Το άγριο τοπίο στη Φολέγανδρο.

Πιο ζωντανό από το παρελθόν μας δεν υπάρχει. Θεωρούμε πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει. Πάει, χάθηκε στη λήθη του χρόνου. Κι όμως, το παρελθόν επιστρέφει μπροστά μας, πάντα με διαφορετικό τρόπο. Για τον συγγραφέα Γιώργο Κυριακόπουλο (βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων του «Η τρισεγγονή της Αραπίνας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία), η ψυχή και η καρδιά του ελληνικού παρελθόντος βρίσκεται στα νησιά του Αιγαίου.

Καρπός αυτής της αγάπης του να εισχωρεί σε παλαιά σπίτια ή υποστατικά στα νησιά που επισκέπτεται είναι το βιβλίο «Η αρχαιολογία του χθες». Ένα εκλεκτό φωτογραφικό λεύκωμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός. Συνολικός απολογισμός: έντεκα χρόνια περιηγήσεων, τριάντα νησιά, τετρακόσιες φωτογραφίες ερειπωμένων σπιτιών από όλο το Αιγαίο.

Τούτη η ζώσα ανθρωπολογία του χθες συνομιλεί με την αρχαιολογία και την επίσημη ιστορία του κάθε τόπου και προσφέρει συγκινήσεις σ’ εμάς τους αναγνώστες. Ο Γιώργος Κυριακόπουλος μίλησε στο Andro γι’ αυτό που τον ελκύει στα παλιά σπίτια, για την αρνητική επίδραση του τουρισμού στα νησιά και μας προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο διακοπών, περισσότερο βιωματικό και λιγότερο τουριστικό.

«Τα παραδοσιακά μας κεραμικά δεν φτιάχνονται πια».

– Τι σας ελκύει από το χθες; 

Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε αυτό το χούι. Από έφηβος μαζεύω και ερευνώ παραδοσιακά κεραμικά. Είναι κάτι που κάνω εδώ και 40 χρόνια. Αυτά τα κεραμικά δεν φτιάχνονται πια. Οι πηγές που θα μπορούσα να μάθω γι’ αυτά είναι από εν ενεργεία αγγειοπλάστες που υπάρχουν ακόμη ή να ρωτήσω γέροντες σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και κυρίως στο Αιγαίο που με ενδιαφέρει πιο πολύ ή να αρχίσω να μπαίνω σε ερειπωμένα σπίτια και να φωτογραφίζω το εσωτερικό τους για να καταλάβω πώς χρησιμοποιούνταν τα κεραμικά.

– Και κάπως έτσι αρχίσατε την είσοδο στα εσώτατα τα σπιτιών; 

Αρχισα να φωτογραφίζω αρχικά τα μαγειρεία. Εχω δημοσιεύσει ένα εκτενές άρθρο στην Οξφόρδη για τα παραδοσιακά μαγειρικά σκεύη και σιγά σιγά άρχισα επικοινωνώ αυτά που έβρισκα σε πανεπιστήμια, σε διαλέξεις, σε ξένες αρχαιολογικές σχολές. Το ακροατήριο, συνήθως, έλεγε πως είναι ωραίες και ατμοσφαιρικές οι φωτογραφίες των ερείπιων. Αυτές από μόνες τους έχουν μια αξία δημοσιοποίησης. Αυτή η συζήτηση έγινε το 2015, ενώ είχα ξεκινήσει να φωτογραφίζω συστηματικά από το 2011 και τότε άρχισα να παρατηρώ και το ίδιο το ερείπιο και τους ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτό.

Σαν εγκατάσταση μεγάλου καλλιτέχνη. Κάπου στην Αμοργό.

– Υποθέτω πως έχουμε να κάνουμε με ένα σπάνιο και τεράστιο υλικό. 

Είναι, όντως, τεράστιο υλικό. Ως συγγραφέας που είμαι θέλω να πω μια ιστορία στον κόσμο. Αυτό από μόνο του είναι γοητευτικό και προκλητικό. Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα «τι με τραβάει σ’ αυτό το υλικό». Μου αρέσει η ιστορία και η αρχαιολογία και υπάρχει ένας τρόπος να δεις τα τεκμήρια σχεδόν εν χρήσει. Ας μην ξεχνάμε πως αυτά τα σπίτια άδειασαν όταν μετανάστευσαν οι ιδιοκτήτες τους ή πέθαναν.

