«Πήρα την ιστορική πόζα του πατέρα μου για να με φωτογραφίσουν κι εμένα στην κορυφή. Αργότερα διαπίστωσα ότι η στάση μου δεν ήταν ακριβώς ίδια με του πατέρα μου, ήταν ο καθρέφτης της. Και η ανάβασή μου ήταν κι αυτή η αντανάκλαση της ανάβασης του πατέρα μου, ήταν η αντανάκλαση της ζωής του και των αξιών του...», γράφει ο Τζάμλινγκ Νοργκάι (στη φωτογραφία δεξιά –αριστερά ο Τένζινγκ Νοργκάι).

«Πήρα την ιστορική πόζα του πατέρα μου για να με φωτογραφίσουν κι εμένα στην κορυφή. Αργότερα διαπίστωσα ότι η στάση μου δεν ήταν ακριβώς ίδια με του πατέρα μου, ήταν ο καθρέφτης της. Και η ανάβασή μου ήταν κι αυτή η αντανάκλαση της ανάβασης του πατέρα μου, ήταν η αντανάκλαση της ζωής του και των αξιών του…», γράφει ο Τζάμλινγκ Νοργκάι (στις φωτογραφίες, δεξιά ο γιος, αριστερά ο πατέρας).

Δεν είχα να πάω πιο ψηλά. Ξάφνου αντίκριζα κάτω τις καφετιές πλαγιές και τις κοιλάδες του Θιβέτ. Η θέα μού έκοβε την ανάσα. Ο Ντέιβιντ στεκόταν δυο βήματα πιο κει και μου κουνούσε το χέρι. Εκεί ήταν κι ο Ντόρτζε, ο Τίλεν κι η Αραθέλι, χαμογελαστοί κι ενθουσιασμένοι. Πήγα κοντά τους. Από κάτω έρχονταν και οι άλλοι της ομάδας μας.

«Εκδρομή με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου τον Νορμπού (αριστερά) στην περιοχή Σαντακφού του Νταρτζίλινγκ, το 1974. Από κει πρωτοείδα το Έβερεστ».

«Εκδρομή με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου τον Νορμπού (αριστερά) στην περιοχή Σαντακφού του Νταρτζίλινγκ, το 1974. Από κει πρωτοείδα το Έβερεστ».

«Ε, Τζαμ, τα κατάφερες!» μου είπε βραχνά ο Ντέιβιντ και μ’ έσφιξε πάνω του. «Ντέιβιντ, σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες», του απάντησα. Κι έβαλα τα κλάματα. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν μόλις 11:30. Είχαμε φτάσει νωρίτερα απ’ όσο υπολογίζαμε, παρ’ όλο που φάγαμε κάμποση ώρα περιμένοντας την κάμερα και κινηματογραφώντας.

«Το 1999 συνάντησα για τέταρτη φορά τον Δαλάι Λάμα, στη Νέα Υόρκη, σε μια εκδήλωση του Αμερικανικού Ιδρύματος Ιμαλαΐων. Του πρόσφερα μια πέτρα από την κορυφή του Έβερεστ και μου είπε πως οι γονείς μου θα ήταν περήφανοι για μένα».

«Το 1999 συνάντησα για τέταρτη φορά τον Δαλάι Λάμα, στη Νέα Υόρκη, σε μια εκδήλωση του Αμερικανικού Ιδρύματος Ιμαλαΐων. Του πρόσφερα μια πέτρα από την κορυφή του Έβερεστ και μου είπε πως οι γονείς μου θα ήταν περήφανοι για μένα».

Η ατμόσφαιρα ήταν πεντακάθαρη προς κάθε κατεύθυνση, από το οροπέδιο του Θιβέτ στο Βορρά ως τους γαλανούς λόφους στο Νότο που έσβηναν μες στην τεράστια πεδιάδα του Γάγγη, στην Ινδία. Απ’ αυτήν την αετοφωλιά μπορούσα να διακρίνω το λευκό και καφετή οβελίσκο του Μακάλου στα νοτιοανατολικά, το Λότσε και το Λότσε Σαρ στα νότια, το Τσο Ογιού παραδίπλα, στα δυτικά, το Μανασλού, το Αναπούρνα και το Νταουλαγκίρι στο βάθος δυτικά, και το Καντσεντζούνγκα ογδόντα μίλια προς τ’ ανατολικά.

