Αν και στο Χόλιγουντ λένε πως είναι πάντα σοβαρός, ο Έιμπραχαμ πολλές φορές δεν τους δικαιώνει ((Photo by Walter McBride/Getty Images/Idealimage).

Θεωρητικά ένα όνομα δεν είναι δηλωτικό για τον άνθρωπο που το φέρει. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που ένα μυστήριο ή μια συγγνωστή εκκεντρικότητα μπορεί να κρύβονται ακόμη και σε ένα αρχίγραμμα. Τι θα ήταν, άραγε, ο Μάρεϊ Έιμπραχαμ αν δεν είχε βάλει ως κορωνίδα του ονόματός του ένα μυστηριώδες «Φ»;

Για χρόνια, αναπτυσσόταν μια ολόκληρη θεωρία γύρω από τη σημασία αυτού του γράμματος. Το έγκυρο -κατά τ’άλλα- σάιτ imbd.com (η data base όλων των ταινιών στο ίντερνετ) αποφάνθηκε πως το πλήρες όνομα του εν λόγω ηθοποιού ήταν Φαρίντ Μάρεϊ Έιμπραχαμ.

Iδιαίτερος ήταν ο ρόλος που έπαιξε στην κατασκοπευτική τηλεοπτική σειρά «Homeland» (members.sagfoundation.org).

Ο ίδιος, όμως, το αρνήθηκε μετά βεβαιότητας. Μάλιστα, προχώρησε σε μια εξήγηση που δεν έδινε καμία… εξήγηση. Κάποια στιγμή που πιέστηκε να απαντήσει πάνω στο ζέον θέμα είναι πως στην πραγματικότητα αυτό το «Φ» δεν σημαίνει τίποτα. «Το επινόησα έτσι. Θα μπορούσε να πει κανείς πως έτσι τιμάω τον πατέρα μου, του οποίου το όνομα της Φρέντερικ. Δεν ξέρω πως ξεκίνησαν όλοι να λένε πως ονομάζομαι Φαρίντ, αλλά δεν ισχύει. Δεχθείτε αυτό που λέω: το ”Φ” είναι απλώς ένα ”Φ”».

Για την δεινότητα του Έιμπραχαμ έχει να λέει όλο το Χόλιγουντ. Είναι ικανός να μάθει τις ατάκες του αμέσως, να μπει αυτοστιγμεί στο πετσί του ρόλου, να φορέσει ένα κοστούμι και να μεταβαίνει στην κατάλληλη εποχή που προστάζει η μόδα του. Οι ειδήμονες της βιομηχανίας λένε πως είναι πάντα σοβαρός και επίμονος. Η δική του απάντηση δεν αναιρεί τους χαρακτηρισμούς: «Ναι, είμαι και τα δύο όταν μιλάμε για την υποκριτική διότι στη ζωή είμαι πολλά περισσότερα».

Με το Όσκαρ ανά χείρας (Getty Images/Idealimage).

Και για να εξηγήσει ποια είναι αυτά τα «περισσότερα» επιστρατεύει μια λεπτή χροιά αυτοσαρκασμού: «Δεν είμαι όμορφος. Μπορεί η γυναίκα μου να λέει πως είμαι, αλλά αν περπατήσω στον ίδιο χώρο με τον Αλ Πατσίνο ή τον Σον Κόνερι τότε θα μοιάζω σαν εξαφανισμένος. Ποτέ δεν θα με δείτε με εξώφυλλο που να λέει ”ο πιο σέξι άντρας στον κόσμο”. Παρόλα αυτά, ναι, θα ήθελα να με κοιτάξετε καλά και να πείτε ότι είμαι όμορφος».

