Αυτοδίδακτος, προσεγγίζει τη ζωγραφική με απόλυτη ελευθερία (Φωτογραφία: artsy.net).

    Ήταν πότης και χαρτοπαίκτης. Τον είπαν αλήτη και προβοκάτορα. Τούτος ο Άγγλος, γεννημένος στο Δουβλίνο 28 Οκτωβρίου 1909, απόγονος του ελισαβετιανού αισθησιαστή φιλόσοφου, υπήρξε ένας από τους πιο λαμπρούς κομήτες στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Ασυνήθιστος, παράξενος, αγαπημένος. Μεγαλοφυής επίσης. Δεν ανήκε σε καμιά Σχολή. Έλεγε πως για να μάθεις, αρκεί να κοιτάς. Να κοιτάς τι; Τη ζωή; Η δική του πόρω απείχε του να αποτελεί πρότυπο.

    Είναι 16 χρόνων όταν ο πατέρας του, εκπαιδευτής αλόγων κούρσας, ανακαλύπτει ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος και κοιμάται με τους ιπποκόμους του. Τον διώχνει απ’ το σπίτι. Πάει στο Λονδίνο όπου τις νύχτες γύρναγε στις παμπ και τα κλαμπ για τραβεστί ή πλακωνότανε στο ξύλο σε λασπωμένα σοκάκια και τη μέρα έκανε τον υπάλληλο σε δικηγορικό γραφείο. Λίγους μήνες αργότερα, τον βρίσκεις στο Βερολίνο υπό την προστασία κάποιου θείου. Ο Μπέικον δεν θα το ξεχάσει ποτέ: «Αυτός ο άνθρωπος με ερωτεύτηκε. Εκεί σακατεύτηκα». Φεύγει για Παρίσι.

    Αυτό που θέλει ο Μπέικον είναι να «χωνέψει», να «μεταμορφώσει» τις όψεις (Φωτογραφία: irishtimes.com).

    Επιστρέφοντας στο Λονδίνο το 1928, για να βγάλει το ψωμί του, γίνεται υπηρέτης και γκρουπιέρης, μάγειρας και κλέφτης, τέλος διακοσμητής και σχεδιαστής επίπλων. Συχνάζει σε ένα πριβέ κλαμπ στο Σόχο, το Colony Room της φοβερής και τρομερής Μύριελ Μπέλτσερ. Εκείνη τον υιοθετεί ως «θυγατέρα» της, του επιτρέπει να πίνει δωρεάν, του χορηγεί ένα εβδομαδιαίο επίδομα, και τον ενθαρρύνει να φέρνει φίλους και πλούσιους πάτρονες.

    Ο Φράνσις ποτέ δεν έκρυψε τα πάθη του: τους άντρες βέβαια, το αλκοόλ, τον τζόγο, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, το άγριο σεξ.

    Ο Φράνσις ποτέ δεν έκρυψε τα πάθη του: τους άντρες βέβαια («εξαιτίας της ποιότητας της σάρκας τους»), το αλκοόλ («με έκανε να νιώθω πιο ελεύθερος»), τον τζόγο (κατά τη διάρκεια του πολέμου του Λονδίνου άνοιξε παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη), το χαβιάρι και τη σαμπάνια, το άγριο σεξ. Νυχτοπούλι, απίστευτα γενναιόδωρος, φορώντας πάντα το περίφημο δερμάτινο τζάκετ του, ο Μπέικον παρατηρεί, καταγράφει: τα φώτα, τις φυσιογνωμίες, τις σκιές. Σε κάποιους από τους πίνακές του αναγνωρίζεται το πρόσωπό του. Η ασυμμετρία, που ο ζωγράφος τόνιζε στα μοντέλα του λες και ήθελε να τα στρεβλώσει, τη συναντάς και στα χαρακτηριστικά του.