Ο Τένζινγκ Νοργκάι με τον Έντμουντ Χίλαρι όταν κατέκτησαν πρώτοι το Έβερεστ, το 1953. «Έτσι όπως στεκόμουν πάνω στην κορυφή, ένιωθα ν’ αγγίζω την ψυχή του πατέρα μου, τη σκέψη του, τη μοίρα του, τα όνειρά του. Και δεχόμουν την ευλογία και την επιδοκιμασία του», γράφει ο Τζάμλινγκ.

Ο Τένζινγκ Νοργκάι με τον Έντμουντ Χίλαρι, όταν κατέκτησαν πρώτοι το Έβερεστ, το 1953. «Έτσι όπως στεκόμουν πάνω στην κορυφή, ένιωθα ν’ αγγίζω την ψυχή του πατέρα μου, τη σκέψη του, τη μοίρα του, τα όνειρά του. Και δεχόμουν την ευλογία και την επιδοκιμασία του», γράφει ο Τζάμλινγκ.

Μαζί με το Έβερεστ, αυτές ήταν οι εννιά από τις δέκα ψηλότερες κορυφές του κόσμου. Αν δεν υπήρχε η σφαιρικότητα της γης και μια ελαφριά ομίχλη, θα μπορούσα να δω ολόκληρη την απέραντη οροσειρά των Ιμαλαΐων. Κι ήταν μια απερίγραπτη αίσθηση, να κοιτάζω από ψηλά τα βουνά που σ’ όλη μου τη ζωή τα κοίταζα από κάτω.

«Ο πατέρας μου ήξερε, πριν ακόμα πατήσει στο βουνό, ότι έπρεπε να πάει κοντά του με σεβασμό κι αγάπη, έτσι όπως ένα παιδί σκαρφαλώνει στα γόνατα της μητέρας του».

Όταν έφτασαν και οι άλλοι, βρεθήκαμε εννιά άτομα πάνω στην κορυφή: ο Ρόμπερτ, ο Ντέιβιντ, η Αραθέλι, εγώ, ο Λάκπα, ο Μουκτού Λάκπα, ο Τίλεν, ο Ντόρτζε και ο σιρντάρ της αποστολής, ο Λάκπα Ντόρτζε. Όλοι μας ξεχειλίζαμε από ενθουσιασμό. Ο Ντέιβιντ μου έδωσε το ραδιοτηλέφωνο και κάλεσα την Κατασκήνωση Βάσης. «Είμαστε εδώ! Φτάσαμε στην κορυφή! Μαγεία!» τραύλισα. Ήθελα να πω κάτι πιο βαθύ και φιλοσοφημένο, κάτι ποιητικό ίσως, αλλά η έλλειψη οξυγόνου φρενάριζε τις σκέψεις μου. Η Κατασκήνωση Βάσης μού απάντησε αμέσως, χαρούμενα: «Μπράβο σας! Συγχαρητήρια!» Ο ενθουσιασμός τους μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ το δικό μας.

«Σήμερα τα κραμπόν προσαρμόζονται γρήγορα στις πλαστικές μπότες ορειβασίας. Έχουν καρφιά και μπροστά κι επιτρέπουν την αναρρίχηση σε κατακόρυφες επιφάνειες πάγου, όπως κάνω εδώ, με τη βοήθεια μιας ανεμόσκαλας».

«Σήμερα τα κραμπόν προσαρμόζονται γρήγορα στις πλαστικές μπότες ορειβασίας. Έχουν καρφιά και μπροστά κι επιτρέπουν την αναρρίχηση σε κατακόρυφες επιφάνειες πάγου, όπως κάνω εδώ, με τη βοήθεια μιας ανεμόσκαλας».