«Αντί να διαβάσεις ένα βιβλίο λαογραφίας ανοίγεις μια πόρτα και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο παρελθόντος».

– Σε τι κατάσταση είναι αυτά τα ερειπωμένα σπίτια; 

Τα σπίτια έχουν διάφορους βαθμούς αλλοίωσης, αλλά τα περισσότερα έχουν κρατήσει ένα κόσμο ανέπαφο. Αντί να διαβάσεις ένα βιβλίο λαογραφίας ανοίγεις μια πόρτα, δεν την παραβιάζεις, το έχει κάνει άλλος πριν από εσένα, και μπαίνεις σε έναν χώρο που έχει μια αισθητική, μια τάξη, ζωντανεύεις προκαταλήψεις, τα γούστα, τα χούγια. Βρίσκεσαι σε ένα χώρο που σου μεταδίδει μια ενέργεια καθόλου μεταφυσική, αντίθετα πολύ γλυκιά. Ακόμη κι αν είναι φρικτό το θέαμα που βλέπεις. Μπορεί το σπίτι να έχει μετατραπεί σε στάνη, να έχουν μπει μέσα ζώα ή να το έχουν κατακλέψει ληστές. Να του έχουν φορτώσει διάφορα πράγματα, όπως κλούβες συγκομιδής, δίχτυα ψαρέματος, αγροτικά εργαλεία κι άλλα.

Σαν σκηνικό θεάτρου, στην Τζιά.

– Οι φωτογραφίες σας, αν και από αυτές λείπουν αναγκαστικά οι πρωταγωνιστές τους, αναδίδουν μια θεατρικότητα. Σε βάζουν στη διαδικασία να σκεφτείς ποιοι ζούσαν εκεί μέσα. 

Εχετε δίκιο. Είναι σαν να υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι σε πολύ υψηλή ανάλυση, αν και απουσιάζουν από τις φωτογραφίες.

– Το Αιγαίο ως τόπος δεν επιλέχθηκε τυχαία από εσάς. Κάνω λάθος; 

Είναι αγαπημένος τόπος διακοπών. Αρα, είναι το προφανές μέρος που θα επέλεγα, καθώς θα είχα χρόνο και διάθεση να πάω στα σπίτια. Από την άλλη, έχω μια πολύ βαθιά συνείδηση πως αυτό είναι το κέντρο της Ελλάδας. Η φύτρα μας είναι το Αιγαίο. Είναι πιο ελληνικό ένα νησί του Αιγαίου από ένα χωριό στην Ηπειρο ή ένα κάστρο στην Πελοπόννησο; Δεν υπάρχει απάντηση που να μην είναι ποιητική. Που να απαντάει «όχι». Η ώσμωση που έχει γίνει στο Αιγαίο προέρχεται από όλους τους πολιτισμούς που πέρασαν από εκεί, συν αυτή η ελευθερία που υπαγορεύει πάντα η θάλασσα. Οι ανοιχτοί ορίζοντες, η επικοινωνία με τους άλλους, αλλά ταυτόχρονα και ο μικρός κόσμος που έχει αυτάρκεια, όπου η κοινωνία έχει αυστηρούς κανόνες που τους επιτηρούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Όλα αυτά σου φτιάχνουν ένα καλοφτιαγμένο ψηφιδωτό. Να γιατί είναι η ψυχή της χώρας το Αιγαίο.

Ένα ερειπωμένο σπίτι στην Κρήτη.