    «Ένας Φάλσταφ», έλεγε ο τεράστιος Michel Leiris. Κάτω από το βασανισμένο μέτωπο του ασθματικού, τα μάτια ήταν παράξενα, το ένα ορθάνοιχτο, στο άλλο το βλέφαρο έπεφτε βαρύ. Θα έλεγες ένα αρπακτικό ακόρεστης περιέργειας που παραμονεύει την πραγματικότητα με δυο διαφορετικούς τρόπους.

    Το έργο του είναι μια «έκθεση ωμοτήτων» σαν αυτή που περιέγραψε ο Τζ. Γκ. Μπάλαρντ (Φωτογραφία: francis-bacon.com).

    Αυτοδίδακτος, προσεγγίζει τη ζωγραφική με απόλυτη ελευθερία. Μπορεί να θαυμάζει τον Πικάσο και να εμπνέεται απ’ αυτόν στη Σταύρωση του 1933, αλλά δεν διστάζει να εκφράσει τις επιφυλάξεις του για τις παραλλαγές των Λας Μενίνας ή κάποιους πίνακες της κυβιστικής περιόδου. Το άτομο αρέσκεται να είναι καυστικό όταν αναφέρεται στην ιστορία της τέχνης: Η Τζοκόντα; «Βαρετό έργο». Ο Βερμέερ; «Σ’ όλους αρέσει εκτός από μένα». Πόλοκ; Τον κατηγορεί ότι φτιάχνει παλιές δαντέλες… Αλλά του αρέσει η αιγυπτιακή τέχνη («η ομορφότερη όλων»), ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Βελάθκεθ, ο Ρέμπραντ, ο Ντεγκά, ο Ενγκρ του Τουρκικού Λουτρού, ο Βαν Γκογκ, οι φίλοι του Τζιακομέτι και Λούσιαν Φρόιντ, o Ντυσάν. Και διαβάζει Τ.Σ. Έλιοτ, Τζόζεφ Κόνραντ, Ζορζ Μπατάιγ και Νίτσε.

    «Δημιουργώ εικόνες που είναι συμπυκνώσεις της πραγματικότητας», συνήθιζε να λέει.

    Όμως, όλες αυτές τις επιρροές τις κρατάει σε απόσταση, αρνείται την αφηγηματική ερμηνεία των έργων του. Θέλει το απρόβλεπτο. Του αρέσει να είναι ο Φράσις Μπέικον. Βρίσκει στήριγμα στη φωτογραφία. Τα κλισέ του Έντουαρντ Μέιμπριτζ τον γοητεύουν: επειδή αποσυνθέτουν την κίνηση, του προκαλούν την αίσθηση ότι πρέπει να πάει πέρα από την καθαρή μορφή. Σε μια συνέντευξη λέει: «Δημιουργώ εικόνες που είναι συμπυκνώσεις της πραγματικότητας».

    Χρησιμοποιεί φωτογραφίες από αγώνες μποξ, από ποδοσφαιριστές, αυτές του Μουσολίνι να γαβγίζει λόγους, ένα βιβλίο Ιατρικής που δείχνει τις στάσεις του σώματος για μια ακτινογραφία, τα ρεπορτάζ άγριων ζώων… Για τον Μισέλ Λεϊρίς, «Οι πιο ρεαλιστικοί πίνακες του Φράνσις Μπέικον είναι μάλλον ένα είδος “φλασιάς” συγκρίσιμης με τα θεοφάνια α λα Τζόις».

    Οι Τρεις σπουδές για φιγούρες στη βάση μιας σταύρωσης, που σήμερα βρίσκονται στην Tate (Φωτογραφία: tate.org.uk).

    Αυτό που θέλει ο Μπέικον είναι να «χωνέψει», να «μεταμορφώσει» τις όψεις. Τα ντοκουμέντα στοιβάζονται στο ατελιέ του, ακόμα και στο πάτωμα, γιατί προτιμάει τις τσαλακωμένες φωτογραφίες, τις σκισμένες από το πόδι του επισκέπτη. Καθότι προκαλούσε την τύχη, παραμόνευε την είσοδό της. Είναι αυτό που του επέτρεπε να παρασυρθεί σε απρόσμενους δρόμους, που τον κράταγε πάντα σε εγρήγορση.