[…] Εγώ ένιωθα την παρουσία του πατέρα μου πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Με παρακολουθούσε, με ενθάρρυνε, με στήριζε, περήφανος για μένα. Μοιραζόμουν μαζί του τη θέα που αυτός κι ο Χίλαρι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι στη γη που είχαν αντικρίσει. Θυμήθηκα που μου είχε πει πόσο είχε εντυπωσιάσει τη γιαγιά Κινζόμ όταν της είπε ότι, ανεβασμένος εκεί πάνω, μπορούσε να βλέπει ταυτόχρονα τα μοναστήρια και του Ρονγκμπούκ και του Τενγκμπότσε, τα οποία βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές των Ιμαλαΐων, πολλές μέρες δρόμο το ένα από το άλλο.

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Βουτυρόπουλος: «Έτσι ανεβήκαμε πρώτοι στο Έβερεστ πριν από 10 χρόνια».

Ο Τζάμλινγκ Νοργκάι ανεβαίνοντας την πλαγιά του Λότσε, στα 7.000 μέτρα. «Ο πατέρας μου έκοβε με κόπο βήματα στον πάγο με την αξίνα του για ν’ ανέβει σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο. Η βρετανική αποστολή του 1953 χρειάστηκε σχεδόν τρεις μήνες πεζοπορία και αναρρίχηση για να φτάσει ως αυτό το σημείο. Εμείς, χρησιμοποιώντας σταθερά σχοινιά, χρειαστήκαμε το μισό περίπου χρόνο», γράφει.

Ο Τζάμλινγκ Νοργκάι ανεβαίνοντας την πλαγιά του Λότσε, στα 7.000 μ. «Ο πατέρας μου έκοβε με κόπο βήματα στον πάγο με την αξίνα του για ν’ ανέβει σ’ αυτό το επικίνδυνο σημείο. Η βρετανική αποστολή του 1953 χρειάστηκε σχεδόν τρεις μήνες πεζοπορία και αναρρίχηση για να φτάσει ως αυτό το σημείο. Εμείς, χρησιμοποιώντας σταθερά σχοινιά, χρειαστήκαμε το μισό περίπου χρόνο», γράφει.

Έριξα το βλέμμα μου στα ερείπια του μοναστηριού τού Ρονγκμπούκ, στην άκρη του ομώνυμου παγετώνα, κι ύστερα το περιέφερα μέχρι τα ψηλά βοσκοτόπια της κοιλάδας Κάρτα του Θιβέτ, όπου ο πατέρας μου έβοσκε τα γιακ του όταν ήταν παιδί. Κι ύστερα στράφηκα πίσω μου και τον είδα. Τον πατέρα μου.

Στεκόταν ακριβώς πίσω μου, εκεί που τα βράχια συναντιώνται με το χιόνι. Φορούσε το πουπουλένιο μπουφάν τού 1953 και τα μάλλινα ρούχα του, είχε τραβήξει τη μάσκα του οξυγόνου στο πλάι κι είχε ανεβάσει τα γυαλιά του χιονιού στο μέτωπό του. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε. Εμένα κοίταζε; Μ’ έβλεπε που στεκόμουν εκεί, θριαμβευτής κι εξαντλημένος, όπως κι εκείνος τότε, παλιά; Ή μήπως μόνο εγώ μπορούσα να νιώσω τη δική του παρουσία;

«Στράφηκα και τον είδα. Στεκόταν ακριβώς πίσω μου, εκεί που τα βράχια συναντιώνται με το χιόνι…»

Πήγα να του φωνάξω, κρατήθηκα, μα τελικά του μίλησα. «Πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα και των δυο μας». Τον άκουσα να μου απαντάει καθαρά, ήρεμα: «Τζάμλινγκ, δεν χρειαζόταν να φτάσεις τόσο μακριά. Δεν χρειαζόταν ν’ ανέβεις σ’ αυτό το βουνό για να μου μιλήσεις και να βρεθείς μαζί μου».

«Ο πατέρας μου πέθανε στο Νταρτζίλινγκ την άνοιξη του 1986. Τη στιγμή που τα δυο αδέρφια μου, ένας ξάδερφος κι εγώ ανάβαμε τη νεκρική πυρά του, ένα μικρό σύννεφο εμφανίστηκε ευοίωνα ακριβώς από πάνω μας και μούσκεψε για ένα λεπτό τις χιλιάδες τοων παρισταμένων».

