Γεννημένος στη Νάπολη στις 25 Φεβρουαρίου 1873, από τα 10 του χρόνια ήταν παθιασμένος με τη μουσική και το τραγούδι (φωτογραφία: napolivillage.com).

Το 1996, η Washington Post δημοσιεύει δημοσκόπηση για τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της χιλιετίας. Ένας μακρύς κατάλογος ηχηρών ονομάτων μεταξύ των οποίων μόνο δύο ιταλικά: του Μιχαήλ Άγγελου και του Ενρίκο Καρούζο. Πώς γίνεται κι ένας τραγουδιστής της όπερας, είδους που θεωρείται ελιτίστικο, να φιγουράρει εκεί;

Κοντά έναν αιώνα από το θάνατό του, το όνομα του τενόρου Enrico Caruso έχει χαραχτεί στη συλλογική μνήμη. Η φήμη της «φωνής του αιώνα» έχει ξεπεράσει κατά πολύ τον κλειστό κόσμο της λυρικής τέχνης.

Γεννημένος στη Νάπολη στις 25 Φεβρουαρίου 1873, από τα 10 του χρόνια είναι παθιασμένος με τη μουσική και το τραγούδι. Από 7 αδέλφια, ήταν το τρίτο που επέζησε. Παρά το μύθο, δεν έζησε μέσα στη φτώχεια. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός μιας μεγάλης φίρμας και αγαπούσε το κρασί. Δουλεύοντας στο εργοστάσιο του πατέρα του, ανακαλύπτει το ταλέντο του στο σχέδιο και την καρικατούρα και του άρεσε να αυτοσαρκάζεται. Έχει απαθανατίσει τον εαυτό του ως Δον Χοσέ στην Κάρμεν, ως Κάνιο στους Παλιάτσους και πάει λέγοντας.

Το ένδοξο πεπρωμένο του Καρούζο στην πραγματικότητα θα σφραγιστεί το 1902, σ’ ένα δωμάτιο του Grand Hôtel στο Μιλάνο, όπου ηχογραφεί 10 τραγούδια για την Gramophone του Λονδίνου.

Ο Καρούζο διέθετε κάποια φυσικά πλεονεκτήματα: ένα στόμα ιδιαίτερα φαρδύ και φωνητικές χορδές μακρύτερες απ’ τις κανονικές.

Ξεχωρίζει σούμπιτο εξαιτίας της απολύτως εξαιρετικής ποιότητας της φωνής του, την οποία δουλεύει επί μια δεκαετία, περνώντας από τον λυρικό τενόρο (spinto) στον δραματικό τενόρο (robusto) τέλεια προσαρμοσμένο στο νέο αναδυόμενο στυλ της όπερας, το βερισμό, ο οποίος προτιμά τη ρεαλιστική παρουσίαση και την καθαρή έκφραση αντί της επιτηδευμένης κομψότητας του bel canto του 19ου αι.

Επίσης, ο Καρούζο διαθέτει κάποια φυσικά πλεονεκτήματα: ένα στόμα ιδιαίτερα φαρδύ και φωνητικές χορδές μακρύτερες απ’ τις κανονικές. Συν ένα θώρακα τεράστιο, που μπορούσε να φουσκώσει κατά 20 ολόκληρα εκατοστά. Μπορούσε να κρατήσει μια νότα για πάνω από 40 δεύτερα. Εμφανίστηκαν, όμως, και δύο άνθρωποι στη ζωή του που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και δίχως τους οποίους η φήμη του δεν θά ‘χε πάρει τέτοιες διαστάσεις.

Το Φεβρουάριο του 1894, ο Καρούζο καλείται να εκπληρώσει μια 3ετή στρατιωτική θητεία. Για να μη χάσει τις λυρικές του ικανότητες, τραγουδάει κάθε απόγευμα μετά την εκγύμναση. Συγκινημένος από την ομορφιά αυτής της φωνής, ο ταγματάρχης Giuseppe Nagliati, μετά από μόλις ενάμιση μήνα, αναγγέλλει πως ο Ενρίκο θα αντικατασταθεί από τον αδελφό του, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη μουσική του εκπαίδευση. «Του οφείλω πολλά […]. Ίσως -δεν το ξέρω- αν δεν ήταν αυτός ο διοικητής, δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σε θέση να τραγουδάω αν έπρεπε να συνεχίσω τη θητεία μου», εξομολογείται το 1920 στην Daily Telegraph.

Ήδη από το 1909, ήταν ο πιο καλοπληρωμένος άνδρας καλλιτέχνης στον κόσμο (AP Photo).

