνί της;

 

// Σημείωση: όλες οι φράσεις εντός του κειμένου που είναι με πλάγια γράμματα προέρχονται από τον Μεγάλο Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου (εκδόσεις Άγρα).     

 

Διαβάστε ακόμα: Αυνανισμός, μια τέχνη που χάνεται. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top