Ο Φοίβος Οικονομίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το βιβλίο του «Βορράς».

Είναι συγγραφέας που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (εξ ημισείας με τον Σπύρο Γούλα) τη χρονιά που μας πέρασε για το βιβλίο του «Βορράς». Ζει στα Εξάρχεια, εργάζεται στη διαφήμιση, ταξιδεύει, παρατηρεί και γράφει για τη δική του γενιά. Πρόκειται για έναν αεικίνητο και εμπνευσμένο άνθρωπο, με έμφυτη δημιουργικότητα.

Στο παρελθόν έχει γυρίσει δυο ταινίες μικρού μήκους, τώρα ασκείται εμμονικά στην λογοτεχνία, διατηρεί όμως τις κεραίες του ανοιχτές για νέα μέσα και νέες μορφές αφήγησης. Πρόσφατα εκδόθηκε και η νέα συλλογή ποιημάτων του, με τίτλο «Ένα Εκατομμύριο Μέρες Ύπνος» από τις εκδόσεις Εστία, που γράφτηκαν μέσα στην περίοδο της καραντίνας.

Η δημιουργικότητα, το ξέρουμε καλά, είναι αυτή που κάνει έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει, νοηματοδοτώντας την ίδια την ύπαρξή του. To Bombay Sapphire Gin με motto το «stir creativity», φιλοδοξεί να εμπνεύσει τη δημιουργικότητα. Είναι μια σύνθεση εκλεκτικών αρωμάτων τόσο ευέλικτη, που προσφέρεται για πειραματισμό και δημιουργική έκφραση. Έτσι, συναντήσαμε τον νέο συγγραφέα Φοίβο Οικονομίδη για ένα δημιουργικό απεριτίφ με Bombay στο Line Athens και μας μίλησε για όλα όσα τον εμπνέουν και τον κινητοποιούν.

«Στην καραντίνα έλεγα στον εαυτό μου: ”γράψε, αυτή είναι η διέξοδος σου”».

Η λογοτεχνία έχει ως «όχημα» τις λέξεις και το Bombay Sapphire Gin τη δημιουργικότητα.

 – Το τελευταίο σου project «Ένα Εκατομμύριο Μέρες Ύπνος» ήταν το αποτέλεσμα ανταλλαγής υλικού μέσα στην καραντίνα με τον φωτογράφο Γιώργο Καψαλάκη. Λειτούργησε σαν ψευδαίσθηση εξωστρέφειας, ή ήταν εσωτερική διαδικασία;

Για εμένα η καραντίνα και δη η δεύτερη ήταν ένα μεγάλο πηγάδι. Βίωνα μια πολύ μεγάλη απελπισία, διότι ένιωθα πως αυτό που ζούμε δεν υπήρχε τρόπος να τελειώσει, και όταν πια θα τελείωνε, θα ερχόταν το επόμενο κακό σκηνικό που θα έκανε τη ζωή μας άσχημη κι ας μην είχε τη μορφή lockdown.

– Τι σου προκάλεσε εκείνη η κατάσταση; 

Με είχε κάνει να φοβάμαι, να εκνευρίζομαι, να μην έχω όρεξη. Δούλευα τότε σε ένα διαφημιστικό γραφείο, άρα όταν τελείωνα τη δουλειά είχα περίπου μισή ώρα το πολύ για να βγω έξω πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας. Μάλιστα, καμιά φορά, για να κερδίσω λίγο παραπάνω χρόνο, έλεγα πως πρέπει να πάω στο σούπερ μάρκετ, το οποίο τώρα αντιλαμβάνομαι πόσο θλιβερό ακούγεται. Έλεγα στον εαυτό μου «γράψε, επειδή αυτό είναι η διέξοδος σου», όμως δεν μπορούσα επειδή δεν μπορούσε τίποτα μέσα μου. Μέχρι που κάποια στιγμή, ο Γιώργος μου έστειλε μια φωτογραφία του για να του πω τη γνώμη του.

«Για εμένα η καραντίνα και δη η δεύτερη ήταν ένα μεγάλο πηγάδι».