Τώρα, νομίζουμε αρχίζετε να καταλαβαίνετε πως έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαζόντως ξεχωριστό ηθοποιό. Αν και ανήκει στην Α-list των ηθοποιών, ειδικά μετά το Οσκαρ που πήρε το 1984 για την ταινία «Αμαντέους»(σ.σ.: έπαιζε τον Σαλιέρι), προτίμησε να μην τροφοδοτεί τα μίντια με τον εαυτό του. Δεν πηγαίνει σε σόου, δεν δίνει πολλές συνεντεύξεις κι ακόμη περισσότερο δεν τροφοδοτεί με υλικό τα ταμπλόιντ. «Ορισμένοι στο επάγγελμά μας ενδιαφέρονται μόνο για τα κουτσομπολιά. Να κάτι που εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου», απαντάει στερεότυπα.

Στο «Ονομα του Ρόδου».

Εκεί που μπορεί να τον συναντήσει κανείς είναι σε κάποιο μουσείο. Έχει τρέλα με τις εκθέσεις, όπως και με τη γυμναστική. Ακόμη και στα 80 του θεωρεί πως οφείλει να προσέχει το σώμα του. Του αρέσει η όπερα και θα ήθελε να είχε τη δυνατότητα να τραγουδήσει μια από τις ξακουστές. Δεν δίστασε, δε, να προσλάβει ειδικό δάσκαλο φωνητικής για να βελτιώσει τις τραγουδιστικές του επιδόσεις.

Εχει πουλήσει βιβλία, έχει πλύνει πιάτα, έχει κάνει τον παρκαδόρο, έχει γίνει ασφαλιστής, ακόμη και μάγειρας σε πιτσαρία.

Ο Έιμπραχαμ γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ από γονείς που προέρχονται από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα (Ιταλία και Συρία), μεγάλωσε στο Ελ Πάσο του Τέξας. Τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής τα έλαβε στο HB Studios της Νέας Υόρκης. Τη γυναίκα του, Κέιτ Χάναν, την γνώρισε στο Λος Άντζελες και είναι μαζί της 50 συναπτά χρόνια έχοντας αποκτήσει δύο παιδιά. Ναι, είναι άνθρωπος που δεν αλλάζει εύκολα. Δεν παραπετάει αυτά που αγαπάει. Ακολουθεί την υποκριτική πιστά και ανυπόκριτα διαλέγοντας πάντα δυνατούς χαρακτήρες στον κινηματογράφο και το θέατρο. Αν είναι, δε, κλασικοί ρόλοι βουτάει δίχως να ζητάει βοήθεια.

Ο λεχρίτης Omar Suarez στο Scarface.

Μάλλον, η μόνη βοήθεια που χρειάστηκε και του δόθηκε απλόχερα ήταν από τη δασκάλα του στο γυμνάσιο του Ελ Πάσο, Λουσία Π. Χάτσινς, διότι «ήταν αυτή που μου έσωσε τη ζωή. Ηταν αυτή που με ώθησε στην υποκριτική. Μακάρι να ήταν εδώ να δει την επιτυχία μου. Είμαι σίγουρος πως θα αισθανόταν υπερήφανη».

Ως Mr.Mustafa στην ταινία «The Grand Budapest Hotel» (filmaffinity.com).

Προηγουμένως, βέβαια, πριν φτάσει στην επιτυχία, δεν δίστασε να κάνει όποια χαμαλοδουλειά του βρισκόταν μπροστά του για να τα προς το ζην. Εχει πουλήσει βιβλία, έχει πλύνει πιάτα, έχει κάνει τον παρκαδόρο, έχει γίνει ασφαλιστής, ακόμη και μάγειρας σε πιτσαρία. Ποτέ, όμως, δεν ξέχασε πως η πραγματική του ευθύνη ήταν να ακολουθήσει το ένστικτό του που του έλεγε να γίνει ηθοποιός.

Τη συνέχεια την ξέρουμε: ταινίες όπως ο «Σημαδεμένος», «Serpico», «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», «Το όνομα του ρόδου» ακόμα και το «Σταρ Τρεκ ΙΧ». Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει αν δεν ήταν τελικά επίμονος και σοβαρός.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζο Πέσι, η καλτ φιγούρα που λατρέψαμε.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top