«Ο πατέρας μου πέθανε στο Νταρτζίλινγκ την άνοιξη του 1986. Τη στιγμή που τα δυο αδέρφια μου, ένας ξάδερφος κι εγώ ανάβαμε τη νεκρική πυρά του, ένα μικρό σύννεφο εμφανίστηκε ευοίωνα ακριβώς από πάνω μας και μούσκεψε για ένα λεπτό τις χιλιάδες των παρισταμένων».

Κι ύστερα μου είπε πως ήταν ευχαριστημένος που ένας γιος του είχε ανέβει στο Έβερεστ, και πως πάντα το ήξερε ότι, αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να το κάνει, αυτός ήμουν εγώ. Αργότερα ο θείος μου, ο Τένζινγκ Λοτάι, μου είπε πως ο πατέρας μου του το είχε εξομολογηθεί αυτό. Και πως πίστευε ότι θα χάραζα μόνος μου το δρόμο μου πάνω στο βουνό.

Τα είχα καταφέρει μόνος μου, αλλά ο πατέρας μου βρισκόταν πάντα δίπλα μου. Μπροστά μου, για να μου ανοίγει το δρόμο, πίσω μου, για να μ’ ενθαρρύνει, δίπλα μου, για να με κάνει προσεκτικό. Έτσι όπως στεκόμουν πάνω στην κορυφή του Έβερεστ, ένιωθα ν’ αγγίζω την ψυχή του, τη σκέψη του, τη μοίρα του, τα όνειρά του. Και δεχόμουν την ευλογία και την επιδοκιμασία του.

Πραγματικά, μπορεί να μη χρειαζόταν να φτάσω τόσο μακριά για να βρεθώ κοντά του και να τον καταλάβω. Έπρεπε όμως να κάνω αυτό το ταξίδι, για να καταλάβω πως είχα πάντα μαζί μου την ευχή του.

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Καλοφύρης: Τρέχοντας με την ψυχή του στη σκιά του Έβερεστ.

«Ανάβω καντήλια στο μοναστήρι Κουμτζούνγκ, όπως είχε κάνει κάποτε ο πατέρας μου, πριν ξεκινήσω για το βουνό».

«Ανάβω καντήλια στο μοναστήρι Κουμτζούνγκ, όπως είχε κάνει κάποτε ο πατέρας μου, πριν ξεκινήσω για το βουνό».

Το βουνό ολάκερο ζωντάνευε για χάρη μου, όπως είχε κάνει και για κείνον. Είχε εργαστεί και περίμενε σ’ όλη του τη ζωή για τούτη τη στιγμή, και το βουνό είχε ανταμείψει τις προσπάθειες και την υπομονή του. Είχε μεταμορφωθεί από έναν άψυχο, αδιάφορο κι επικίνδυνο σωρό βράχων –βράχων που είχαν στερήσει τη ζωή τόσων ανθρώπων– σ’ ένα ον φιλικό που χάριζε ζεστασιά και ζωή. Στη Μιγιολανγκσάνγκμα. Που την ένιωθα να μας αγκαλιάζει και τους δυο.

«Πήγα να του φωνάξω, κρατήθηκα, μα τελικά του μίλησα. “Πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα και των δυο μας”».

Ο Έντμουντ Χίλαρι είχε βγάλει τρεις φωτογραφίες τον πατέρα μου με την ορειβατική αξίνα του υψωμένη πάνω στην κορυφή. Ακόμα και σήμερα, μισόν αιώνα μετά, η πιο διάσημη απ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Ύστερα, ο πατέρας μου άνοιξε μια μικρή λακκούβα στο χιόνι κι έβαλε μέσα ένα μπλε κι ένα κόκκινο μολύβι που του είχε δώσει η κόρη του η Νίμα, μαζί μ’ ένα μικρό πακετάκι γλυκίσματα – παραδοσιακή προσφορά σε αγαπημένα πρόσωπα.

«Από το μπαλκόνι ανεβήκαμε στη Νοτιοανατολική Ράχη. Τη νύχτα πριν απ’ το ξεκίνημά τους για την κορυφή, ο πατέρας μου κι ο Χίλαρι έστησαν την πιο ψηλή τους κατασκήνωση σ’ ένα στενό χείλος του βράχου κοντά στη βάση της ράχης που ανεβαίνουμε εμείς εδώ».

