«Ανοίγω μια μπίρα, να βάζω ένα δίσκο παλιό, του Τζον Λι Χούκερ... Δυναμώνω τη μουσική, σκέφτομαι, διάολε, όλα μπλουζ είναι». (ΚΜ)

«Ανοίγω μια μπίρα, να βάζω ένα δίσκο παλιό, του Τζον Λι Χούκερ… Δυναμώνω τη μουσική, σκέφτομαι, διάολε, όλα μπλουζ είναι». (ΚΜ)

Μπλουζ Για Δυο-Τρεις Αιώνες

Όταν μεσημεριάζει, αυγουστιάτικα, και πιάνει η ζέστη, μ’ αρέσει ν’ ανοίγω μια μπίρα, και να βάζω ένα δίσκο παλιό, του Τζον Λι Χούκερ, και να γίνομαι ασπρόμαυρος, ή γαλάζιος, και να ξεκαρδίζομαι που ο άλλος έχει όρεξη για έρωτες.

Τότε πέφτει το μάτι μου στον Δόκτορα Φάουστους (στην έκδοση με τα έξοχα επίμετρα του Θανάση Χατζόπουλου και της Όλυ Ψυχοπαίδη-Φράγκου), τον υποτιθέμενο αντί-Οδυσσέα (που δεν είναι), και θυμάμαι τις μέρες, χρόνια πριν, που είχα κουράγιο και τον διάβαζα, και αναλογίζομαι τον Σαίνμπεργκ, που η θεωρία του της αρμονίας είναι το πρότυπο του μυθιστορήματος, και ξεκαρδίζομαι, πάλι.

Γιατί ήταν γενναίος, ο Τόμας Μαν, κι ας ήταν αφόρητος, έγραψε, πάντως, κάτι σελίδες αθάνατες, και μας έμαθε να εκτιμάμε και τον Μούζιλ, και τον Μπροχ, και να μην φοβόμαστε τα θηριώδη μυθιστορήματα, ακόμα και αυγουστιάτικα.

exofilloΓι’ αυτό στο ράφι κάτω από τον Φάουστους, έχω αυτό το κωλόπαιδο, τον Μότσαρτ, με τα διαλεχτά γράμματά του, με την σπαρακτική ανεμελιά της μεγαλοφυΐας του, και στέκομαι πάντα στις αηδίες του, όπως, «Ναι, μα την πίστη μου, σας χέζω πάνω στη μύτη και τα σκατά κυλάνε πάνω στο πιγούνι σας. […] Τι; Μ’ αγαπάτε πάντοτε λιγάκι; Το πιστεύω! Τόσο το καλύτερο, το καλύτερο τόσο!».

Και το χειρότερο είναι ότι έχουν αγριέψει τα μπλουζ, γι’ αυτό ξετρυπώνω το εμβληματικό Blues People, του Λήροϊ Τζόουνς, που μετά έγινε μουσουλμάνος, και διαβάζω: «Η έκφραση εκπορευόταν από τη ζωή και ήταν ομορφιά. Αλλά, στη Δύση, ο “θρίαμβος του οικονομικού νου εις βάρος του φανταστικού νου”, […] έκανε δυνατό αυτόν τον τρομακτικό διαχωρισμό μεταξύ ζωής και τέχνης».

Δυναμώνω τη μουσική, σκέφτομαι, διάολε, όλα μπλουζ είναι, ο Σαίνμπεργκ, ο Μότσαρτ, ο Τόμας Μαν, εμείς, όλα μπλουζ είναι, όλα τέχνη, όλα ζωή, το ίδιο πράγμα, και πάω και βάζω Σωτηρία Μπέλλου.

Και είναι ωραία, έτσι, ν’ ακούμε μουσική, να διαβάζουμε μουσική, και να τραγουδάμε, μέσα στους σκοτεινούς καιρούς, και να γελάμε, βεβαίως, και να ξεκαρδιζόμαστε, μέσα στο μεσημέρι, αυγουστιάτικα, κι ας έχει ζέστη.

