Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Ερίκ Σατί. Στο τέλος της ζωής του, γευμάτιζε κάθε Τετάρτη στους Milhaud και μετά καθόταν με τις ώρες μπροστά στο τζάκι, μαγεμένος από τις φλόγες. Μετά, περπάταγε δυο ώρες, για να πάει από την Πιγκάλ στο μικροσκοπικό καταφύγιο του στο Arceuil, το χωρίς τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό. Ένας Διογένης στο πιθάρι του, που αποφαινόταν πως δεν υπάρχει αλήθεια στην τέχνη, την ώρα που του την έσπαγαν τα κουνούπια.
Ο Σατί είναι μυστηριώδης, φευγαλέος, ποιητής και φιλόσοφος, μείζων μουσικός του 20ου αι. Εκεί που νομίζεις ότι τον έπιασες, είναι ήδη αλλού. Στη ζωή του, εξαφανιζόταν τακτικά. Ουδείς γνώριζε πού έμενε. Συναναστρεφόταν την παριζιάνικη μουσική μπουρζουαζία –την οποία σιχαινόταν συμμετέχοντας- ζώντας μια ζωή ασκητική, πάμφτωχη, κάνοντας μαθήματα μαγειρικής στα παιδιά της γειτονιάς. Όντας ταυτόχρονα κομουνιστής, ντανταϊστής, μποέμ και θαμώνας σε κακόφημα στέκια.
Ο Σατί περιγέλασε την εποχή του μέσα από την οργή και το γέλιο. Μετά το θάνατό του, κάποιοι εισέβαλαν στο διαμέρισμά του. Ανακάλυψαν ένα αχούρι, μια τρώγλη με εκατοντάδες σχέδια από δω κι από κει σε κόκκινη ώχρα μαζί με σωρούς ακόμα σφραγισμένα γράμματα. Συν μια συλλογή από συσκευασμένες ομπρέλες. Υπήρχε κι ένα σκονισμένο δέμα που του είχε σταλεί χρόνια πριν. Ήταν το πορτρέτο του που ποτέ δεν είχε ξεπακετάρει.
Τσατιζόταν με το παραμικρό. Είχε παρεξηγηθεί με τον φίλο του συνθέτη Georges Auric, γιατί ο τελευταίος δεν τον είχε κεράσει έναν καφέ. Συχνά, χάνονταν τα ίχνη του για βδομάδες ολόκληρες. Στα κείμενά του, το θέμα της εξαφάνισης είναι πανταχού παρόν. Όπως και στη μουσική του, η διαφάνεια και η σιωπή παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Πάει ένας αιώνας από το θάνατό του και ο Σατί εξακολουθεί να μας διαφεύγει.
Σε αντίθεση με τις καθιερωμένες αντιλήψεις, η μουσική του είναι δύσκολη στην εκτέλεσή της, γιατί δεν έχει κοινά σημεία αναφοράς με τα ένστικτα και τους κανόνες των συνθετών της εποχής. Ο Σατί, σε αντίθεση με τους συγχρόνους του, δεν αλέστηκε στο μύλο της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Η μουσική του δεν μοιάζει με καμία άλλη. Ήταν ένας οραματιστής, ένας ιδιοφυής εφευρέτης.
Ανοιχτός σε όλες τις μορφές τέχνης, βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με ζωγράφους, ποιητές και ανθρώπους του θεάτρου. Ο Κοκτώ, ο Λεζέ, οι Ντανταϊστές (όπως ο Μαν Ρέι κι ο Τριστάν Τζαρά) επηρέασαν καθοριστικά το έργο του.
Οι φίλοι του Ραβέλ και Ντεμπισί τον λάτρεψαν. Συνεργάστηκε μ’ όλη την πρωτοπορία: τον μέγα Ντιάγκιλεφ, τον Κοκτώ, τον Πικάμπια, τον Πικάσο. Ακόμα: τον Μπρακ, τον Απολινέρ, τον Ντυσάν, τον Τζαρά, τον Ντερέν. Σε ρήξη με τις μουσικές νόρμες της εποχής όπου βασίλευε το στυλ του Βάγκνερ, εκείνος εισάγει μια μινιμαλιστική μουσική, «αργή και βασανιστική».
Ο Πικάσο ήταν ο καλλιτέχνης με τον οποίο κατ’ εξοχήν συνεργάστηκε. Κοστούμια και σκηνοθεσία του μπαλέτου του «Ερμής» (1924), αφού πρώτα είχε ζωγραφίσει την αυλαία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της «Παρέλασης» (σε λιμπρέτο του Κοκτώ, που προκάλεσε σκάνδαλο) επτά χρόνια νωρίτερα.