Και είναι οι συμβουλές το 1896 του μαέστρου και δασκάλου Vincenzo Lombardi που θα επιτρέψουν στον νεαρό τενόρο να φτάσει τη μουσική τελειότητα. «Σπρώξε μπροστά το λάρυγγα»: μια απλή συμβουλή φυσιολογίας που επιτρέπει στον Καρούζο να μη συγκρατεί πλέον τη φωνή του και να καθαρίσει τις ψηλές του νότες. Τώρα, σε απόλυτη ισορροπία μεταξύ δύναμης και ομορφιάς, η φωνή του «Μεγάλου Καρούζο» μπορεί να φτάνει και να ελέγχει τις υψηλές κλίμακες δίχως να σπάει, πράγμα ακριβώς που τον πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Μια φωνή τεράστιας έκτασης, σταθερή, λαμπερή, πλούσια, ζεστή, βελούδινη…

Mε τη σύζυγό του Ντόροθι το 1918.

Ξαναβρήκε τον έρωτα στα 45 του, τρία χρόνια πρoτού πεθάνει. Το 1918 παντρεύτηκε την Αμερικανή Dorothy Park Benjamin, 23 χρόνια νεότερή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη.

Έχει πλέον αποκτήσει αυτοπεποίθηση κι εκείνο το καλοκαίρι του 1897 θα είναι η αρχή της ερωτικής του ιστορίας με τη σοπράνο Ada Giachetti-Botti, την παρτενέρ του στην Τραβιάτα και την Μποέμ. Εκείνη, παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού, θα εγκαταλείψει το σύζυγό της για να του χαρίσει δυο αγόρια. Όμως, το 1908, θα τους παρατήσει, για να πάει να ζήσει με τον σοφέρ της. Ήταν η εκδίκησή της, επειδή έβαλε τέλος στην καριέρα της, επειδή την απατούσε ακόμα και με την αδελφή της, κι επειδή ποτέ δεν της αναγνώρισε αυτά που της χρωστούσε στη φωνητική του εξέλιξη. Ο Καρούζο δεν το ξεπέρασε ποτέ. Θα ξαναβρεί τον έρωτα στα 45 του, τρία χρόνια πρoτού πεθάνει. Το 1918 παντρεύεται την Αμερικανή Dorothy Park Benjamin, 23 χρόνια νεότερή του, με την οποία θα αποκτήσουν μια κόρη.

Το ένδοξο πεπρωμένο του Καρούζο στην πραγματικότητα θα σφραγιστεί το 1902, σ’ ένα δωμάτιο του Grand Hôtel στο Μιλάνο, όπου ηχογραφεί 10 τραγούδια για την Gramophone του Λονδίνου. Παρά την εξωφρενική αμοιβή των 100 λιρών, η επιλογή θα αποδειχτεί αποφασιστικής σημασίας για τη νεότευκτη βιομηχανία του φωνογράφου.

Δύο χρόνια αργότερα, υπογράφει αποκλειστικό συμβόλαιο με την αμερικανική Victor Talking Machine Co (που θα μετονομαστεί στη συνέχεια σε RCA Victor), για την οποία θα κάνει 260 ηχογραφήσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας του, οι οποίες θα πουληθούν σε εκατομμύρια αντίτυπα και θα κάνουν τον Καρούζο τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της εποχής. Ήδη από το 1909, θα είναι ο πιο καλοπληρωμένος άνδρας καλλιτέχνης στον κόσμο.

Ο Καρούζο υπήρξε ένα «φαινόμενο», από τις πρώτες μεγάλες διασημότητες του 20ου αι.

Ο φωνογράφος βρίσκει τάχιστα θέση στα σαλόνια όλων των κοινωνικών τάξεων. Η φωνή του Καρούζο αντηχεί σε εκατομμύρια σπιτικά με το ακροατήριό του να είναι πολύ ευρύτερο εκείνου που συχνάζει στις αίθουσες της όπερας. Στην κορύφωση της καριέρας του, ο Καρούζο είναι ο πρώτος σταρ της δισκογραφίας, αλλά και της ποπ κουλτούρας. Οι πωλήσεις τού αποφέρουν ιλιγγιώδη κέρδη.

Το όνομα του Καρούζο κατακλύζει τα μήντια των αρχών του 20ου αι.

Η Αμερική προσέλκυε τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της εποχής, γιατί τους έδινε σ’ ένα βράδυ όσα θα κέρδιζαν αλλού σ’ ένα μήνα. Ο Καρούζο υπήρξε ο πρώτος πολυεκατομμυριούχος του κόσμου της όπερας τότε που οι μεγάλες ντίβες ήταν σκεπασμένες με κοσμήματα, ταξίδευαν με ιδιωτικά τρένα και έβλεπαν πιάτα να παίρνουν το όνομά τους.