«Είμαστε σε μια φάση που οι νέες τεχνολογίες θα επιτρέψουν να δημιουργήσουμε νέα πράγματα, νέα μέσα».

– Ποια είναι αυτή η φωτογραφία;  

Είναι η πρώτη φωτογραφία που βρίσκεται και στο βιβλίο. Είναι μια πολύ παλιά φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου, τύπου polaroid, στην οποία ο ίδιος είχε δράσει και είχε σβήσει τα πρόσωπα των μαθητριών που πόζαραν. Εμένα αυτή η φωτογραφία μου δημιούργησε μια τεράστια νοσταλγία, κάτι που ένιωθα έντονα εκείνη την περίοδο. Τότε, έγραψα κάτι πάνω σε αυτό, του το έστειλα και μου είπε «ρε συ, ωραίο είναι αυτό». Χρειαζόμουν να το ακούσω, και επειδή είδα ότι βγήκε κάτι, μια σταγόνα έκφρασης, που ως εκείνη τη στιγμή αδυνατούσα να βγάλω, του πρότεινα να το κάνουμε και την επόμενη μέρα. Αυτό έγινε συνήθεια. Δουλεύεις, πας στο σούπερ μάρκετ, πας βόλτα, ο κόσμος τελειώνει, αλλά έχεις αυτή τη μικρή χαραμάδα να πεις κάτι και να το μοιραστείς με έναν άνθρωπο που βλέπει τον κόσμο με έναν τρόπο παρόμοιο αυτή την περίοδο. Αυτό μας κράτησε ζωντανούς έτσι για τρεις μήνες τουλάχιστον και το κάναμε να λέει μια ιστορία.

– Πέρα από ερέθισμα, πώς λειτούργησε για σένα δημιουργικά το νέο μέσο, αυτές οι φωτογραφίες;

Τρομερά απελευθερωτικά. Πιστεύω ότι το χάος δεν βοηθάει να δημιουργήσεις κάτι μεστό και ολοκληρωμένο. Όταν ο περιορισμός σου είναι να επικοινωνήσεις με ένα άλλο μέσο, αυτό ανοίγει έναν καινούριο κόσμο. Πιστεύω ότι είμαστε σε μια φάση που οι νέες τεχνολογίες θα επιτρέψουν να δημιουργήσουμε νέα πράγματα, νέα μέσα. Πόσο μαγευτικό πρέπει να είναι να δημιουργείς ένα νέο μέσο μέσα στο οποίο μπορείς να είσαι πράγματι εσύ.

«Το χάος δεν βοηθάει να δημιουργήσεις κάτι μεστό και ολοκληρωμένο».

– Αυτό δημιουργήσατε; 

Εμείς δεν αναπτύξαμε ένα νέο μέσο, δεν είναι το πρώτο βιβλίο που έχει εικόνες και λέξεις, αλλά ένα δίαυλο επικοινωνίας, στον οποίο εγώ άφηνα μια εικόνα να με ταξιδέψει και να απαντήσω σε αυτή με τη δική μου γλώσσα. Όπως όταν προσπαθείς να επικοινωνήσεις με έναν άγνωστο από άλλη χώρα, και δεν ξέρει καλά ο ένας τη γλώσσα του άλλου, αλλά τα μάτια σας κάτι λένε. Ακριβώς επειδή θέλω να πειραματιστώ και να βρω νέους τρόπους να πω πράγματα, αυτό ήταν ένα πολύ καλό πρώτο βήμα.

– Άρα θα έχεις ήδη σκεφτεί να πας το έργο σου έξω από τις σελίδες ενός βιβλίου.

Συζητάμε με έναν μουσικό, ώστε να ντύσει με ηλεκτρονική μουσική μια περφόρμανς, που θα έχει τις εικόνες του βιβλίου σε ένα δωμάτιο, και ταυτόχρονα η ποίηση θα εκφέρεται.

«Τα ερωτήματα που σε βοηθούν να μεγαλώσεις είναι συγκεκριμένα».

«Ψάχνω έντονα ποια μπορεί να είναι μια νέα μορφή αφήγησης», λέει ο Φοίβος Οικονομίδης στον υπογράφοντα, Γιάννη Σκορδά.

