Η ύστατη λέξη κάθε δημιουργού, εκείνη που αποτελεί το κύκνειο άσμα του (ηθελημένο αν έχει προαποφασιστεί από τον ίδιο), ακούσιο (αν η ζωή του διακόπτεται βίαια), πολλές φορές έχει μεγαλύτερη δύναμη από όλες τις άλλες που έχει πει, γράψει, εικονοποιήσει κατά τη διάρκεια του δημιουργικού του οίστρου.
Αν είσαι ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ και έχεις διατρέξει το κινηματογραφικό περιβάλλον με ταινίες όπως η «Λολίτα», η «Οδύσσεια του Διαστήματος», το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», η «Λάμψη» και κάμποσες άλλες (θαυμαστές όλες τους), έχεις κάθε δικαίωμα να ορίζεις ως ύστατο καλλιτεχνικό χαίρε μια ταινία ολότελα προσωπικής θέασης.
Το 1999, ο Κιούμπρικ επανέρχεται στο προσκήνιο έπειτα από πολυετή σιγή με μια ταινία που ολοένα φτιαχνόταν και μηδέποτε ολοκληρωνόταν. Τα «Μάτια ερμητικά κλειστά» είχαν εξελιχθεί σε αστικό μύθο: όλοι μιλούσαν για την ταινία πριν καν την δουν και όταν την είδαν έπαθαν αφωνία και δεν ήξεραν τι να πρωτοπούν.
Είχε κρουστική δύναμη; Ναι, αναμφίβολα. Ήταν μια ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της; Και πάλι ναι. Ήταν η κλασικότερη εκδοχή ενός avant la lettre δημιουργήματος που έμελλε να εξηγηθεί, αναλυθεί και κονιορτοποιηθεί από τους κριτικούς στα κατοπινά χρόνια. Ήταν ένα «αντίο» αντάξιο του μεγάλου σκηνοθέτη από το άγριο Μπρονξ.
Ο Κιούμπρικ πήρε την ιδέα από το μυθιστόρημα του αυστριακού συγγραφέα Άρθουρ Σνίτσλερ «Traumnovelle». Οι επισφαλείς ονειροφαντασίες ενός παντρεμένου άντρα, ο οποίος στενεμένος από τον εύτακτο οικογενειακό του βίο επιθυμεί να βιώσει μια εντελώς ακραία συνθήκη ερωτικής υφής. Ο Σνίτσλερ, από τους πρώτους που εφάρμοσε τον εσωτερικό μονόλογο στη λογοτεχνία και φίλος του Φρόιντ, δεν περιορίζεται σε μια εξωτερική δράση, αλλά εισχωρεί στα εσώτατα πεδία του ήρωά του.
Ο Κιούμπρικ εξακοντίζει την προβληματική σε σύγχρονες σφαίρες, αψηφώντας τον καθωσπρεπισμό, βάζοντας το δάχτυλο εκεί ακριβώς που η πληγή του σύγχρονου ανθρώπου αιμορραγεί και σπέρνει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας μια σειρά συμβολισμούς που απηχούν άμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ας σκεφτούμε λίγο και τη χρονική συνθήκη: το 1999 ο φόβος του παράνομου σεξ λόγω του AIDS, η συντηρητικοποίηση των κοινωνιών και ο αστικός κομφορμισμός, όχι μόνο δεν έχουν αποβληθεί, αλλά αποτελούν μέρος της καθημερινής μπαναλιτέ. Ζεις για να σε αποδέχεται ο μέσος όρος. Ουδεμία εσωτερική επανάσταση, κανένα λυγμικό σκίρτημα, παντελής καταστολή της ιμερικής φαντασίωσης. Τα πάντα γίνονται εικόνα, αλλά όχι πράξη. Άρα, όχι διακινδύνευση.
Ο Κιούμπρικ, όμως, βάζει τον Μπιλ (Τομ Κρουζ) να περάσει του λιναριού τα πάθη (κυριολεκτικώς η λέξη «πάθη»), όχι επειδή η τυχαιότητα τού έπαιξε άσχημο παιχνίδι, αλλά διότι ο ίδιος φλέγεται από την τάση να ξεφύγει από το πεπερασμένο οχυρό του σαρκίου του. Παθητικός, νουνεχής, ευκατάστατος, συγκροτημένος και καλός οικογενειάρχης, ο Μπιλ, υπό άλλες συνθήκες θα ακολουθούσε την οικογενειακή νόρμα έως το τέλος. Κι εκεί έρχεται η εσωτερική σύγκρουση, η επιθετική ενόρμηση να κάνει την «τρέλα», να περάσει απέναντι, να αφήσει την αδρεναλίνη του να ξεχυθεί σαν ποτάμι.