Thomas Mann, Δόκτωρ Φάουστους, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, εκδ. Πόλις / Wolfgang Amadeus Mozart, Αλληλογραφία, μτφρ. Νίκος Σαραντάκος, εκδ. Ερατώ / LeRoi Jones, Blues People, μτφρ. Χάρης Συμβουλίδης, εκδ. Ισνάφι

ΚΜ

* * *

Στο Night Club Των Συνειρμών

Γενιά του βινυλίου, του σελιλόιντ, και του χαρτιού. Από το δισκάδικο στον κινηματογράφο, με στάση, πολύωρη, στο βιβλιοπωλείο. Pop11 (του Φαληρέα, στη Σκουφά) και Take Five (του Παληγιαννόπουλου, στη Στοά Μπρόντγουεϊ), για τζαζ και ροκ στην αρχή, μετά για ρέγκε, κλασική, και περίεργα πράγματα. Και οι σινεμάδες της Πατησίων, και τα βιβλιοπωλεία παντού. Μετά, έρχεται ο Thomas Pynchon και όλα συνδέονται, όλα συνδυάζονται, όλα σχετίζονται. Μπαινοβγαίνουμε στο night club των συνειρμών. «Φέρουμε μέσα μας όλη τη μουσική: βρίσκεται στα βαθύτερα στρώματα της ανάμνησης. Κάθε τι που είναι μουσικό είναι αποτέλεσμα αναπόλησης. Τότε που δεν είχαμε όνομα, έπρεπε να ακούμε τα πάντα», γράφει ο Εμίλ Σιοράν, ο φιλόσοφος που λάτρεψε όσο κανείς τη μουσική. Μαζεύω μουσικές από πιτσιρικάς, μαζεύω βιβλία και περιοδικά, πολύ χαρτί, τόνοι ολόκληροι, για τη μουσική, για τη σχέση της μουσικής με τη λογοτεχνία, όλα τα τεύχη του Uncut να κατακλύζουνε τα ράφια. Αστυνομικά μυθιστορήματα με πολλή τζαζ (δες τον Jean Patrick Manchette, δες τον Jean Claude Izzo, δες τώρα τελευταία τον Karim Miské –θα μιλήσουμε πολύ γι’ αυτούς εδώ, προσεχώς). Βιογραφίες μουσουργών της κλασικής μουσικής, θεών και τιτάνων και γιγάντων, αλλά και βιογραφίες αληταράδων και χαμένων κορμιών, όλα στο ποτάμι, όλα στους καταρράκτες, κι όλα στη λίμνη της μουσικής. 580Πες ότι είναι πρελούδιο αυτό. Πες. Πιάσε τώρα ξανά τα δύο τεύχη του Δέντρου, διπλά αμφότερα (#137-138, Ιανουάριος 2005, και #147-148, Απρίλιος 2006), αφιερωμένα στη μουσική, με έξοχα κείμενα των λεπταίσθητων (Γιάννης Ευσταθιάδης, Αχιλλέας Κυριακίδης, Κώστας Μαυρουδής), αλλά και του ανυπέρβλητου (ξέρουμε τώρα πια γιατί) Ludwig Wittgenstein, ο οποίος αποφαίνεται: «Ο Mozart πίστευε στο θεό και στο διάβολο, ενώ ο Beethoven στο Θεό και στο Μηδέν». Πιάσε ξανά τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, αυτό το τόσο μελωδικά πολυφωνικό μυθιστόρημα-σύνθεση της Nancy Huston (μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδ. Άγρα), δομημένο ακριβώς όπως το αριστούργημα πλούσιας λιτότητας του Ιωάννη Σεβαστιανού, άρια, τριάντα παραλλαγές, άρια ντα κάπο. Διάβασε εκεί, στη σελίδα 100, ξανά τη φράση: «Είχες ζήσει μαζί μου τον πολλαπλασιασμό στο άπειρο κάθε δευτερολέπτου. Είχαμε μοιραστεί ένα σάντουιτς με τυρί και εκστασιαζόμασταν με κάθε μπουκιά». Βάλε ν’ ακούσεις τις Παραλλαγές με τον András Schiff, και υποσχέσου ότι θα συνεχίσεις να γράφεις για τα βιβλία της μουσικής και για τη μουσική των βιβλίων.

Περιοδικό Δέντρο #137-138 & 147-148/ Nancy Huston: Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδ. Άγρα.

ΓΙΜ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top