    Το έργο του είναι μια «έκθεση ωμοτήτων» σαν αυτή που περιέγραψε ο Τζ. Γκ. Μπάλαρντ. Στην πραγματικότητα αρχίζει το 1945, όταν ζωγραφίζει τις Τρεις σπουδές για φιγούρες στη βάση μιας σταύρωσης, που σήμερα βρίσκονται στην Tate. Μέσα απ’ αυτό το τρομακτικό τρίπτυχο, αναδύονται άγνωστες και απειλητικές μορφές, μισές άνθρωποι μισές ζώα. Είναι οι Ερινύες της Ορέστειας του Αισχύλου; Μια απάντηση στον πόλεμο; Ένα πρόσχημα για να εκφράσει την ανθρώπινη οδύνη; Εκείνος λέει πως πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία. Τυφλές, με σφαλιστά τα μάτια, ανοίγουν ένα τερατώδες στόμα. Ήδη αντηχεί η κραυγή τρόμου και αγωνίας που επανέρχεται εμμονικά στους πίνακες του Μπέικον.

    Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να συλλάβει τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να συγκρατήσει τον πόνο του και ουρλιάζει.

    Μια κραυγή που επαναλαμβάνεται π.χ. στη Νταντά που ουρλιάζει, η οποία παραπέμπει τόσο στο Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αϊζενστάιν όσο και στη Σφαγή των Αθώων του Πουσέν. Μια έκφραση της οποίας η φρίκη υπογραμμίζεται έτι περαιτέρω από τη μεγαλοπρέπεια των ιερατικών αμφίων των παπών που φιλοτέχνησε, βασισμένος στον Πάπα Ιννοκέντιο Ι΄ του Βελάθκεθ.

    Στο Παρίσι, νεαρός ακόμα, αγόρασε ένα βιβλίο περί των «ασθενειών της στοματικής κοιλότητας»: θα γοητευτεί διά παντός από τη λαμπρότητα των χρωμάτων, από τα κοντράστ που αποκάλυπτε ένα ανοιχτό στόμα, το κόκκινο των ούλων, τη στιλπνότητα των δοντιών: είναι πιο όμορφο από έναν Τέρνερ, έλεγε, πιο όμορφο από τα ηλιοβασιλέματα του Μονέ.

    O πίνακας Study for Velazquez Pope II (Φωτογραφία: museivaticani.va).

    Το 1954, η Μ. Βρετανία επιλέγει τον Μπέικον να την εκπροσωπήσει στη Μπιενάλε της Βενετίας. Οι τιμές των έργων του εκτινάσσονται, γίνεται ο μόνος Ευρωπαίος που συναγωνίζεται στην αγορά της τέχνης τους ομολόγους του εξ Αμερικής. Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη τον τιμούν μέσα από ρετροσπεκτίβες που γνωρίζουν ανήκουστη επιτυχία. Το Μάιο του 1989, το τρίπτυχο Μάιος-Ιούνιος του ’73 πουλήθηκε από τους Sotheby’s στο εξωφρενικό ποσό για κείνη την εποχή των $ 6.270.000. Είναι πλέον σταρ.

    Αυτόν, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να συλλάβει τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να συγκρατήσει τον πόνο του και ουρλιάζει. Ζωγραφίζει το θεριό μέσα του, αυτό που οι κοινωνικοί καταναγκασμοί δεν καταφέρνουν να δαμάσουν. Το σώμα αποκαλύπτει τα σπλάχνα του, τα έγκατά του.

    Οι πίνακές του σοκάρουν, η βιαιότητά τους είναι αφόρητη. η δύναμή τους απίστευτη.

