Στη μακρινή δεκαετία του ’40 όταν μιλούσαν οι άνθρωποι για Beauty Photography, με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε από αισθητικής άποψης, το μυαλό όλων πήγαινε σίγουρα στον φωτογράφο Fernand Fonssagrives (1910 – 2003).
Γεννημένος στο Παρίσι από πατέρα γλύπτη και μητέρα μουσικό, οι γονείς του τον ενθάρρυναν να κάνει τα πράγματα που αγαπούσε περισσότερο: επιστήμη, τέχνη, αθλητισμό, γυμναστική και χορό. Τελικά, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους μόδας και ένας από τους δημιουργούς αυτού που έγινε η Beauty Photography στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ηλικία 18 ετών για να συνεχίσει τις σπουδές χορού και επέστρεψε στην Ευρώπη το 1931, σε ηλικία 21 ετών, για τη στρατιωτική του θητεία. Μετά τον στρατό, ο Fonssagrives εντάχθηκε σε μια γερμανική ομάδα χορού, όπου γνώρισε τη νεαρή Σουηδή χορεύτρια Lisa Bergstrom, η οποία έγινε η χορευτική του παρτενέρ και μετά η σύζυγός του. Η συνεργασία τους έχει μείνει στην ιστορία της φωτογραφίας.
Η Λίζα ήταν στην πραγματικότητα υπεύθυνη γι’ αυτό που έγινε στη συνέχεια ο Fonssagrives. Του πήρε μια κάμερα – του έδωσε ένα Rollieflex, αφού η δική του καριέρα στο χορό τελείωσε άδοξα λόγω ενός τραυματισμού. Κάπως έτσι η φωτογραφική μηχανή έγινε μέρος του σώματός του, όπως συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας.
Η συνέχεια ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη: εκείνος έγινε ονομαστός φωτογράφος κι εκείνη διάσημο μοντέλο. Η κομψή, γλυπτική μορφή της Λίζας ήταν μια συνεχής έμπνευση για τον Fonssagrives είτε τη φωτογράφιζε στο ύπαιθρο είτε σε ένα στούντιο, πειραματικά ντυμένη στις σκιές καθορίζοντας έτσι τα περιγράμματα του ανθρώπινου σώματος.
Αναγκασμένοι να επιστρέψουν στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και οι δύο εκτοξεύτηκαν σε ξεχωριστές αλλά άκρως επιτυχημένες καριέρες. Η συνεργασία τους λειτούργησε απρόσκοπτα έως το 1950 οπότε και χώρισαν.
Η απομάκρυνση τους ήταν ένα πικρό αντίο που τσάκισε τον Fonssagrives, αλλά δεν του «έκαψε» τις γέφυρες με τη φωτογραφία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια στιγμή έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος φωτογράφος στη Νέα Υόρκη. Προσλήφθηκε από όλα τα μεγάλα περιοδικά μόδας (Vogue, Harpers’ Bazaar, Town & Contry) και πολλά άλλα προτού κουραστεί από τους δημιουργικούς περιορισμούς της δημιουργικής βιομηχανίας και επιλέξει να γίνει γλύπτης (όπως ο πατέρας του).
Συγκεκριμένα, για να ανακτήσει τη δημιουργική του ελευθερία, αφού απογοητεύτηκε από τη διαφημιστική φωτογραφία, μετακόμισε στην Ισπανία, έμαθε γλυπτική και ανέκτησε τη δημιουργική του ανεξαρτησία. Πέθανε το 2003 στο Λιτλ Ροκ του Αρκάνσας.
Η αλήθεια είναι ότι με τα χρόνια το όνομα του Fernand Fonssagrives περιέπεσε σε λήθη. Άλλοι, όπως ο Irving Penn και ο Richard Avedon τον υπερκέρασαν. Ήταν και οι τρεις μεγάλοι δεξιοτέχνες στη μόδα, το πορτρέτο και την ομορφιά κατά τη διάρκεια της άνθησης των περιοδικών μόδας της δεκαετίας του ’40.
Εντούτοις, ο θησαυρός της δημιουργικότητάς του αντέχει στο χρόνο. Ακόμη και σήμερα γίνονται αναδρομικές εκθέσεις με δικές του φωτογραφίες, ενώ πολλά αφιερώματα (σαν και τούτο εδώ) δημοσιεύονται σε διάφορα σάιτ ανά τον κόσμο για χάρη του.
Ο ίδιος έλεγε για το σκοπό της ζωής του: «Στόχος μου ήταν να προσπαθήσω να καταλάβω τι είναι η ζωή και να είμαι ελεύθερος. Και δεν υπάρχεις άλλος τόπος για να το κάνεις αυτό από την Αμερική. Γι’ αυτό μένω εδώ. Αυτό το πάθος να διατηρήσεις την ατομικότητά σου μπορείς να το έχεις μόνο στην Αμερική.
Διαβάστε ακόμα: Koray Erkaya, ο… μερακλής τούρκος φωτογράφος και οι πολλαπλές όψεις του γυμνού.