Γλιτώνει από τύχη με την πόρνη που είχε AIDS, αλλά όταν εισχωρεί στο βασίλειο του Απαγορευμένου, τότε ουδεμία αντίσταση υπάρχει, καμία ηθική επιταγή δεν τον συγκρατεί. Οδεύει πλησίστιος στο μέγα θαύμα της απώλειας κάθε συνείδησης.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσωπική Οδύσσεια, αλλά και μια οικογενειακή (ο Κιούμπρικ δεν λυπάται τίποτα: όλες οι φτωχές πλην τίμιες συμβάσεις της οικογένειας έρχονται κατά πάνω μας). Γιατί ο Μπιλ να αφήσει μια γυναίκα σαν την Άλις (Νικόλ Κίντμαν) που είναι σαν τα κρύα τα νερά; Διότι μαζί της δεν φτάνει στη φρεναπάτη, διότι είναι δεδομένη, διότι είναι αποδεκτά ελκυστική, διότι του επιστρέφει ένα παθητικό μήνυμα.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυτός θέλει να γίνει σκλάβος του πιο ακραίου ερωτισμού, της πλέριας υποδούλωσης σε ένα κυριαρχικό θηλυκό που με τα έκπαγλα θέλγητρά του θα τον καθυποτάξει. Οι μούσες με τις μάσκες που θα συναντήσει στο πριβέ ερωτικό πάρτι, μια πραγματική βακχεία, δεν είναι απλώς θεϊκά όμορφες. Είναι σκλάβες και μετρέσες ωσαύτως. Αφήνονται, δίνονται, παραχωρούνται, αλλά και την ίδια στιγμή είναι ο πολιορκητικός κριός του ευαίσθητου ανδρισμού.
Ολοι παίζουν με τα προσωπεία και την αυθεντική εκδοχή τους. Ολοι φορούν μάσκες, ακόμη κι εκείνοι που κυκλοφορούν αμέριμνοι στο δρόμο και δεν πηγαίνουν σε επαύλεις με καλλονές να κορέσουν τη σεξουαλική τους ανάγκη. Η Άλις παραδέχεται πως κι εκείνη έχει κάνει την ατασθαλία της. Αμέσως, ο μηχανισμός της ανδρικής άμυνας κινητοποιείται, το οικογενειακό οικοδόμημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει.
Η σχέση των ανθρώπων εντός της οικογένειας δεν δομείται επί τη βάσει του σεξ, αλλά του κοινού παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος, των υποχρεώσεων, των παιδιών, της συναισθηματικής γαλήνης. Εδώ, όμως, συμβαίνει τα πάντα να πυροδοτούνται από εξωτερικούς παράγοντες: ολότελα σαρκικούς. Άρα, ολότελα επικίνδυνους. Διότι όταν η σάρκα αρχίζει να αναριγεί από τον ξένο πόθο τότε καμία οικογενειακή ευταξία δεν μπορεί να αποτελέσει αποκούμπι.
Ο Κιούμπρικ κατηγορούνταν συχνά πυκνά ότι του έλειπε το χιούμορ. Κι όμως, εδώ υπάρχει ένας βίαιος, ακατέργαστος αντρικός κόσμος (κυρίως) όπου το χιούμορ είναι ολότελα πικρό και υποδόριο. Είναι η αντιστροφή των παθών.
Η ταινία είναι ο παράδεισος του ηδονοθήρα και του ηδονοβλεψία. Κορμιά λαχταριστά, ποθητά, γυναίκες-αμαζόνες, στήθη αμυγδαλένια, κοιλίες σαν κρατήρες ηφαιστείου, βλέμματα παθιασμένα, ιμερόπληκτα (sic), σεξ οργιαστικό, πεισιθάνατο, ζωώδες, σε όλες τις εκδοχές και τις στάσεις. Και ένα τέλος που μπορεί να μοιάζει με επιστροφή στη βάση και να βγάζει προς τα έξω έναν συντηρητισμό (καλές οι περιπέτειες, αλλά ας επιστρέψουμε τώρα στη βολή μας), όμως, για δείτε τις τελευταίες φράσεις του έργου.
Τι λέει η Άλις στον Μπιλ; «Let’s fuck», αυτό του λέει με περισσή χροιά προσταγής. Mόνο που αυτή τη φορά η μεταξύ τους συνεύρεση εκκινεί από μια νέα μυθολογία.
Διαβάστε ακόμα: Ρόμαν Πολάνσκι – «Είμαι ένας σύγχρονος Ντρέιφους».