Αλλά ο Σατί δεν απομακρύνεται ποτέ από το crowd της Μοντμάρτρης, συχνάζοντας στο Le Chat Noir και το Auberge du Clou, όπως αποδεικνύουν όλα αυτά τα τραγούδια που συνέθεσε για τα cafés chantants, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Ωραία εκκεντρική» του 1920, ορχηστικό έργο για την παράξενη (και πολύ γυμνή για την εποχή) χορεύτρια των music-halls Caryathis.
Είναι επίσης ένας από τους πρώτους συνθέτες κλασικής μουσικής που ενδιαφέρονται για τον κινηματογράφο. Για την ταινία του René Clair «Διάλειμμα» ηχεί στ’ αφτιά σου ένα ντελίριο – η πρώτη επαναληπτική μουσική, 50 χρόνια πριν από τον Steve Reich.
Η πλάκα είναι πως αν ρωτήσεις «τι ξέρετε για τον Ερίκ Σατί;» αναπόδραστα θα σου απαντήσουν οι «Γυμνοπαιδιές no 1», οι «Τρεις Σαραμπάντες», άντε και οι τρεις «Gnossiennes». Τίποτε άλλο. Η μουσική του, όπως και ο ίδιος, παίζει κρυφτούλι με τον ακροατή. Αν το κοινό ξέρει κάποια εμβληματικά έργα του, που τ’ ακούς συχνά σε ταινίες, στην τηλεόραση, στα εστιατόρια και στο ασανσέρ, το πιανιστικό έργο του, τεράστιο, παραμένει ακόμα άγνωστο.
Τα κείμενά του, ιδιαίτερα το «Απομνημονεύματα ενός αμνησιακού», είναι τρομερά μοντέρνα. Τα καταπληκτικά σχέδιά του είναι εκατοντάδες και τα χειρόγραφά του πραγματικές καλλιγραφίες. Ο Σατί μετέτρεπε τη ζωή του σε έργο τέχνης. Περιλαμβανομένων των σχέσεών του με τους άλλους, τις μάχες του, τα δημόσια σκάνδαλα και τις κοσμικότητές του, τη μελαγχολία του.
Οι παρτιτούρες του βρίθουν από χιουμοριστικές φράσεις, επιτρέποντας διάφορα επίπεδα ανάγνωσης. Πρόκειται για ένα έργο με μυστικές κρύπτες. Τα κείμενά του είναι διφορούμενα, προκαλούν το μειδίαμα, αλλά η μουσική του δεν είναι αστεία, όπως κάποιες φορές συμβαίνει με τον Πουλένκ. Το χιούμορ του είναι σαρκαστικό, μαύρο και απελπισμένο. Η μελωδία του είναι εκείνη της απογύμνωσης και της εξόντωσης, «λευκή» όπως την αποκαλεί. Πρέπει να την προσεγγίζεις με ταπεινότητα.
Με τούτα και με κείνα, ξέχασα το βιογραφικό. Γεννήθηκε στο Honfleur στις 17 Μαΐου του 1866 και πέθανε στο Παρίσι την 1η Ιουλίου του 1925, αλκοολικός. Το 1887, τον βρίσκεις στην Μοντμάρτρη παρέα με τον Μαλαρμέ. Τρία χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο μιας μυστικιστικής κρίσης, ιδρύει την «Μητροπολιτική Εκκλησία Τέχνης του Χριστού Οδηγού», της οποίας είναι και το μοναδικό μέλος.
Το 1893, συνάπτει σχέση με τη ζωγράφο Suzanne Valadon, μητέρα του Utrillo, για την οποία συνθέτει τους «Γοτθικούς Χορούς». Έξι μήνες αργότερα, ο χωρισμός τους κάνει την καρδιά του κομμάτια. Δεν θά ‘χει ποτέ ξανά ερωτική σχέση.
Επ’ αφορμή, συνθέτει το «Vexations», μουσικό θέμα βασισμένο σε μια σύντομη μελωδία που πρέπει να επαναληφθεί 840 φορές. Χρόνια μετά, το 1963, ο Αμερικανός συνθέτης και πιανίστας Τζον Κέιτζ επανερμηνεύει το έργο στο σύνολό του. Διάρκεια: 20 ώρες.
Πάλι το 1893, κι αφού του έλαχε να κληρονομήσει κάποια χρήματα, αγοράζει το ίδιο κοστούμι σε 7 αντίτυπα. Χρώμα μουσταρδί. Τα φοράει συνεχώς. Ώς το 1915 που θα προσθέσει ένα bowler hat και μιαν ομπρέλα. Ο Σατί είναι το συναρπαστικό πάντρεμα του Αλφόνς Αλέ με τον Στραβίνσκι. Ίσως και με τον Μαγκρίτ.
Διαβάστε ακόμα: Άκης Σακελλαρίου – «Μετά την ιστορία με την υγεία μου, μου αρέσει απλά να ζω».