– Μια από τις μεγαλύτερες τάσεις ήταν τα NFT (μία εφαρμογή της τεχνολογίας blockchain), τα οποία κατέκλυσαν τις εικαστικές τέχνες. Yπάρχει κάτι αντίστοιχο, κάποια νέα φόρμα που να σε ιντριγκάρει στη λογοτεχνία;

Το σκέφτομαι πάρα πολύ. Αγόρασα πρόσφατα δύο βιβλία από το εξωτερικό, ένα στην Ιταλία και το άλλο στο Βερολίνο, έντυπα, τα οποία εντάσσουν στις σελίδες τους screenshots από μηνύματα, σχόλια από το youtube και φτιάχνουν έτσι μια ιστορία. Ταυτόχρονα, αυτό που αναζητάω, επειδή νιώθω στο πετσί μου τι σημαίνει μειωμένο attention span, ψάχνω έντονα ποια μπορεί να είναι μια νέα μορφή αφήγησης.

– Έγραψες τον «Βορρά», ένα βιβλίο στο οποίο χρησιμοποιείς μια συνθήκη όπου ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, τελειώνει για πάντα. Και τελικά αυτό συνέβη με την πανδημία!

Ήταν σαν τρακάρισμα, επειδή έγραψα το βιβλίο στα 21 με 22 μου. Σύμφωνα με το βιβλίο ένας κομήτης πέφτει στη γη και τα συναισθήματα όλων παγώνουν για πάντα, κι εκεί ένας νέος άνθρωπος ψάχνει να δώσει απαντήσεις για ερωτήματα ευτυχίας, έρωτα, νεότητας, κληρονομιάς. Δεν είναι ότι αυτές τις απαντήσεις δεν τις πιστεύω πλέον, αλλά νιώθω ότι είναι γενικές. Τα ερωτήματα που σε βοηθούν να μεγαλώσεις είναι πιο συγκεκριμένα. Οπότε, όταν ο κόσμος τελείωσε όπως τον ξέραμε, και το βιβλίο είχε μόλις κυκλοφορήσει, αυτές οι απαντήσεις δεν ήταν αρκετές και δεν μου έφταναν, ούτε στον κόσμο έφταναν.

To Bombay Sapphire Gin στην πέτρινη μπάρα του Line Athens. Με motto το «stir creativity», το τζιν αυτό φιλοδοξεί να εμπνεύσει τη δημιουργικότητα.

Πώς ένιωθες δημιουργικά τότε; 

Ένιωθα πολύ απομονωμένος και έψαχνα να βρω τι μορφή θα έχει η νέα δουλειά μου, ήταν μια διαδικασία ενηλικίωσης. Το ότι φτάσαμε στο «Ένα Εκατομμύριο Μέρες Ύπνος» ήταν ο νέος δικός μου Βορράς. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα είναι πώς βιώνει η συγκεκριμένη, δική μας γενιά τα πράγματα και επικεντρώνομαι πολύ στην παρατήρηση της.

«Μια πολύ επιτυχημένη συγγραφέας μου είπε πρόσφατα ”βρες μια δουλειά που δεν σκοτώνει αυτό που έχεις μέσα σου, για να μπορείς παράλληλα να γράφεις”».

– Η τριβή σου με τον γραπτό λόγο, ακόμα και όταν εργαζόσουν στον χώρο της διαφήμισης, ένιωσες ότι λειτουργεί σαν άσκηση ή ότι σου αφαιρεί την δημιουργικότητα;

Ήταν διττή η λειτουργία. Από τη μια ήταν σίγουρα άσκηση επειδή απαιτούσε διαρκώς δημιουργικότητα, νέες και ανταγωνιστικές ιδέες. Παρόλα αυτά, εξαντλούσε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργική ενέργεια. Αν θες να πεις κάτι θα το πεις, απλά δεν βοηθούσε η δουλειά. Ο Καβάφης έλεγε ότι η τέχνη θα τον κατηγορεί που δεν έχει συνεχώς την πόρτα του ανοιχτή για εκείνη. Μια πολύ επιτυχημένη συγγραφέας μου είπε πρόσφατα «βρες μια δουλειά που δεν σκοτώνει αυτό που έχεις μέσα σου, για να μπορείς παράλληλα να γράφεις, επειδή όσο το γράψιμο είναι έρωτας είμαστε καλά, όταν γίνει γάμος καταστράφηκες».

