IMG_1085-1190

Φωτογραφημένος (από την αγαπημένη του Νατάσα) στο Bray της Αγγλίας, όπου βρίσκεται το εστιατόριο «The Fat Duck» του σεφ-φετίχ του, Heston Blumenthal.

Και τι εντύπωση θα δώσουμε στον κόσμο, φίλτατε Σεραφείμ μου, αν αρχίσω να γράφω για εστιατόρια και φαγητά στο κυριακάτικο φύλλο, τη στιγμή που γράφω ως οικονομολόγος κάθε Παρασκευή; Πώς είναι δυνατόν, το όνομά μου, το οποίο έχει συνδυαστεί με μια τόσο σοβαρή στήλη να μπλέξει με νοικοκυρίστικους μουσακάδες και ποταπά μαγειρεία; Έτσι απηύθυνα το λόγο έκπληκτος και κάπως εκνευρισμένος στον διευθυντή της εφημερίδας “Κέρδος”, όταν μου ζήτησε να ξεκινήσουμε μια στήλη κριτικής εστιατορίων. Να σε βαφτίσουμε “Ε. Π. Κούρο”, μου απάντησε με τη γνωστή του ηρεμία ο Σεραφείμ.

Αμήχανη σιωπή, αν και η καρδιά μου χτυπούσε έντονα στην προσδοκία ότι θα έγραφα κριτική εστιατορίων. Και γιατί επέλεξες εμένα, αγαπητέ μου; “Μα, εσύ δεν είσαι αυτός που κάθε Παρασκευή, μετά το κλείσιμο του φύλλου, μας πηγαίνεις σε εστιατόρια, έχεις πάντα να μας προτείνεις κάποια καινούργια ταβέρνα που ανακάλυψες και μονίμως μας συμβουλεύεις για συνταγές και άλλα τέτοια γαστρονομικά;” αποκρίθηκε ο διευθυντής της εφημερίδας με την εκνευριστική ηρεμία που τον διακρίνει. Άρα, έκρινα ότι εσύ είσαι ο πιο κατάλληλος να γράψεις αυτήν τη στήλη.

Ακόμα πιο αμήχανη σιωπή από τη μεριά μου, ενώ ο Σεραφείμ με κοιτούσε διασκεδάζοντας, καθώς έβλεπε την προφανή αναστάτωση που ένιωθα· περίμενε την απάντησή μου, η οποία ήταν σίγουρος ότι θα είναι θετική. Κι έτσι, αφού συναίνεσα αναπόφευκτα στην πρότασή του, αποδέχτηκα τη μοίρα μου κι έγινα κριτικός εστιατορίων σε οικονομική εφημερίδα, τη στιγμή που, απ’ όσο γνωρίζω, πλην ορισμένων ειδικών περιοδικών, δεν υπήρχε ακόμη έντυπο και δη εφημερίδα που να φιλοξενούσε τέτοια στήλη. […]

«Ξεκίνησα την καριέρα μου ως Ε. Π. Κούρος. Επίκουρος θα γινόμουν αργότερα, όταν θα διάβαζα τον αρχαίο φιλόσοφο και οι απόψεις μου θα ταυτίζονταν με τις δικές του απόλυτα».

Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με την καλή αυτή εφημερίδα, μέσα από την οποία, πέραν του ότι ασκήθηκα στη δημοσιογραφική γραφή και του ότι εμπλούτισα τα θεωρητικά οικονομικά μου με χιλιάδες πρακτικά παραδείγματα στρεβλώσεων της ελληνικής πραγματικότητας, ξεκίνησα και την καριέρα μου ως Ε. Π. Κούρος.

Διαβάστε ακόμα: Το σεξαπίλ του κρέατος –ένα κείμενο αναφοράς του «κατά τεκμήριον γκουρού εν Ελλάδι του αιμάσσοντος βοδινού».

Το πρώτο κείμενο που έγραψα ως γαστρονομικός συντάκτης της εφημερίδας –ένα σημαδιακό κείμενο με παραληρηματικό χαρακτήρα– δεν ήταν κριτική εστιατορίου, αλλά ένα μανιφέστο αξιών και γαστρονομικής ιδεολογίας· αυτό καθόρισε και τα κριτήρια με τα οποία ασκούσα και συνεχίζω να ασκώ την κριτική μου. Ο τίτλος του: “Η μουσική του μουσακά”. Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι ο μουσακάς έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Όχι μόνο ως εκλεκτό έδεσμα, προς το οποίο τρέφω μεγάλη αδυναμία, ούτε μόνο ως ένα παράδειγμα μαγειρικού εκλεκτισμού, μιας σύνθετης και πολυσυλλεκτικής αισθητικής, η οποία λειτουργεί σαν ένα λούνα παρκ γεύσεων που διασκεδάζουν το στόμα και την ψυχή, κάτι που επεσήμανα και στο πρώτο μου άρθρο· για μένα ο μουσακάς αποτελεί κυρίως το κατεξοχήν σύμβολο της ελληνικής κουζίνας, όχι λόγω της διάδοσής του στον κόσμο, η οποία το κατέστησε τουριστικό κλισέ, αλλά γιατί είναι ελληνικός δίχως να είναι ελληνικός.