    To ατελιέ του έμοιαζε πάντα με βομβαρδισμένο τοπίο (Φωτογραφία: francis-bacon.com).

    Με τον Μπέικον, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον ούτε πρωταγωνιστής ούτε στοχαστής. Σκηνογραφεί τις ζωικές λειτουργίες ενός κορμιού γονατισμένου, βιδωμένου σε μια λεκάνη, να ξερνάει στον νιπτήρα, να γαμάει έναν άντρα, να τρυπιέται με μια σύριγγα ή να είναι σκέτο αιμορροών πτώμα, όπως στις Τρεις μελέτες για μια σταύρωση του 1962. «Όταν πηγαίνω στον χασάπη, έλεγε, πάντα εκπλήσσομαι που δεν είμαι εκεί κρεμασμένος στη θέση του ζώου».

    Οι πίνακές του σοκάρουν, η βιαιότητά τους είναι αφόρητη. η δύναμή τους απίστευτη. Ωστόσο, όλο αυτό το αίμα και το σπέρμα που αναβλύζουν, η συνθλιμμένη σάρκα, οι μύες που συσπώνται, αυτή η βία του Μπέικον είναι πρωτίστως ένας ύμνος στη ζωή. Αποκαλούσε τον εαυτό του «απελπισμένο οπτιμιστή»: «Πάντα ήθελα, μα ποτέ δεν τα κατάφερα, να ζωγραφίσω το χαμόγελο». Κι έχει πει και κάτι άλλο που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό: «Όταν η βία απουσιάζει, ο θάνατος είναι εκεί».

    «Ποτέ δεν πέτυχα», εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει λίγες μέρες πριν από το θάνατό του στη Μαδρίτη, 28 Απριλίου 1992 (Φωτογραφία: theatlantic.com).

    Αυτός ο θάνατος επιτίθεται στον Μπέικον όταν ο εραστής του Πίτερ Λέισι, πρώην πιλότος της RAF, αυτοκτονεί και, στη συνέχεια, συμβαίνει το ίδιο με τον σύντροφό του Τζόρτζ Ντάιερ στο Παρίσι το 1971, την παραμονή της έκθεσης που το Grand-Palais αφιερώνει στον ζωγράφο. Ανακαλύπτει το πτώμα του στην τουαλέτα ενός ξενοδοχείου. Ήταν ένας μικροκακοποιός που πήγε να διαρρήξει το διαμέρισμά του κι εκείνος τον ερωτεύτηκε παράφορα. Δεκάδες φορές ο Φράνσις αποτυπώνει με ζέση τον αγαπημένο, το πρόσωπο που συστρέφεται από τον πόνο.

    Στο ατελιέ του, ορισμός της Καπερναούμ, -το είπαμε- φύλαγε τα πάντα. Στις εταζέρες, παλιόκουτα κονσέρβας με ξεραμένα πινέλα. Για να αποδώσει την πραγματικότητα που επιζητά, ενίοτε στήνει παγίδες στον πίνακά του, φυλακίζοντας τα πρόσωπά του μέσα σε γεωμετρικά σχήματα. Για να τα σχεδιάσει, χρησιμοποιεί ένα γιακά πουκαμίσου, ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ ή το καπάκι ενός σκουπιδοτενεκέ για τον τέλειο κύκλο. Ήταν μάλιστα φορές που έτριβε την κακοξυρισμένη φάτσα του πάνω στους πίνακες του, για να απεικονίσει δυσαναλογίες.

    «Ποτέ δεν πέτυχα», εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει λίγες μέρες πριν από το θάνατό του στη Μαδρίτη, 28 Απριλίου 1992. «Πάντα ελπίζω ότι κάτι θα συμβεί. Γι’ αυτό συνεχίζω».

     

    Διαβάστε ακόμα: Γιόζεφ Μπόις, ο μεγάλος σαμάνος της τέχνης.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top