«Ο Καβάφης έλεγε ότι η τέχνη θα τον κατηγορεί που δεν έχει συνεχώς την πόρτα του ανοιχτή για εκείνη».

– Δουλεύεις σταθερά στη διαφήμιση. Άρα κάνεις τέχνη παράλληλα ή κατα διαστήματα;

Ακόμα είμαι σε μια κατάσταση που ψάχνω τι μου ταιριάζει. Ωστόσο, βλέπω ότι για τους καλλιτέχνες, όταν έχει έρθει η ώρα να γεννήσουν κάτι χρειάζεται χρόνος. Χρειάζεται και νεκρός χρόνος, όχι ας πούμε δώδεκα ώρες τη μέρα να γράψεις, αλλά να κάτσεις στον καναπέ να κοιτάξεις το ταβάνι και να σκεφτείς, να συζητήσεις όσα σκέφτεσαι. Οπότε, αυτός ο χρόνος δεν σου δίνεται αν για παράδειγμα δουλεύεις σε ένα γραφείο, όπου πρέπει να είσαι ο άλλος σου εαυτός, ο παραγωγικός.

– Νιώθεις στη φάση που είσαι να συγκρούεται η ανάγκη σου για παρατήρηση και η ανάγκη να ζεις;

Συνειδητοποιώντας ότι αυτό που έχω ανάγκη να παρατηρήσω είναι η συνθήκη της δικής μου κατάστασης, της δικής μου γενιάς, τελικά παρατηρώ τους ανθρώπους που έχω επιλέξει να είναι γύρω μου, τι κάνουμε μαζί που είναι μια νεανική ζωή και αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Τα πάρτι, η ηλεκτρονική μουσική, το αλκοόλ, το πως ασφυκτιούμε στην εργασιακή ζωή και τη ματαίωσή της. Παρατηρώ και ζω ταυτόχρονα.

«Έγραψα για ένα φανταστικό ταξίδι με τον Καμύ, αρχικά ως φόρο τιμής».

«Θα ήθελα να παίξουμε μουσική με τον Thom Yorke με μια πεταμένη κιθάρα και ένα τουμπερλέκι».

– Πρόσφατα έγραψες για ένα φανταστικό ταξίδι με τον Καμύ. Γιατί τον διάλεξες;

Ξεκίνησε από φόρος τιμής. Ξεκίνησα να γράφω ένα κείμενο που λατρεύει τον Καμύ. Έβλεπα και φωτογραφίες από τότε που είχε πάει διακοπές στη Μυτιλήνη με τον εκδότη του, το πώς πίνει, το πώς κοιτάει τις γυναίκες, πώς γράφει… Γράφοντας όμως συνειδητοποίησα ότι έχω πράγματι ερωτήσεις να του κάνω, οι οποίες συνδέονται άμεσα με το παράλογο. Για παράδειγμα, το ότι φεύγουμε με το καράβι απ’ τον Πειραιά για να πάμε στο νησί, και κοιτάω την πόλη και μου δημιουργείται η αίσθηση πως όταν γυρίσω θα έχει βυθιστεί και εκείνος το νιώθει, ότι κάτι με βασανίζει.

– Με ποιο ζωντανό πρόσωπο θα ήθελες να πας τώρα ένα τριήμερο και σε ποιο νησί; Θα ήθελες να του κάνεις ερωτήσεις ή να του δείξεις πράγματα;

Θα πήγαινα στην Δονούσα με τον Thom Yorke. Είναι νομίζω το αγαπημένο μου νησί των Κυκλάδων. Το προτιμούσα όταν ήταν όπως το ήθελα εγώ, που το ελεύθερο επιτρεπόταν και πηγαίναμε να κάνουμε κάμπινγκ, αλλά συνεχίζει να είναι το νησί που με τρελαίνει. Θα ήθελα να δω τι πιστεύει για τα πράγματα που μ’ αρέσουν, θα ήθελα να παίξουμε μουσική με μια πεταμένη κιθάρα και ένα τουμπερλέκι. Θα τον έκανα «ναμαγαπά».

