[…] Αλήθεια τι έσπρωξε τους Ρωμιούς του 1821 σ’ ένα τόσο παράτολμο επαναστατικό εγχείρημα, με την αβέβαιη προσδοκία ότι θα τους επέτρεπε να ξαναγίνουν Έλληνες; Επρόκειτο για ένα άλμα στο κενό. Ξανασηκώνονταν ενάντια σε μια παρακμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά πανίσχυρη σε σύγκριση μ’ εκείνους που δεν διέθεταν μήτε κράτος, μήτε διοίκηση, μήτε στρατό. Και ζητούσαν τη βοήθεια της Ευρώπης, από την οποία – το πράγμα ήταν εξαρχής ξεκάθαρο – κρεμόταν η έκβαση της εξέγερσής τους.
Τι αφροσύνη σ’ έναν καιρό όπου οι δημοκρατικές προσδοκίες τις οποίες είχαν εμπνεύσει στους λαούς η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέρρεαν με την παλινόρθωση της παλαιάς τάξης πραγμάτων και την υπερίσχυση της Ιεράς Συμμαχίας, που απαγόρευε κάθε επαναστατικό κίνημα και κάθε διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας!
Κι όμως οι Έλληνες ρίχτηκαν μόνοι στο δικό τους «ιερό» και απεγνωσμένο Αγώνα. Και υπέμειναν σφαγές, λιμούς και εξανδραποδισμούς πόλεων και χωριών. Και άντεξαν μια οχτάχρονη φριχτή δοκιμασία, σημαδεμένη με ασύλληπτους ηρωισμούς και συγκλονιστικές ανθρωποθυσίες, αλλά και από απερίγραπτες θηριωδίες και των δύο εμπολέμων.
Ηταν πραγματικά μια πρωτόγνωρη αλληλοσφαγή, που από τη μια θύμιζε τους παλιούς θρησκευτικούς πολέμους της Ευρώπης και από την άλλη προμηνούσε τις εθνοκαθάρσεις του 19ου και του 20ου αιώνα. Πολύ περισσότερο που οι ίδιοι οι επαναστάτες διχάζονταν και αλληλοσκοτώνταν συνεχώς – οι εμφύλιες συγκρούσεις αποτέλεσαν δομικό σύνδρομο της Επανάστασης και δεν έμελλε πια να σταματήσουν.
Και αναρωτιέσαι πάλι πώς ο ετερόκλητος κόσμος των διασκορπισμένων Ελλήνων εκείνου του καιρού -οι κλεφταρματολοί και οι δημογέροντες, οι κοτζαμπάσηδες και οι χωρικοί της Ρούμελης και του Μοριά, οι καραβοκυραίοι και οι ναύτες του Αιγαίου, οι έμποροι, λόγιοι και πολιτικοί της Διασποράς σε Ανατολή και Δύση- πώς, λέω, όλοι αυτοί και τόσοι ακόμη κατάφεραν να ενωθούν κάτω από τη σημαία του Εικοσιένα.
Τα αίτια που οδήγησαν εκεί, για τα οποία θα ερίζουν πάντα οι ιστορικοί, είναι ασφαλώς περίπλοκα και πολλαπλά. Ομως, κάτω απ΄όλα, θα βρίσκουμε πάντα δύο θεμελιακά στοιχεία που συνθέτουν αξεχώριστα ένα κοινό συλλογικό ήθος: τη ρωμαίικη-ελληνική γλώσσα και το χριστιανικό ελληνορθόδοξο θρήσκευμα.
Αυτά διαμόρφωσαν το πρόπλασμα ενός νέου «εθνικού» πολιτισμού μέσα στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά, για να έρθει στο φως αυτό το «νέο» χρειάστηκε να βγει από το καβούκι της η αρχαϊκή αγροτική κοινότητα της ελλαδικής ενδοχώρας: να περάσει από την αυτάρκεια μιας οικονομίας επιβίωσης στον εκχρηματισμό και το εμπόριο […]
//Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη «Το θαύμα και η τραγωδία – Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Διαβάστε ακόμα: Κώστας Ακρίβος – «Ο Καραϊσκάκης από διάβολος μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε άγγελο».