«Τέτοια γεύση δεν μπόρεσα να ξαναβρώ, ούτε στο καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο. Αυτή η γεύση, την οποία πάντα και μάταια αναζητώ, ίσως να είναι και ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο κατέληξα να γίνω κριτικός εστιατορίων», γράφει ο Επίκουρος. (Φωτογραφία: Νατάσα Μωράκη).

[…] Σύντομα επέστρεψα για καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα, όπου με υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων, όχι επειδή δεν έγινα σεφ, αλλά επειδή βγήκα όλως παραδόξως πρώτος στην οικονομετρία. Αναφέρω τις διακοπές αυτές, εκεί στις αρχές του ’70, διότι σε ένα ταξίδι μου στην Κρήτη με τη Λίλη θα απολάμβανα το σημαντικότερο γεύμα της ζωής μου, τη γεύση του οποίου δεν θα ξεχάσω ποτέ. Τέτοια γεύση δεν μπόρεσα να ξαναβρώ, ούτε στο καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο. Αυτή η γεύση, την οποία πάντα και μάταια αναζητώ, ίσως να είναι και ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο κατέληξα να γίνω κριτικός εστιατορίων.

Για να γιορτάσουμε λοιπόν το γεγονός ότι είχα θριαμβεύσει στην οικονομετρία, αποφασίσαμε με τη Λίλη να κάνουμε τον γύρο της Κρήτης με ωτοστόπ και να κοιμόμαστε τα βράδια στις παραλίες με σλήπινγκ μπαγκ. Όχι τόσο γιατί δεν είχαμε λεφτά (και αυτό βέβαια), αλλά γιατί έτσι έκαναν τότε όλοι. Θέλαμε να δείξουμε ότι ήμασταν αντισυμβατικοί και αντιμπουρζουά. Και καλά, αντιμπουρζουά θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι, όμως αν ήμασταν όλοι αντισυμβατικοί, αυτό το τελευταίο θα ήταν, τώρα που το σκέπτομαι, μάλλον σχήμα οξύμωρο… Τέλος πάντων, εμείς τότε ζούσαμε το πνεύμα της επανάστασης, οπότε θα κάναμε ωτοστόπ και θα κοιμόμασταν σε σλήπινγκ μπαγκ. Θ’ αρχίζαμε από το Ηράκλειο και θα καταλήγαμε, μετά από ένα μήνα όπως υπολογίζαμε, στα Μάταλα όπου θα εντασσόμασταν στη χίπικη κοινότητα.

«Αποφασίσαμε με τη Λίλη να κάνουμε τον γύρο της Κρήτης με ωτοστόπ και να κοιμόμαστε τα βράδια στις παραλίες με σλήπινγκ μπαγκ».

Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που φτάσαμε στον Ομαλό, έτοιμοι να περάσουμε το Φαράγγι της Σαμαριάς και να βγούμε στην παραλία της Αγίας Ρουμέλης, όπου θα κοιμόμασταν δίπλα από το Λιβυκό αγναντεύοντας την Αφρική. Πρέπει να πω εδώ ότι η αμφίεση και των δυο μας ήταν η τυπική της εποχής. Φανελάκια κολλητά και σε εξωφρενικά παστέλ χρώματα, κολλητές τζην βερμούδες κομμένες με ψαλίδι για να φαίνονται τα ξέφτια και βέβαια κόθορνοι, ναι κόθορνοι, τους οποίους φορούσαμε αντί παπουτσιών. Κι ήταν τα μόνα υποδήματα που είχαμε μαζί μας, με τα οποία θα ’πρεπε να διασχίσουμε το περίφημο φαράγγι.

«Η αμφίεση και των δυο μας ήταν η τυπική της εποχής. Φανελάκια κολλητά και σε εξωφρενικά παστέλ χρώματα, κολλητές τζην βερμούδες κομμένες με ψαλίδι για να φαίνονται τα ξέφτια και βέβαια κόθορνοι, ναι κόθορνοι, τους οποίους φορούσαμε αντί παπουτσιών. Κι ήταν τα μόνα υποδήματα που είχαμε μαζί μας, με τα οποία θα ’πρεπε να διασχίσουμε το περίφημο Φαράγγι της Σαμαριάς» (Wikipedia).

Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς το πρωί, χαρωποί-χαρωποί, προσδοκώντας ότι θα φτάναμε στη θάλασσα σε λίγες ώρες, ότι θα ήταν μια ευχάριστη βόλτα. Φαγητό δεν είχαμε μαζί μας, ενώ γνωρίζαμε ότι υπήρχε άφθονο και γάργαρο νερό, για το οποίο η Σαμαριά, απ’ ό,τι μας είχαν πει, ήταν διάσημη. Μαζί μας ξεκίνησε κι ένα γκρουπ τουριστών. Στην αρχή προπορευόμασταν, αλλά όταν το έδαφος άρχισε να γίνεται πιο ανώμαλο και εμφανίστηκαν κοτρόνες και βράχια αιχμηρά κι επώδυνα, η ακαταλληλότητα των κοθόρνων έγινε προφανής. Ο ρυθμός μας μειώθηκε αισθητά. Στεκόμασταν συνέχεια να ξαποστάσουμε, ενώ βλέπαμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να μας προσπερνούν. Ο ήλιος είχε προχωρήσει καταμεσούρανα, η ζέστη ήταν αφόρητη και η ταλαιπωρία μας πολύ μεγάλη. Η βόλτα μας άρχισε να παίρνει τις εφιαλτικές διαστάσεις της ταινίας Deliverance του Τζων Μπούρμαν που είχαμε δει πρόσφατα. Το μόνο που μας έλειπε ήταν να εμφανιστούν κρήτες hillbillies και να μας βιάσουν. Με δυσκολία κάναμε δυο βήματα και σταματούσαμε· ήταν αδύνατον να διαβούμε το βραχώδες μονοπάτι με τους κοθόρνους και τα πόδια μας γεμάτα πληγές.

«Με δυσκολία κάναμε δυο βήματα και σταματούσαμε· ήταν αδύνατον να διαβούμε το βραχώδες μονοπάτι με τους κοθόρνους και τα πόδια μας γεμάτα πληγές.».

Ο ήλιος συνέχισε την τροχιά του και χωρίς να το καλοκαταλάβουμε είχαν ήδη περάσει οχτώ ώρες από τότε που ξεκινήσαμε, όμως το τέλος του φαραγγιού ήταν ακόμη μακριά. Όλοι, ακόμη και κάτι ταλαίπωρα γερόντια, μας είχαν προσπεράσει. Ούτε χωριό βλέπαμε, ούτε θάλασσα, ούτε ανθρώπους. Μόνο κάτι κρι-κρι που μας κοίταζαν με ιδιαίτερη περιέργεια, ίσως και να διασκεδάζαν, καθώς εμείς παραπατούσαμε αγκομαχώντας από βράχο σε βράχο. Πέρασε ένα δωδεκάωρο κι ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Και τότε, στο τέλος του μονοπατιού, φάνηκε ένας ελαιώνας πέρα από τον οποίο διακρινόταν η θάλασσα.

«Ήμασταν τόσο κατάκοποι, τόσο διαλυμένοι και με τέτοιους πόνους στα πόδια, που δεν αντέξαμε να φτάσουμε μέχρι την παραλία, παρά μόνο καθήσαμε κάτω από μια γέρικη ελιά και μείναμε εκεί ακίνητοι, με κλειστά τα μάτια, σαν να είχαμε λιποθυμήσει». (Ανδρέας Δεβετζής, «Ελιά στο απομεσήμερο»).

Ήμασταν τόσο κατάκοποι, τόσο διαλυμένοι και με τέτοιους πόνους στα πόδια, που δεν αντέξαμε να φτάσουμε μέχρι την παραλία, παρά μόνο καθήσαμε κάτω από μια γέρικη ελιά και μείναμε εκεί ακίνητοι, με κλειστά τα μάτια, σαν να είχαμε λιποθυμήσει. Όταν τ’ ανοίξαμε, από πάνω μας στεκόταν μια γλυκύτατη γιαγιούλα –για μια στιγμή μου φάνηκε ότι ήταν η γιαγιά Ασημίνα, η οποία με καλωσόριζε στον Παράδεισο– και μας κοιτούσε με καλοσύνη. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι με παγωμένο νερό και στο άλλο ένα βαθύ πιάτο από εμαγιέ, μέσα στο οποίο είχε φρέσκια μυζήθρα, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα, αλατσολιές και ψωμί ζυμωτό. Με την χαρακτηριστική κρητική προφορά και με μια φωνή που μου φάνηκε αγγελική, μας προσκάλεσε να φάμε και να πιούμε.

