«Από την Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, όταν όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στην Θεσσαλονίκη», γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς.

Από την Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, όταν όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στην Θεσσαλονίκη. Από αυτήν την σύντομη πρώτη μου ζωή κράτησα τέσσερις αισθήσεις που αργότερα αναπτύχθηκαν σε μόνιμες συγκινησιακές λειτουργίες. Αυτές, πιστεύω, όρισαν τους τρόπους μου να ζω ως σήμερα.

1) Η φαντασμαγορία . άνοιξα με κόπο το παλιό ντουλάπι του τοίχου. Κάτω, χαμηλά, ανάμεσα σε άχρηστα σκοτεινά υφάσματα, είδα να λάμπει, να φωτίζει βαθειά την όρασή μου μια παράξενη, πολύτιμη χοντρή ζώνη. Είχε εκτυφλωτικά κίτρινα και ιώδη χρώματα σαν κεντημένα πάνω σ’ ένα ιδρωμένο κυανό. Την ακούμπησα και η αφή της μου έδωσε ανάλογα αισθήματα που ακόμα υπάρχουν στα δάχτυλά μου, μια υγρασία που την προκάλεσαν τρυφερές, βασιλικές, πεθαμένες θωπείες. Ξαφνικά η ζώνη χάθηκε μπροστά στα μάτια μου και ποτέ ξανά δεν την βρήκα, όσο κι αν έψαξα.

Το είπα στην γριά Άρτεμις, που μας φρόντιζε, εμάς τα παιδιά. Η γριούλα άρχισε να ξεφωνίζει τρομαγμένη: «Φίδι!», «Φίδι!» φώναζε κι έψαχνε και φιλούσε τα δάχτυλά μου. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν ερείπια και άγριοι θάμνοι κι εκεί υπήρχαν πολλά φίδια.

2) Ο φόβος . στο τελευταίο, μπαίνοντας αριστερά στο σπίτι, δωμάτιο ακουγόταν συνέχεια, όταν φυσούσε αέρας τον χειμώνα, ένας βόγγος, βασανισμένος και άγριος. Το δωμάτιο ήταν πάντα κλειδωμένο. Ήταν σαν μια αποθήκη. Αλλά εγώ ήξερα ότι εκεί μέσα ήταν φυλακισμένο, δεμένο, ένα άγνωστο πληγωμένο ζώο που ποτέ δεν έπρεπε να ελευθερωθεί. Γι’ αυτό, το δωμάτιο εκείνο έπρεπε να είναι πάντα κλειστό.

Όλα τα σπίτια, όλες οι οικογένειες έχουν πάντα ένα τέτοιο δωμάτιο και κρατούν εκεί, ως το τέλος, αφανέρωτο το μεγάλο τρομαχτικό ζώο, γεννημένο κι αυτό μέσα στην οικογένεια.

«το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, την θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες». (Στη φωτογραφία το λιμάνι της Καβάλας, 1925.)

3) Ο έρωτας . το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, την θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Τα πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους λικνίζονταν ελαφριά, με ένα ήμερο χορτασμένο άφημα επάνω στα στερεά βαθειά νερά. Αισθανόμουν την διαρκή, ατέλειωτη ηδονή που ρουφούσαν από την θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχθούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες.

4) Ο κλέφτης . μια ταραχή είχε απλωθεί σ’ όλα τα σπίτια, επειδή κυκλοφορούσε ένας κλέφτης, που ήξερε πολλούς και μυστικούς τρόπους να μπαίνει από τις κλειδωμένες εξώθυρες και τα παράθυρα τις νύχτες. Ήξερα τι μορφή είχε αυτό το πλάσμα: Το σώμα του ήταν εντελώς επίπεδο, από μαύρο χαρτόνι, και το κεφάλι του τριγωνικό. Γλυστρούσε εύκολα μέσα από τις χαραμάδες και έκλεβε σιωπηλά από την ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή μας γλυστράει και φεύγει πάνω σε φτυάρια από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους.

 

// Από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;», εκδ. Καστανιώτη, 1995. (Ο τίτλος του κειμένου στο βιβλίο είναι «Καβάλα, 1939», σελ. 166-168). Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό «Υπόστεγο», τεύχος 6, Καλοκαίρι 1992.

 

Διαβάστε ακόμα: Αλμπέρ Καμύ – «Επιστροφή στην Τιπαζά».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top