_MG_9436A

Στην περιστροφική σκηνή της Αίθουσας Α. Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για τέσσερις μόνο παραστάσεις στις 15, 16, 17 και 20 Απριλίου 2016. (Φωτό: Βασίλης Μακρής)

Ένας σημαντικός σταθμός για τη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία, μια ιστορική στιγμή για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μετά από πολλά χρόνια μια νέα όπερα Έλληνα συνθέτη τάραξε τα νερά. Η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη σημείωσε ιδιαίτερη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία στην πρώτη παγκόσμια παρουσίασή της, το Νοέμβριο του 2014, καθώς σεβάστηκε το παπαδιαμαντικό σύμπαν, ενώ δημιούργησε και ένα νέο μουσικό κόσμο για μια απρόσμενη, αλλά αρχετυπική οπερατική ηρωίδα: τη Φραγκογιαννού.

Το συγκλονιστικό ψυχογράφημα της Φόνισσας αναμετράται, στο μουσικό κόσμο του Γιώργου Κουμεντάκη, με την θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη, μέσα από τις αναφορές στην ελληνική μουσική παράδοση. Μετά από απαίτηση του κοινού, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει ξανά τη Φόνισσα, η οποία θα ακολουθήσει το αναπόφευκτο ριζικό της στην περιστροφική σκηνή της Αίθουσας Α. Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για τέσσερις μόνο παραστάσεις στις 15, 16, 17 και 20 Απριλίου 2016, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, σκηνικά Πέτρου Τουλούδη και κοστούμια Πέτρου Τουλούδη – Ιωάννας Τσάμη.

Κατά τη διάρκεια των επτά ετών που κράτησε η διαδικασία της σύνθεσης της όπερας από τον Γιώργο Κουμεντάκη, ο διαπρεπής συνθέτης συνεργάστηκε στενά με τον εικαστικό Πέτρο Τουλούδη για τη δημιουργία του σκηνικού χώρου, ο οποίος αποτελεί δομικό στοιχείο της δημιουργίας της παραγωγής αυτής.

A-Γιώργος-Κουμεντάκης---Ειρηνη-Τσιρακίδου-(Φόνισσα)---Φωτό-του-Βαγγέλη-Κύρη

Ο συνθέτης και η “Φόνισσα” Ειρήνη Τσιρακίδου (Φωτό: Βαγγέλης Κύρης).

Ο Γιώργος Κουμεντάκης γράφει στο Andro: “Πήγα κατακέφαλα στη σκοτεινή της πλευρά και τώρα αισθάνομαι λυτρωμένος”.

Είναι σημαντικό το ότι η Φόνισσα επαναλαμβάνεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Το περσινό αποτύπωμα των παραστάσεων, όσο και αν προσπάθησα να το αφήσω πίσω, με συντροφεύει ακόμα. Αισθάνομαι ότι είναι ζωντανό μέρος της ζωής μου, πέρα από κάθε νοσταλγία ή ικανοποίηση, λόγω της περσινής επιτυχίας.

Αυτό που κρατάω έντονα είναι ότι η όπερα υλοποιήθηκε από μια σημαντική ομάδα καλλιτεχνών. Με τους περισσότερους από αυτούς είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε κι άλλες φορές στο παρελθόν, σε μικρότερης κλίμακας έργα. Η γενναιόδωρη ανάθεση του Μύρωνα Μιχαηλίδη μας έδωσε απρόσμενα το επόμενο βήμα: να δοκιμαστούμε στη μεγάλη σκηνή και μάλιστα με την αξιοποίηση όλων των εκπληκτικών μουσικών συνόλων, φωνών και τεχνικών της Λυρικής.

Για να γράψω τη Φόνισσα, πειραματίστηκα πάνω από 7 χρόνια σε πολλά επίπεδα γραφής. Στον τρόπο μελοποίησης της ελληνικής γλώσσας, στην ψυχοακουστική απόδοση των ήχων, στη χρήση των ισοκρατημάτων, στην ανασύνθεση μουσικών θεμάτων και δομών της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, μα πάνω απ’ όλα στο σιωπηλό τρόπο που δεν χειραγωγεί, αλλά μας αφήνει ελεύθερους να αμφιβάλουμε για τα ήδη κεκτημένα.

Οι αντιφάσεις του τέρατος Φραγκογιαννού έγιναν το βαρόμετρο των προσωπικών μου αδυναμιών και συγκατάθεση στην αποδοχή του διαφορετικού.

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, προσπάθησα να αντλήσω δύναμη από τις αχαρτογράφητες περιοχές της ψυχής μου, χωρίς ανυπομονησία, χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό και στρατηγικές. Αισθάνομαι τυχερός που μέσα από αυτήν τη διαδικασία, η μουσική μου έδωσε πίσω μια αξιοπρεπή ταυτότητα.