– Τα νησιά, λόγω της φύσης τους, μένουν σχετικά ανέπαφα. Βοήθησε αυτό στο να τα επιλέξετε; 

Σαφώς. Το Αιγαίο είναι πιο κατάλληλο μέρος για το μάτι του ερευνητή ή αυτού που ψάχνει. Εξ ορισμού τα νησιά έχουν λιγότερες δυνατότητες επικοινωνίας, άρα και παραβίασης του παρελθόντος τους, του τρόπου ζωής τους. Όλα αυτά κρατήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, με εξαιρέσεις όπως η Μύκονος. Ανέπαφα από τις εξωτερικές επιρροές της κοινωνίας που μετατρέπει αυτά τα νησιά με θεματικά πάρκα, σε τουριστικά σημεία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι κατά των εξωτερικών επιρροών. Απλώς, δεν αλλοιώθηκε τόσο πολύ η αρχιτεκτονική, η κουζίνα, ο ιδιωματισμός της γλώσσας των νησιών. Έχουν μια φρεσκάδα τα νησιά του Αιγαίου. Σε σχέση με άλλα μέρη της Ελλάδας ήταν πιο καλά περιορισμένα ώστε να σώσουν τα χαρακτηριστικά τους.

Πέτρινος διάκοσμος στην Τζιά.

«Έχουν μια μετριοπάθεια οι νησιώτες στο τι περιμένουν και στο τι δίνουν. Είναι μια πηγαία ευγένεια».

– Όταν μιλάμε για Αιγαίο πρέπει να σκεφτόμαστε έναν ενιαίο χώρο; Δεν υπάρχει διαφοροποιήσεις μεταξύ των νησιών; 

Υπάρχουν τεράστιες διαφορές, αλλά αυτό που ενώνει τα νησιά από τη Θάσο έως τα Κύθηρα ή τη Ρόδο είναι πιο μεγάλο από αυτό που τα χωρίζει. Ας πούμε, η Λήμνος έχει μια προφορά που θυμίζει τη Θεσσαλία. Όπως και η Λέσβος. Προφανώς αυτό δεν ταιριάζει με την τραγουδιστή γλώσσα των Κυκλάδων ή την σχεδόν κυπριακή γλώσσα των Δωδεκανήσων. Δεν μου κάνει εντύπωση αυτό. Αντίθετα, μου κάνει εντύπωση πώς χρησιμοποιούν οι άνθρωποι το χώρο τους, το σπίτι τους. Ο τρόπος που χωρίζουν τα δωμάτια ή γερνούν μέσα τους. Αυτά όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν θα έλεγα κοινοτοπίες για το φως ή το τοπίο, αλλά σίγουρο το κάθε νησί είναι ένας κόσμος. Εχουν μια αυτάρκεια που φαίνεται στα πάντα. Οι άνθρωποι ούτε περιμένουν πάρα πολλά από κάπου αλλού ούτε πιστεύουν ότι η δική τους παρέμβαση στη ζωή θα είναι τόσοι σημαντική για ολόκληρη τη χώρα. Έχουν μια μετριοπάθεια οι νησιώτες στο τι περιμένουν και στο τι δίνουν. Είναι μια πηγαία ευγένεια.

Ο συγγραφέας Γιώργος Κυριακόπουλος σε νησιωτικό τοπίο.

«Λόγω ηλικίας είχα τη τύχη να έχω πάει στη Μύκονο τη δεκαετία του ’70 ως μαθητής. Ηταν το ωραιότερο μέρος που είχα δει στη ζωή μου».

– Ο τουρισμός, πάντως, έχει αλλοιώσει πολλά από τα εγγενή χαρακτηριστικά τους. 

Φυσικά! Κάποια νησιά είναι αγνώριστα. Λόγω ηλικίας είχα τη τύχη να έχω πάει στη Μύκονο τη δεκαετία του ’70 ως μαθητής. Ηταν το ωραιότερο μέρος που είχα δει στη ζωή μου και δεν έχω δει ωραιότερο. Ε, τώρα έχω να πάω 30 χρόνια. Αυτός ο κόσμος αποδομείται και μάλιστα γοργά. Υπάρχουν νησιά με εξαιρετικές παραλίες όπως η Σίκινος ή η Νίσυρος, αυτά έχουν σώσει ένα μεγάλο μέρος της ψυχής και της ομορφιάς τους. Από την άλλη, νησιά με ωραίες παραλίες όπως η Μύκονος, η Πάρος ή η Ίος είναι, πλέον, αγνώριστα. Δεν έχω αλλεργία με την πρόοδο και την εξέλιξη, απλώς πιστεύω θα ήμασταν πιο πολιτισμένο κράτος και πιο πολιτισμένοι άνθρωποι αν είχαμε διαγνώσει νωρίς ποιοι είναι οι θησαυροί αυτών των τόπων και τους είχαμε προστατεύσει. Δεν εννοώ μόνο νομοθετικά. Οι ίδιοι οι κάτοικοι να είχαν συνειδητοποιήσει τι κάνει τον τόπο τους τόσο γοητευτικό. Αυτό, τώρα, κάπου έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και κάπου αλλού οι άνθρωποι αγωνίζονται.

Μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα στην Αμοργό.

– Υπάρχει κάποιο νησί από όσα έχετε επισκεφθεί που κρατάτε μέσα σας περισσότερο; 

Η Νίσυρος, τα Κύθηρα και η Λήμνος. Δεν είναι μόνο ότι έχουν άγρια ομορφιά. Είναι τρία νησιά, τα οποία ενώ, δεν ανήκουν στις Κυκλάδες που είναι η μεγάλη μου αγάπη από πλευράς αισθητικής ή αρχιτεκτονικής, έχουν κρατήσει, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, έναν παλιό γνώριμο κόσμο. Συναναστρέφεσαι ανθρώπους όταν πας εκεί για διακοπές. Δεν συναναστρέφεσαι επιχειρηματίες. Μαγειρεύουν ωραία, μιλάμε ωραία, σου περιγράφουν ιστορίες. Οι διακοπές μπορούν να γίνουν πιο ωραίες όταν δεν είσαι μόνο παραθεριστής, αλλά περιηγητής. Δηλαδή, να πας ένα μακρινό ταξίδι κάπου εδώ κοντά. Έτσι θα το έλεγα. Σε αυτά τα τρία νησιά, επισκέπτεσαι έναν άλλο κόσμο. Η ξεκούρασή σου δεν είναι μόνο γιατί κάθεσαι στον ήλιο ή πίνεις ένα ωραίο ποτό ή γιατί δεν μιλάς με το γραφείο. Η ξεκούρασή σου είναι γιατί γεμίζεις με εικόνες οπτικές και ψυχικές.

Εσωτερικού ενός παλιού σπιτιού στην Αίγινα.

«Οι τουρίστες έχουν την απαίτηση να βρουν το είδος ανέσεων που έχουν και στην Αθήνα».

– Όταν είσαι τουρίστας δύσκολα στο τέλος σου μένει κάτι από την κρυμμένη γοητεία του τόπου που επισκέφθηκες. Στο τέλος όλα τα νησιά μοιάζουν να είναι ίδια. 

Επίσης, έχουν την απαίτηση να βρουν το είδος ανέσεων (φαγητού, τρόπου συναναστροφής, επικοινωνίας) που έχουν και στην Αθήνα ή από την πόλη στην οποία προέρχονται. Πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να μην είναι έτσι αν έκαναν αυτό που περιγράφω στο βιβλίο. Δηλαδή, το να μπορέσεις να μπεις σε ερειπωμένα σπίτια και να σκεφτείς γιατί είναι ακόμη τόσο όμορφα ή και γιατί είναι τόσο λυπητερά, αυτό σε κάνει να καταλαβαίνεις έναν τόπο με τελείως διαφορετικό τρόπο. Χρησιμοποιείς τη φαντασία σου μαζί με τις αισθήσεις σου. Ένα blend που σου δίνει μια εντελώς άλλη εμπειρία αν απλώς πήγαινες σε μια παραλία, έπινες ένα ποτό στην πισίνα ή έμενες σε ένα συμπαθητικό δωμάτιο ξενοδοχείου ή Αirbnb.

