Τα έργα που γίνονται με πρώτη ύλη την αγάπη, με άνεση διασχίζουν την ερημιά του κακού και με λυτρωτική χάρη τους ωκεανούς του καλού. Αντίθετα το βάρος του μίσους μετριέται με τις όμορφες εποχές που χάθηκαν στο διάβα του χρόνου, επί τις στιγμές που κατρακύλησαν στο βυθό της αδιαφορίας, μείον τα χαμένα χαμόγελα και τις ευφρόσυνες αναμνήσεις που κατάπιε για πάντα η λήθη.
Η ταινία «Αγάπη και μίσος», σε σκηνοθεσία του Αρνό Ντεσπλεσάν (“Μια Νύχτα Χριστουγέννων”, “Τα Φαντάσματα του Ισμαήλ”) με τη συμμετοχή της Μαριόν Κοτιγιάρ, περιστρέφεται γύρω από δύο αποξενωμένα αδέλφια, την Αλίς και τον Λουί οι οποίοι συντηρούν ένα βαθιά ριζωμένο μίσος ο ένας για τον άλλον.
Η Αλίς (Μαριόν Κοτιγιάρ) είναι ηθοποιός, ενώ ο Λουί (Μελβίλ Πουπό) είναι δάσκαλος και ποιητής. Τα δυο αδέλφια βρίσκονται κάπου κοντά στα 50 χρόνια τους. Η Αλίς μισεί τον αδερφό της για πάνω από είκοσι χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα δεν έχουν συναντηθεί. Το σοβαρό ατύχημα στο οποίο εμπλέκονται οι γονείς τους και η ανάγκη για μια στοιχειώδη συνεννόηση προκειμένου να φροντίσουν τους τραυματισμένους γονείς τους λειτουργεί ως καταλύτης για την Αλίς και τον Λουί να αντιμετωπίσουν το κοινό τους παρελθόν και τα συναισθήματα που έχουν καταπιεστεί εδώ και καιρό.
Η επανένωση δεν είναι απλώς μια φυσική συνάντηση αλλά ένα συναισθηματικό και ψυχολογικό ταξίδι και για τους δύο χαρακτήρες. Καθώς αντιμετωπίζουν τα επακόλουθα του ατυχήματος, η υποβόσκουσα αγάπη τους για τους γονείς τους γίνεται εμφανής, αντιπαραβάλλοντας το μίσος που τρέφανε ο ένας για τον άλλον. Η ταινία εξερευνά τις περίπλοκες αποχρώσεις της οικογενειακής δυναμικής, καταδεικνύοντας πως η αγάπη και το μίσος μπορούν να συνυπάρχουν και να διαπλέκονται μέσα στην ίδια σχέση. Όπως έλεγε ο Γάλλος συγγραφέας Λα Ροσφουκώ «Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει περισσότερο με μίσος παρά με φιλία».
Η αφηγηματική δομή της ταινίας «Αγάπη και μίσος» προσπαθεί να αναδείξει την έντονη αντίθεση μεταξύ των επαγγελμάτων τους, με την Αλίς να διαπρέπει στον λαμπερό κόσμο της υποκριτικής, ενώ ο Λουί να βιώνει μια πιο εσωστρεφή πορεία ως δάσκαλος και ποιητής. Αυτή η διχοτομία ενισχύει την ένταση μεταξύ των αδελφών, καθώς οι διαφορετικές επιλογές ζωής τους, αντικατοπτρίζουν τα βαθύτερα αίτια της διαλυμένης σχέσης τους.
Η ανάπτυξη των χαρακτήρων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξερεύνηση της αγάπης και του μίσους στην ταινία. Ο χαρακτήρας της Αλίς παρουσιάζεται αρχικά ως πικρόχολος και αγανακτισμένος, ανίκανος να ξεπεράσει τα παράπονα του παρελθόντος που έχουν διαμορφώσει τη ζωή της. Ωστόσο, καθώς η ιστορία εξελίσσεται, η ευαισθησία της αποκαλύπτεται σταδιακά, ξεφλουδίζοντας τον βαθιά ριζωμένο πόνο που κρύβεται πίσω από τον θυμό της. Η λεπτή ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ προσδίδει βάθος και αυθεντικότητα στον χαρακτήρα.