Το να ψάξω τη Φραγκογιαννού, ήταν το επόμενο στάδιο. Άφησα τις φοβίες μου και πήγα κατακέφαλα στη σκοτεινή της πλευρά. Και τώρα αισθάνομαι λυτρωμένος. Έχω μια αίσθηση κατανόησης και τρυφερότητας για τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης, αλλά και για τις πονηριές της ζωής. Οι αντιφάσεις του τέρατος Φραγκογιαννού έγιναν το βαρόμετρο των προσωπικών μου αδυναμιών και συγκατάθεση στην αποδοχή του διαφορετικού.

A-Γιώργος-Κουμεντάκης---φωτό-Βαγγέλης-Κύρης

“Άφησα τις φοβίες μου και πήγα κατακέφαλα στη σκοτεινή της πλευρά”. (Φωτό: Βαγγέλης Κύρης).

Βέβαια, την περίοδο της γραφής, η οποία κράτησε τρία χρόνια, οι νότες είχαν σημασία και όχι οι σκέψεις. Προσπάθησα να μην τις κολακεύσω. Πολλές φορές με οδήγησαν σε μονοπάτια δύσβατα, αλλά δεν αντιστάθηκα. Την τελευταία σκηνή την έγραψα στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, με τον πατέρα μου άρρωστο σε θάλαμο με τρεις ασθενείς. Έμενα μαζί του τα βράδια. Επικρατούσε μια πηχτή ηρεμία, η οποία κάθε τόσο έσπαγε από φωνές σπαραχτικές συγγενών. Γρήγορα βήματα στους διαδρόμους, κραυγές στον κήπο και στους γύρω δρόμους.

Αυτές οι εξωτερικές φωνές, μου έδωσαν την ιδέα οι χορωδίες στο τέλος της δεύτερης πράξης να ακούγονται πίσω από τη σκηνή. Να ορίζουν τον άλλο κόσμο της Φόνισσας και η ίδια επί σκηνής να έρχεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Όλα στη ζωή της ήταν αλλιώς. Αλλιώς ήταν και ο Παπαδιαμάντης που την εφηύρε. Αλλιώς προσπάθησα κι εγώ να την ερμηνεύσω και αλλιώς την αγάπησα.

Διαβάστε ακόμα: Η λεβεντιά κι εκείνος που την έχει –μέσα από μια μαντινάδα.

Πέτρος Τουλούδης: “Σκηνογραφήσαμε το σύμπαν μιας ανείπωτης οδύνης”.

Η εργασία μας στη όπερα Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη ήταν ένας μετεωρισμός μεταξύ Παρελθόντος και Παρόντος. Σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα άχρονο πλαίσιο όπου θα λάμβανε μέρος η ιστορία της Φόνισσας. Ένα «δοχείο» όπου θα μπορούσαν ιδέες που πηγάζουν από το κείμενο να μεταφραστούν σκηνικά, προσκαλώντας τον θεατή να παρακολουθήσει το ρυθμό της μουσικής σύνθεσης, η οποία ήταν και το βασικό σημείο αναφοράς του αφηγήματος.

Η σκέψη για το ρόλο της παράδοσης ως ενός μηχανισμού μεταβίβασης γνώσης και όχι ως ενός φορέα ταύτισης μέσα από μια γραφική εικονογράφησή της, ήταν και το βασικό μέλημα.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οικειοποιηθήκαμε στοιχεία από το πρωτότυπο έργο, αναπτύσσοντας ιδέες για το πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα πάνω στη σκηνή. Η χρήση αισθητικών στοιχείων με αναφορές στην παράδοση, τα οποία ήταν δεδομένα εξ αρχής από τη δημιουργική ομάδα, αποδόθηκαν ως μέρος ενός συνόλου που θα αναδείκνυε παράλληλα τη μεταφυσική ατμόσφαιρα του κειμένου.

Η σκέψη για το ρόλο της παράδοσης ως μηχανισμού μεταβίβασης γνώσης και όχι ως φορέα ταύτισης μέσα από μια γραφική εικονογράφησή της, ήταν και το βασικό μέλημα. Η όλη διαδικασία ήταν ένα είδος οπτικής και εννοιολογικής ανασκαφής, με ευρήματα, που μέσα από την αφαιρετική σκηνική απόδοσή τους, εξυπηρετούν τη δραματουργία.

Ο σκηνογραφικός σχεδιασμός αναπτύχθηκε γύρω από την ιδέα του σκηνικού ως ενός οργανισμού που θα ανταποκρινόταν στο ψυχικό τοπίο της ηρωίδας. Η αισθητική απόδοση της παράστασης επιχείρησε, ωστόσο, να μην εστιάσει τόσο στη δραματικότητα της πλοκής, αλλά να συνομιλήσει με το σύμπαν που δημιουργεί η ανείπωτη οδύνη της.

 

A_MG_0182

“Σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα άχρονο πλαίσιο όπου θα λάμβανε μέρος η ιστορία”, λέει ο Πέτρος Τουλούδης. (Φωτό: Βασίλης Μακρής)

 

Διαβάστε ακόμα: Aμαλία Μουτούση: «Η τέχνη είναι η ίδια η ζωή. Θέλει πνοή, πίστη και ορμή».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top