– Αυτό είναι το κίνητρό σας; 

Αυτό είναι, ναι. Και θα ήθελα περισσότεροι άνθρωποι να έκαναν αυτού του είδους τις διακοπές. Αν και ο σκοπός του βιβλίου δεν είναι αυτός, αλλά να σώσει εικόνες επειδή αυτά τα πράγματα καταστρέφονται με μεγάλη ταχύτητα. Νομίζω, όπως το έκανα εγώ για δική μου απόλαυση, μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Παρότι περπατάς σε κακοτράχαλα μονοπάτια, μέσα στα αγκάθια, μπαίνεις σε κτίσματα όπου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να σου πέσει ένα μαδέρι στο κεφάλι, όλα αυτά σου δίνουν μια τεράστια ξεκούραση. Δεν ξεκουραζόμαστε σωματικά, ξεκουραζόμαστε ψυχικά. Είναι προσπελάσιμοι αυτοί οι κόσμοι. Είναι μια επιλογή. Αντί να πας σε τουριστικά μαγαζιά, να περπατήσεις ένα μονοπάτι και όπου σε πάει. Αυτός είναι ένας τεράστιος βαθμός ελευθερίας και καταλήγει να μου έχει προσθέσει ένα δικό μου εσωτερικό κεφάλαιο, με κάνει πλούσιο. Γεμίζω τις μπαταρίες μου, έχω πράγματα να πω στους φίλους μου, έχω πράγματα να τους δείξω. Δεν χρειάζεται να ανεβάσω μια selfie στο Instagram και να δείξω πως είμαι κάποιος.

Τοπίο στα Κύθηρα.

– Αυτό που κάνετε στα νησιά θυμίζει πολύ, τηρουμένων των αναλογιών, μ’ αυτό που κάνει ο Νίκος Βατόπουλος με τα παλιά κτίρια της Αθήνας. Ένα οδοιπορικό στο παρελθόν που σου λέει πολλά περισσότερα από την επίσημη ιστορία του κάθε τόπου. 

Ο Νίκος είναι παλιός φίλος. Τόσο εκείνος όσο κι εγώ δεν ξεκινήσαμε μ’ αυτή την ώριμη σκέψη. Προέκυψε σιγά σιγά. Αυτή η εμπειρία του να φωτογραφίζεις ή να συνδέεσαι με τα παλιά σπίτια, ωριμάζει αυξητικά. Με τα χρόνια αποκτάς μια έκτη αίσθηση γι’ αυτά τα σπίτια. Ο Βατόπουλος μπορεί να σου περιγράψει πράγματα από ένα σπίτι στην Αθήνα που αγαπάει πολύ, που θα σε αφήσουν κατάπληκτο. Έχετε δίκιο, μοιάζουμε ο καθένας στο «χωράφι» του.

«Η σύγχρονη Αρχαιολογία ακολουθεί πλέον μια ανθρωπολογική ματιά».

– Βοηθάει πολύ και στους δυο σας το αισθητικό αποτύπωμα των φωτογραφιών και των κειμένων.

Δεν είμαι φωτογράφος και ούτε είχα τέτοια φιλοδοξία. Είχα ένα πάθος τεκμηρίωσης. Κάτι σαν ντοκιμαντέρ. Εντέλει, αυτές οι φωτογραφίες που επέλεξα για το βιβλίο (κάπου 400 μεταξύ χιλιάδων) ακολούθησαν ένα κριτήριο. Αν η αισθητική τους ματιά μπορεί να επικοινωνηθεί σε έναν τρίτο που δεν έχει υπάρξει μόνος του σε ένα τέτοιο κτίριο. Με ενδιέφερε να φέρω τον αναγνώστη στη θέση μου μέσα στο σπίτι.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Η Αρχαιολογία του χτες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

– Ο τίτλος «Αρχαιολογία» που υπάρχει στο βιβλίο κουβαλάει κάποιες συγκεκριμένες σημάνσεις. Περιμένει κανείς να δει μέσα κάποιους τάφους ή μνημεία. Δεν ισχύει. Εδώ έχουμε αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Μια μικροϊστορία, μια arte povera. 