Ο Καρούζο υπήρξε ένα «φαινόμενο», από τις πρώτες μεγάλες διασημότητες του 20ου αι. Κι αν η δημοφιλία του εκτοξεύτηκε, δεν το χρωστάει μόνο στη μαγική φωνή του, αλλά και στην ηχογράφηση αγαπητών ιταλικών μελωδιών και αμερικάνικων τραγουδιών, όπως το Over There του George M. Cohan. Χώρια ότι συμμετέχει και στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Το 1918, θα παίξει στην ταινία My Cousin του Edward José.

Το όνομα του Καρούζο κατακλύζει τα μήντια των αρχών του 20ου αι. Σημαίνον πρόσωπο της αμερικανικής κοινωνίας, το όνομά του είναι συνώνυμο της τέχνης, οικείο τόσο στον ταξιτζή όσο και στον πολισμάνο. Διασημότερος του δημάρχου, εμφανίζεται τακτικά στον περιοδικό Τύπο. Μάλιστα για την ιταλο-αμερικανική έκδοση La Follia di New York σχεδιάζει σειρά από καρικατούρες του εαυτού του. Ο κόσμος ενδιαφέρεται και για την προσωπική του ζωή. Έτσι, το 1910, όταν το επί 17 χρόνια αστέρι της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης εκβιάζεται από τη μυστηριώδη μαφία Black Hand, ο Τύπος παρακολουθεί την υπόθεση με κομμένη την ανάσα.

Σημαίνον πρόσωπο της αμερικανικής κοινωνίας, το όνομά του υπήρξε συνώνυμο της τέχνης, οικείο τόσο στον ταξιτζή όσο και στον πολισμάνο.

Ηταν ένας bon vivant με πολύ χιούμορ, που λάτρευε να κάνει πλάκες. Του άρεσε να μεταμφιέζεται, να κάνει γκριμάτσες, μιμήσεις, να παριστάνει τον κλόουν.

Γιατί, εκτός των άλλων, είναι μια προσωπικότητα πολύ αγαπητή, γοητευτική, αλλά κυρίως κάποιος βαθύτατα ανθρώπινος, απλός και γενναιόδωρος. Μια μέρα δεν δίστασε να δώσει το πανωφόρι του σ’ έναν επαίτη που έτρεμε από το κρύο μπροστά στο ξενοδοχείο του. Αλλά ήταν κι ένας bon vivant με πολύ χιούμορ, που λάτρευε να κάνει πλάκες. Του άρεσε να μεταμφιέζεται, να κάνει γκριμάτσες, μιμήσεις, να παριστάνει τον κλόουν. Και σιχαινόταν τις κοσμικότητες. Ο Καρούζο ήταν καλός διαχειριστής των χρημάτων του, αλλά του άρεσε πολύ να τα μοιράζει: μετά το θάνατό του, ανακάλυψαν ότι κάλυπτε τις ανάγκες 120 ανθρώπων και πως μόνον η οικογένειά του υπό την ευρεία έννοια του κόστιζε $80.000/μήνα.

Ο Ενρίκο Καρούζο θα πεθάνει στις 2 Αυγούστου 1921, σε ηλικία μόλις 48 ετών από καρκίνο. Τα προβλήματα υγείας είχαν κάνει την εμφάνισή τους από το 1909: χρόνιες βρογχίτιδες, λαρυγγίτιδες, αδιαθεσίες και κυρίως τρομερές ημικρανίες. Νευρικός πολύ, κάπνιζε 2-3 πακέτα τη μέρα από κείνα τα βαριά αιγυπτιακά τσιγάρα που ήταν τότε της μόδας.

Κηρύσσοντας ημέρα εθνικού πένθους, ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουέλε III ανοίγει τη Βασιλική του San Francesco di Paola για την κηδεία του μεγάλου τενόρου, τελετή που θα γίνει παρουσία εκατομμυρίων πενθούντων Ιταλών και στην οποία θα τραγουδήσει ο μεγάλος ανταγωνιστής του Fernando de Lucia. Το ταριχευμένο σώμα του θα εκτίθεται ώς το 1929 μέσα σ’ ένα γυάλινο φέρετρο σ’ ένα παρεκκλήσι του κοιμητηρίου del Pianto. Το Caruso του Lucio Dalla (1986) θα γίνει παγκόσμια επιτυχία και θα το τραγουδάει πάντα στις συναυλίες του ο φερόμενος ως κληρονόμος του Luciano Pavarotti.

 

Διαβάστε ακόμα: Ντέιβιντ Νίβεν, so british!

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top