«Από το μπαλκόνι ανεβήκαμε στη Νοτιοανατολική Ράχη. Τη νύχτα πριν απ’ το ξεκίνημά τους για την κορυφή, ο πατέρας μου κι ο Χίλαρι έστησαν την πιο ψηλή τους κατασκήνωση σ’ ένα στενό χείλος του βράχου κοντά στη βάση της ράχης που ανεβαίνουμε εμείς εδώ».

Ο Χίλαρι του έδωσε ένα μικρό πάνινο ασπρόμαυρο γατάκι που του είχε δώσει για γούρι ο συνταγματάρχης Χαντ κι ο πατέρας μου το έβαλε κι αυτό στη λακκούβα. Ύστερα, είπε μια προσευχή κι ευχαρίστησε τη Μιγιολανγκσάνγκμα που είχε φτάσει επιτέλους στην κορυφή, στην έβδομη και τυχερή προσπάθειά του.

aggizontas_tin_psichi

Ο Τζάμλινγκ Νοργκάι, που ανέβηκε στην κορυφή του Έβερεστ το 1996, 43 χρόνια μετά τον άθλο του πατέρα του, βλέπει το εγχείρημά του «σαν προσκύνημα κι όχι σαν κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής του κόσμου».

Εγώ τοποθέτησα στην κορυφή μια φωτογραφία των γονιών μου μέσα σε μια ωραία κόκκινη κορνίζα, μια φωτογραφία της Αγιότητάς Του του Δαλάι Λάμα, ένα μαντίλι ευλογίας κάτα και –όπως είχε κάνει κι ο πατέρας μου– ένα γλυκό ως προσφορά. Ακόμη, άφησα μια κουδουνίστρα-ελεφαντάκι, την οποία είχε διαλέξει η μικρή μου κόρη από ένα σωρό παιχνίδια. Είχε κι αυτή τη σημασία της, μιας και το βουνό μας, σύμφωνα με τον Τρούλσινγκ Ριμπότσε, ονομαζόταν «Ακλόνητη Καλή Ελεφαντίνα».

Η Αραθέλι έβγαλε τη σενγιέρα, την καταλάνικη σημαία, και ο Ντέιβιντ κι εγώ τη φωτογραφίσαμε να την κρατάει απλωμένη. Ύστερα, η κοπέλα μίλησε απ’ το ραδιοτηλέφωνο μ’ ένα ρεπόρτερ της καταλανικής τηλεόρασης. Κι έπειτα, εγώ πήρα την ιστορική πόζα του πατέρα μου, για να με φωτογραφίσουν κι εμένα στην κορυφή.

Αργότερα, διαπίστωσα ότι η στάση μου δεν ήταν ακριβώς ίδια με του πατέρα μου, ήταν ο καθρέφτης της. Και η ανάβασή μου ήταν κι αυτή η αντανάκλαση της ανάβασης του πατέρα μου, ήταν η αντανάκλαση της ζωής του και των αξιών του, ενώ την ίδια στιγμή ήταν και αποκλειστικά δική μου.

[…] Άνοιξα ύστερα το δέμα με τα λείψανα των μεγάλων Θιβετιανών Λάμα που μου είχε δώσει ο Γκεσέ Ριμπότσε και σκόρπισα μια χούφτα στην κορυφή. Ύστερα, σκόρπισα τσαανέ στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ξεδίπλωσα τη μακριά γιρλάντα με τα σημαιάκια της προσευχής. Έδεσα τη μια της άκρη στα κάτα και στις άλλες σημαίες που ήταν στερεωμένες σ’ έναν τοπογραφικό στύλο, τον οποίο είχε στήσει στην κορυφή κάποια ερευνητική αποστολή, και την άφησα ν’ ανεμίζει.

//Απόσπασμα από το βιβλίο των Τζάμλινγκ Τένζινγκ Νοργκάι και Μπρόουτον Κόμπερν «Αγγίζοντας την ψυχή του πατέρα μου – Το ταξίδι ενός Σέρπα στην κορυφή του Έβερεστ», μτφ. Γιάννης Σπανδωνής, εκδ. Ωκεανίδα.

 

Διαβάστε ακόμα: Επιχειρείν – Με το Έβερεστ ως έμπνευση!

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top