Kαι στην Αρχαιολογία έχει αλλάξει η τάση τα τελευταία 30-40 χρόνια. Από εκεί που οι αρχαιολόγοι προσπαθούσαν να βρουν μνημειακά κτίρια ή κτίρια που να συνδέονται με κάποιο τρόπο με τη γραπτή ιστορία, τώρα πια κοιτώντας κανείς τις σύγχρονες ανασκαφές, αυτό που πιο πολύ ενδιαφέρει τους αρχαιολόγους είναι να μπορούν να ανασυστήσουν έναν κόσμο του παρελθόντος και να μπορούν να μιλήσουν τεκμηριωμένα γι’ αυτόν. Είναι μια ανθρωπολογική τάση της σύγχρονης Αρχαιολογίας. Έχει εξαντλήσει σε μεγάλο βαθμό το κομμάτι της επικύρωσης των ιστορικών δεδομένων ή των μυθολογικών δεδομένων και ψάχνει να βρει πώς ζούσαν οι κοινωνίες. Ψάχνει τη μικροϊστορία.

– τώρα γίνεται περισσότερο κατανοητός ο τίτλος του βιβλίου σας. 

Ετσι «κολλάει» ο τίτλος. Είναι μια ανθρωπολογία του χθες χωρίς δογματισμό και βιβλιογραφία. Ο αναγνώστης μπορεί να ανασυστήσει αυτόν τον κόσμο. Με τον ίδιο τρόπο που ένας αρχαιολόγος, αν είχε τη δυνατότητα να βρει αυτά τα κτίσματα στην κατάσταση που τα βρίσκω εγώ τώρα, θα μπορούσε να μιλήσει για το παρελθόν τους. Η Αγγελική Κοτταρίδη, μια διαπρεπής αρχαιολόγος, μου έκανε την τιμή να γράψει στον πρόλογο του βιβλίου. Σε αυτόν λέει πως το βιβλίο είναι μια θαυμαστή εξαίρεση στην επιστήμη της μνήμης. Είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που έχω πάρει γι’ αυτή τη δουλειά στη ζωή μου.

«Δεν έχεις ανάγκη να διαβάσεις το παρελθόν σε κάποια βιβλία που έχουν γραφτεί με μια επιστημονική μεθοδολογία».

– Θα μπορούσατε να είστε αρχαιολόγος; 

Έχω πολλούς φίλους αρχαιολόγους και σέβομαι αυτό που κάνουν. Αυτό το βιβλίο έχει οργανική σχέση με την αρχαιολογία. Σκέφτομαι πως αν ήμουν αρχαιολόγος πόσο πολύ θα μπορούσε να λειτουργήσει στη φαντασία μου, ο τρόπος με τον οποίο αποσυντίθεται ένα κτίριο πριν φτάσει στους 40 πόντους των πέτρινων θεμελίων του και μετά σκεπαστεί από το χώμα ή τη λάσπη. Σαν να χαρίζεις στους αρχαιολόγους μια ματιά στο πώς διαλύθηκε κάτι που αυτοί βρίσκουν, πια, 20 πόντους από το χώμα. Τι ληστεύεται πρώτα από αυτά τα σπίτια, πώς ξεκινούν καινούργιες χρήσεις από ανθρώπους που έχουν καταχραστεί το ακίνητο, τι κάνει μια συκιά στους τοίχους και τα πατώματα. Σαν να τους βάζεις μια μικρή ταινία στην ανάστροφη και να βλέπουν ποια είναι η διαδικασία να φτάνεις στο σημείο όπου βρίσκουν ένα κτίριο έπειτα από εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια.

Εσωτερικό σπιτιού στην Άνω Μεριά της Φολέγανδρου.

«Αν έπρεπε να μιλήσουμε για την Ελλάδα του 2020 καλύτερα να δούμε τους ανθρώπους σε ένα καφέ από το να διαβάσουμε το πρωτοσέλιδο μιας έγκριτης εφημερίδας».

– Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι και μια άσκηση για τον τρόπο που κοιτάζουμε το παρελθόν. Επιμένω στην μικροϊστορία. Καταλαβαίνουμε πως το παρελθόν δεν περιέχει μόνο βασιλιάδες ή αρχοντικά σπίτια, αλλά καθημερινούς ανθρώπους και ταπεινά σπίτια. 