Το παράδοξο αυτό το εξήγησα σ’ ένα βιβλίο που έγραψα πολύ πρόσφατα και κυκλοφόρησε και πάλι από τις Εκδόσεις Ίκαρος, με τίτλο “Η νέα ελληνική κουζίνα” και υπότιτλο “Περί της ελληνικότητας του μουσακά, της γαστρονομικής μας ταυτότητας και της ανανέωσής της”. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού ξεκινά με μια μακριά και λίαν νοσταλγική περιγραφή του συναισθήματος που μου προκαλούσε ο μουσακάς που έτρωγα ως φοιτητής στην ταβέρνα του «Καρακατσάνη» στην Κεφαλληνίας. Όπως εξηγώ στο βιβλίο, παρ’ όλο που σχεδόν όλα τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία έχει συντεθεί ο μουσακάς έχουν ξένη προέλευση (ακόμη και το όνομά του), το συναίσθημα που μου προκαλούσε ήταν εντονότατα ελληνικό. Αυτή είναι η ελληνικότητα του μουσακά. […]

Μετά από μια τέτοια παραληρηματική αρχή, δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά η καριέρα μου ως Ε. Π. Κούρος. Προσοχή, ως Κούρος. Ο κόσμος με ήξερε τότε ως κύριο Κούρο και έτσι μου απηύθυναν το λόγο. Ακόμη θυμάμαι τον δήμαρχο της Νάξου, ο οποίος έχοντας διαβάσει ένα άρθρο μου με τίτλο «Ανάξια Νάξος», όπου κατέκρινα τη γαστρονομία του νησιού, όπως αυτή εκφραζόταν τότε τουλάχιστον στα τουριστικά μαγαζιά, εισέβαλε οργίλος στα γραφεία του Κέρδους, απαιτώντας να δει αυτόν τον, πώς τον λένε, αυτόν τον Κούρο…

«Το πρώτο κείμενο που έγραψα ως γαστρονομικός συντάκτης ήταν ένα μανιφέστο αξιών και γαστρονομικής ιδεολογίας. Ο τίτλος του: Η μουσική του μουσακά».

Επίκουρος δεν είχα γίνει ακόμη, αυτό θα ερχόταν αργότερα, όταν θα διάβαζα για πρώτη φορά τον αρχαίο φιλόσοφο και οι απόψεις μου θα ταυτίζονταν με τις δικές του απόλυτα. «Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης», έλεγε ο αρχαίος Επίκουρος, εννοώντας πως η ικανοποίηση των βασικών μας επιθυμιών, όπως εκείνης της τροφής, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αταραξία, την ηρεμία του σώματος και του νου, την οποία χρειάζεται ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί και να στοχαστεί. Αξίζει και πάλι να παραθέσω εδώ ένα κείμενό μου, το οποίο αναφέρεται στον αρχαίο Επίκουρο και προέρχεται από μια ομιλία που έκανα στη Σαντορίνη, στο οποίο περιγράφω πώς από Ε. Π. Κούρος έγινα Επίκουρος:

«Αν και ακούγεται παράδοξο, θέλω να δηλώσω εξαρχής ότι ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος δεν είχε καμία σχέση με τους γαστρονομικούς συνειρμούς που προκαλεί το όνομά του στην εποχή μας. Αντιθέτως, ήταν ένας ασκητής, ο οποίος είχε πει κάποτε ότι θα του έφτανε λίγο νερό και ψωμί για να είναι τόσο ευτυχισμένος όσο ο Δίας. Η κύρια επιδίωξή του ήταν η αταραξία, η ηρεμία νου και σώματος, ένα είδος βουδιστικής νιρβάνας όπου, όπως λέει ο Επίκουρος χαρακτηριστικά, ο άνθρωπος, ως ευδαίμων και μακάριος θεός εν μέσω ανθρώπων, απλώς στοχάζεται τη φύση και τη ζωή, αρκούμενος στην απαραίτητη τροφή για επιβίωση, στην καλή υγεία και σε μερικούς καρδιακούς φίλους.

Διαβάστε ακόμα: Πώς βρήκα τον θεό στον Κήπο.