– Τι διαβάζεις αυτή την περίοδο;

Πέτερ Χάντκε, Μπάροουζ, το “Όταν Παύουμε Να Καταλαβαίνουμε Τον Κόσμο” του Μπενχαμίν Λαμπατούτ και διηγήματα του Κάρβερ.

«Σε αυτή τη φάση ερευνώ κάτι πολύ συγκεκριμένο, γι’ αυτό διαβάζω για παράδειγμα το Τζάνκι του Μπάροουζ».

– Έχεις αγαπημένους Έλληνες λογοτέχνες;

Πέρυσι με είχε συνταράξει το Γκιάκ του Παπαμάρκου, με εντυπωσιάζει ακόμα ο Καζαντζάκης, ανακάλυψα φέτος τον Καρούζο και πέρυσι την ποίηση του Σαχτούρη.

– Όταν διαβάζεις κάποιους συγγραφείς, το κάνεις για να πάρεις κάτι από την τεχνική τους ή από την θεματολογία τους;

Εξαρτάται. Σε αυτή τη φάση ερευνώ κάτι πολύ συγκεκριμένο, γι’ αυτό διαβάζω για παράδειγμα το Τζάνκι του Μπάροουζ. Όταν μελετώ κάτι συγκεκριμένο με ενδιαφέρει πολύ η θεματολογία, πώς την προσεγγίζουν. Γενικότερα, όταν διαβάζω θέλω να δω αν θα καταφέρει ο συγγραφέας να με κάνει να χαθώ με τον τρόπο που γράφει, κι αν τελικά αυτό συμβεί επιστρέφω για να ψάξω γιατί χάθηκα.

«Στις διακοπές μου γέμισα το μπάκπακ με σημειωματάρια».

«Οταν διαβάζω θέλω να δω αν θα καταφέρει ο συγγραφέας να με κάνει να χαθώ με τον τρόπο που γράφει».

– Παρότι μπορεί να έχεις λογοτεχνικά είδωλα, έχεις καταφέρει διαβάζοντας τους να παρατηρείς συγγραφικά τους «λάθη»;

Δε θα το έλεγα λάθος, αλλά μελετώντας έντονα και εμμονικά ένα έργο, μπορεί να εντοπίσεις τον άνθρωπο εκεί μέσα, το προσωπικό, εκεί που άφησε τον εαυτό του να πει κάτι το οποίο δεν ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που πηγαίνει να φτιάξει και λες «α, το έκανε». Και σκέφτεσαι ότι το έργο του θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι πιο πλήρες αν δεν το είχε κάνει, όμως το έκανε και είπε κάτι που μπορεί να τυχαίνει και να με συγκινεί. Προσωπικά, μου δημιουργεί εκτίμηση επειδή υπήρξε το απαραίτητο στοιχείο του θάρρους, επειδή λειτούργησε περισσότερο συνειρμικά παρά επαγγελματικά, κι αυτό μου δίνει και μένα θάρρος.

– Στις διακοπές ήσουν ανοιχτός να σε βρει η τέχνη;

 Ενώ έλεγα ότι θα το ζήσω και δε θα έχω στο νου μου  το γράψιμο, τελικά γέμισα το μπάκπακ με σημειωματάρια.

«Παρατηρώ τους ανθρώπους που έχω επιλέξει να είναι γύρω μου, τι κάνουμε μαζί που είναι μια νεανική ζωή και αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Τα πάρτι, η ηλεκτρονική μουσική, το αλκοόλ, το πως ασφυκτιούμε στην εργασιακή ζωή και τη ματαίωσή της…».

 

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Κορδάκης. «Η δική μου Ελλάδα είναι βότσαλο, γύμνια και κυκλαδίτικη σκιά».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top