Είναι σαν να ακούω εμένα να μιλάει. Το έχω πει πολλές φορές και το επαναλαμβάνω και για τη λογοτεχνία και τα βιβλία που γράφω. Δεν έχεις ανάγκη να διαβάσεις το παρελθόν σε κάποια βιβλία που έχουν γραφτεί με μια επιστημονική μεθοδολογία. Έχει σημασία να μπορείς να βάλεις κάποιες «κάμερες» στο παρελθόν και να δεις αυτούς τους μικρούς ανθρώπους που συνθέτουν το ψηφιδωτό του κόσμου. Αν έπρεπε να μιλήσουμε για την Ελλάδα του 2020 δεν θα είχε τόσο μεγάλη αξία να αναζητήσουμε τα πρωτοσέλιδα μιας έγκριτης εφημερίδας, αλλά να μπορούσαμε να δούμε τους ανθρώπους να κάθονται σε ένα δημοφιλές καφέ ή σε ένα κλαμπ ή να δούμε το εσωτερικό μιας μεγάλης εταιρίας ή να δούμε σκηνές βίας στο δρόμο. Η εποχή δεν ορίζεται από την επίσημη ανάγνωσή της, αλλά από αυτά που με τη χρονική απόσταση δεν μπορείς να δεις. Να που υπάρχουν υλικά τεκμήρια που μπορούν να σου προσφέρουν ένα μέρος αυτής της εικόνας. Τα υπόλοιπα επαφίονται στη δική σου φαντασία, μόρφωση, ψυχή.

– Όλη αυτή η διαδρομή που διαρκεί πολλά χρόνια, σας έχει σκάψει μέσα σας ως δημιουργό ιστοριών; Αυτό το βιβλίο είναι μια μεταφήγηση. 

Πάρα πολύ. Σε μια σελίδα του βιβλίου, σε ένα ερείπιο από την Αντίπαρο, έχω βάλει λεζάντα ότι είναι το σπίτι που χρησιμοποίησα σε ένα διήγημα που λεγόταν η Τρισεγγονή της Αραπίνας που ήταν και ο τίτλος του βιβλίου των διηγημάτων μου. Όταν βρέθηκα εκεί μέσα, το σπίτι μου επέβαλε μια ιστορία. Δεν το λέω ποιητική αδεία, συνέβη. Άρχισε να μου μιλάει το σπίτι. Θα πει κανείς πως είμαι νεραϊδοπιασμένος. Μπορεί, αλλά υπάρχουν κι άλλοι νεραϊδοπιασμένοι σαν εμένα που μας αρέσει να βρίσκουμε χαρά μέσα από κάποιες αφορμές.

 

 

// Ο Γιώργος Κυριακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και το Λονδίνο. Εργάστηκε αποκλειστικά σε επιχειρήσεις, έχοντας κρατήσει παράλληλα έναν αυστηρά ιδιωτικό του κόσμο, όπου συνυπάρχουν η έρευνα για τη νεώτερη ελληνική κεραμική, η φωτογραφία, το γράψιμο, το φαγητό και το κρασί, οι φίλοι, η πολιτική, η αρχιτεκτονική, η ιστορία, η αρχαιολογία και η Αθήνα. Από το 2010 ασχολείται συστηματικά με τη φωτογράφιση των ερειπωμένων σπιτιών και υποστατικών του Αιγαίου. Αυτό το ενδεκαετές οδοιπορικό σε τριάντα νησιά παρουσιάζεται εδώ με τετρακόσιες περίπου φωτογραφίες, συντεταγμένες σε εικοσιδύο ενότητες και σχολιασμένες με κείμενα που διερμηνεύουν το σκεπτικό και τη ματιά του.
Η Αρχαιολογία του Χτες είναι το δεύτερο βιβλίο του. Το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων Η τρισεγγονή της Αραπίνας και άλλες ιστορίες (Εστία, 2017), τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2018. Η περίληψη (Εστία, 2021) θα είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

 

Διαβάστε ακόμα: Βαγγέλης Γερμανός – «Δεν μπορείς να λες είμαι άντρας παλαιάς κοπής. Σαχλαμάρες!»

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top