«Η γιαγιούλα κρατούσε ένα μπουκάλι με παγωμένο νερό και ένα βαθύ πιάτο από εμαγιέ, μέσα στο οποίο είχε φρέσκια μυζήθρα, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα, αλατσολιές και ψωμί ζυμωτό».

Και κάναμε ακριβώς αυτό. Φάγαμε ένα γεύμα που όμοιό του κανένας σεφ δεν μπορεί να μαγειρέψει, και που τη γεύση του κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να νιώσει διότι κανείς άλλος δεν θα είχε πρώτα υποστεί τέτοια ταλαιπωρία διασχίζοντας το Φαράγγι της Σαμαριάς με κοθόρνους. Και ήπιαμε ένα νερό, η απόλαυση του οποίου ξεπερνά το ακριβότερο κρασί του Μπορντώ και της Βουργουνδίας μαζί.

«Η γευστική μας αντίληψη είναι κάτι πολύ παραπάνω, πολύ πιο σύνθετο, από τις πέντε αισθήσεις μας και τις πέντε γεύσεις», γράφει ο Επίκουρος. Κάτι που γίνεται σαφές στον αναγνώστη σε ολόκληρο το βιβλίο του «Η γεύση της μνήμης».

Και τότε κατάλαβα ότι η γεύση ενός φαγητού δεν έχει να κάνει μόνο με τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του αυτά καθαυτά, αλλά και με την ψυχολογία εκείνου που τα τρώει. Η γευστική μας αντίληψη είναι κάτι πολύ παραπάνω, πολύ πιο σύνθετο, από τις πέντε αισθήσεις μας και τις πέντε γεύσεις. Οι μνήμες, οι προσδοκίες, τα βιώματα, η προσωπικότητα και ιδίως η ψυχολογία της στιγμής, όπως και το πλαίσιο μέσα στο οποίο τρώμε κάτι, την επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό. Κι αυτό το καταλαβαίνουν καλά οι σημερινοί οι σεφ της μοντέρνας δημιουργικής μαγειρικής και της μοριακής γαστρονομίας, οι οποίοι όταν σερβίρουν το φαγητό τους στα εστιατόριά τους δημιουργούν συνθήκες που επηρεάζουν τη γευστική αντίληψη (βλέπε κυρίως τους Έστον Μπλούμενταλ και Γκραντ Έκατς). Κι αυτό το κατάλαβα το καλοκαίρι εκείνο στην Κρήτη, τότε που δεν υπήρχε ακόμη μοριακή γαστρονομία, τότε που μας φίλεψε η καλή γιαγιά το γεύμα τής ζωής μου –μυζήθρα, ντομάτα, αλατσολιές και ψωμί κάτω από μια γέρικη ελιά, μετά από δώδεκα ώρες περπάτημα μες στο φαράγγι με κοθόρνους.

Μόλις αποφάγαμε και ξαποστάσαμε, πήγαμε και κοιμηθήκαμε ξεροί μέσα στα αντισυμβατικά σλήπινγκ μπαγκ μας, στη μαύρη παραλία της Αγίας Ρουμέλης, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Κρήτης. Ούτε την Αφρική δεν είχαμε όρεξη να αγναντέψουμε.

 

// Από το βιβλίο του Επίκουρου «Η γεύση της μνήμης» (απόσπασμα από το κείμενο «Το γεύμα της ζωής μου», σελ. 99 – 104), Εκδόσεις Ίκαρος, 2014.

 

Διαβάστε ακόμα: Επίκουρος – «Αναζητώντας τη χαμένη γεύση».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top