Ο Λουί, από την άλλη πλευρά, απεικονίζεται ως ένας εσωστρεφής χαρακτήρας. Ο ρόλος του ως δάσκαλος και ποιητής αναδεικνύει τη στοχαστική του φύση, προσφέροντας μια έντονη αντίθεση με την πιο κοινωνική και εξωστρεφή προσωπικότητα της Αλίς. Μέσα από τις αλληλεπιδράσεις του με την Αλίς και τις ποιητικές του εκφράσεις, ο Λουί φέρνει μια αίσθηση περισυλλογής και ενδοσκόπησης στην ταινία. Το ταξίδι του προς τη συγχώρεση και την κατανόηση είναι λεπτό αλλά ισχυρό, αναδεικνύοντας τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης, της συμπόνιας και της ενσυναίσθησης.
Ο σκηνοθέτης Αρνό Ντεπλεσάν σημειώνει για την ταινία του, «Έχω ένα μεγάλο ελάττωμα: μόλις αγγίζω την καθημερινότητα, δεν μπορώ παρά να τη μετατρέψω σε μύθο. Και ένα μικρό προτέρημα: μόλις αγγίξω τον μύθο, δεν μπορώ παρά να τον μετατρέψω σε καθημερινότητα! Η ανησυχία μου με αυτή την ιστορία, για μένα που γεννήθηκα Καθολικός, ήταν να βρω έναν τρόπο να γλιτώσει κάποιος από το μίσος, που να μην είναι χριστιανικός. Με κινηματογραφικούς όρους, να βρω κάτι που δεν θα ήταν άτονο και βαρετό».
Αυτά λέει για την ταινία του ο Ντεπλεσάν, αλλά απέχουν αρκετά από το τελικό αποτέλεσμα το οποίο είναι δύσκαμπτο, έντονα μελοδραματικό και αφόρητα προβλέψιμο. Παρά τις προσπάθειες των δυο πρωταγωνιστών του Πουπό και κυρίως της Μαριόν Κοτιγιάρ η ταινία μπλέκεται στα γρανάζια των στερεοτύπων και χάνει το στόχο και τον ρυθμό της γιατί κυριαρχούν τα περιττά, τα οφθαλμοφανή και τα ανούσια. Η Μαριόν Κοτιγιάρ με τη γνωστή της χάρη, πειστικότητα και φινέτσα προσπαθεί να οδηγήσει τα πράγματα στις ενδιαφέρουσες ατραπούς της μνησικακίας και της εχθρότητας, αλλά, εν τω μεταξύ, μένουμε λίγο μετέωροι γιατί η ταινία έχει χάσει τη στόχευσή της και το σκοπό της.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του «Αγάπη και μίσος» είναι η έλλειψη αποχρώσεων. Οι χαρακτήρες μοιάζουν μονοκόμματοι και οι συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν φαίνονται επιτηδευμένες. Η προσπάθεια της ταινίας να αντιπαραβάλει την αγάπη με το μίσος και τη συγχώρεση με την εκδίκηση μοιάζει άγονα προκαθορισμένη παρά τις προσπάθειες των πρωταγωνιστών. Ως αποτέλεσμα, η αφήγηση μοιάζει στείρα και αποτυγχάνει να «συνδαυλίσει» τη φλόγα που μπορεί να ανάψει μια φωτιά της οποίας η καύσιμη ύλη αποτελείται από την «Αγάπη και το Μίσος».
Διαβάστε ακόμα: Είδαμε το «Ρένφιλντ». Μια ταινία στα σύνορα του γκροτέσκου και του ζοφερού.