Οι περισσότεροι σύγχρονοι σχολιαστές του Επίκουρου αισθάνονται πάντα την ανάγκη να εξηγούν την ασκητική πλευρά του, ακριβώς για το λόγο ότι στο άκουσμα του ονόματος του αρχαίου φιλοσόφου όλοι μας φέρουμε στο νου σούβλες όπου ψήνονται γουρουνάκια του γάλακτος, συμπόσια με λουκούλλεια γεύματα και οινοποσίες, ενώ στη Δύση το επίθετο “επικούρειος” έχει ταυτιστεί με την υψηλή γαστρονομία και το εκλεπτυσμένο γούστο στο φαγητό, τις φίνες σάλτσες και τα μεγάλα κρασιά.

«Ο Επίκουρος πρέπει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους πρώτους κριτικούς φαγητού στην Ιστορία. Και επομένως, η επιλογή του ονόματός του ως ψευδωνύμου μου ήταν η πλέον ενδεδειγμένη».

Αυτό το παράδοξο οι σύγχρονοι σχολιαστές το εξηγούν με ιστορικούς όρους, λέγοντας ότι οι εχθροί του Επίκουρου στην εποχή του, κυρίως οι στωικοί και πλατωνικοί φιλόσοφοι, μετέπειτα οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα, θέλησαν να διαβάλουν τον υλιστή και άθεο κατ’ αυτούς Επίκουρο, και γι’ αυτό ταύτισαν τη φιλοσοφία του με υλικές ηδονές και αντιπνευματισμό, υποστηρίζοντας ότι ο Επίκουρος δόξαζε τη λαιμαργία και την ασωτία.

«Μπορεί από παιδί να έκανα σκληρή κριτική στη μαγειρική της μάνας μου, αλλά ομολογώ ότι είχε το χάρισμα της νοστιμιάς», γράφει ο Επίκουρος. «Η Γεύση της Μνήμης» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος.

«Στο βιβλίο ‘’Η γεύση της μνήμης’’, ως Αλβέρτος Αρούχ, αλλά και ως Επίκουρος –δρόμοι παράλληλοι, που όμως τέμνονται–, ο συγγραφέας αφήνεται στις γεύσεις της ζωής του να τον οδηγήσουν να αφηγηθεί την ιστορία του».

Τον καιρό λοιπόν εκείνο, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι Επικούρειοι μαζεύονταν στον Κήπο του Επίκουρου, το κοινόβιο όπου ζούσε ο φιλόσοφος και οι μαθητές του, το οποίο βρισκόταν στα περίχωρα της Αθήνας, και εκεί επιδίδονταν σε ακόλαστα όργια και εξουθενωτικά συμπόσια. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο βιογράφος του Επίκουρου και πολλών άλλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, διέψευσε τις φήμες, ενώ περιέγραψε τον φιλόσοφο ως μία κατεξοχήν ασκητική φιγούρα. […]

Στην αρχή, ομολογουμένως, είχα πέσει κι εγώ στην παγίδα του δυτικού Epicurean, του connoisseur και homme de bon goût, του gentleman gastronomer, με τον οποίο τόσο πολύ ήθελα να ταυτιστεί η περσόνα μου, που επέλεξα το ψευδώνυμο δίχως να γνωρίζω τον πραγματικό Επίκουρο. Όταν τον γνώρισα, ήταν πολύ αργά για να αλλάξω το ψευδώνυμό μου σε Αθήναιος ή Πλίνιος. Όσο για το Αρχέστρατος, παρέπεμπε στον πάλαι ποτέ γνωστό σύλλογο, ενώ ο Δειπνοσοφιστής κι ο Απίκιος ως ψευδώνυμα ήταν ήδη κατειλημμένα.

Γνωρίζοντας, όμως, περισσότερο τον Επίκουρο και κατανοώντας καλύτερα τη φιλοσοφία του, κατάλαβα τελικά ότι ο ασκητής φιλόσοφος ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που εμείς αποκαλούμε “γαστρονομία” σήμερα απ’ ό,τι σε αυτό που αποκαλούσαν “γαστρονομία” στην εποχή του. Η ερμηνεία που έδωσα στη φιλοσοφία του Επίκουρου όχι μόνο μου επέτρεψε να συνεχίζω να χρησιμοποιώ το ψευδώνυμό μου, αλλά με βοήθησε να καταλάβω βαθύτερα τη γαστρονομία. […]

//Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Επίκουρου «Η γεύση της μνήμης – Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων», εκδ. Ίκαρος. Στο βιβλίο έχει τον τίτλο «Το κέρδος μου, η βάφτισή μου, μια ζέβρα και ο μουσακάς».

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Κίμων Φραγκάκης αποχαιρετά τον αγαπημένο φίλο Αλβέρτο Αρούχ που έζησε σε με χάρη, γενναιοδωρία και αυτοσαρκασμό, πάντοτε ενάντια στο «δήθεν».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top