Η μητέρα μου Νανά Κακίση.

Η μητέρα μου Νανά Κακίση.

1.
ατμός από το χέρι μου πηγαίνει κατά πάνω, απ’ το κρεβάτι για τα μάτια μου, από τα πόδια μου για το στόμα. ατμός σαν λέξεις άηχες, σαν φράση επίμονα σιωπηρή. λέει πως κι εδώ, εδώ μέσα, στα χαρτιά μέσα τους χάρτες, μεγάλοι ποταμοί νοημάτων λεοντόκαρδοι σαν καταρράκτες αισθημάτων κι αισθήσεων, σαν στιγμές υπαίθριων πόλεων σφύζουν, σφυρίζουν τα κύματα και πέντε ζωών της μιας μες στην άλλη, του πατέρα μου, της μάνας μου, της Τέρρυς μου, της γάτας μου, εμένα. ατμοί κι αυτές οι στιγμές κόκκινοι, των στρωμάτων, των κινήσεών μας όλων, των χρόνων μας γλυκύτατη ζούγκλα, αθάνατο, λέω εγώ, γλέντι.

Από τις «Τίγρεις» (Ερατώ 2007).

Η πρώτη μέρα της μητέρας μου στο Μαράσλειο.

Η πρώτη μέρα της μητέρας μου στο Μαράσλειο.

2.
ο γκρεμός εκείνη την Κυριακή ήταν εκείνη στο φέρετρο πια μέσα, η μάνα μου χωρίς μάνα, και με τις τρεις μητέρες της πάλι, με τα δύο από τα τρία της παιδιά, με τον άντρα της από το 1968 πάλι δίπλα-δίπλα. εγώ έξω: χωρίς χέρια, χωρίς των χεριών της το άλλο, το πάντα ολοκαίνουργιο μυαλό, χωρίς της καρδιάς της τα κύματα. εγώ έξω: μέσα στον κόσμο μόνο εγώ τώρα για ’κείνη, εγώ εκείνη. και τα δικά μου χέρια κόρες της, σαν τα μάτια της η ζωή μου. για πάντα πράσινη, για πάντα γκρι.

3.
από κάτω, θάλασσα. γη πολλή, ξέρω. και λάβα σαν τον νου μου της γης η καρδιά. τι φοβάμαι; εκεί και η μάνα μου πια, μια ώρα για χωρίς γη κι ουρανό τίποτα, για χωρίς ονόματα άπλετο μέλλον, για χωρίς καμιά ιδέα απόλυτο μαύρο. εγώ μόνος μου τώρα: πιο ουρανός, πιο γη, πιο τίποτα. του νου μου το ηφαίστειο κιόλας εκεί για να τον τιμωρήσω, για να μη συνεχίσει την χωρίς όριο περιπλάνησή του. για να ξαναδώ στον ύπνο μου τη μορφή της, με την τόση πια μελαγχολία, με την τόση πια βεβαιότητα. με την τόση πια έξω από το σώμα της καρδιά της.

Μ’ εμένα μικρό

Μ’ εμένα μικρό.

4.
σαν ένα κενό εκεί γύρω. δηλαδή, ένα ύψωμα καταπράσινο, ροδιές και ρόδια, τα κίτρινα πορτοκάλια, τα πράσινα λεμονάκια, οι συκιές, οι βοκαμβίλιες, η δάφνη. και μετά, αντί για φως σκοτάδι, εσύ που δεν είσαι, εσύ που ήσουν. ρόδι το πρόσωπό σου, πορτοκαλιά τα πόδια σου, λεμονάκι η ψυχή σου, δάφνη τα μάτια σου. ένα κενό άσπρο, μια ζωή ριγμένη σαν ατμός πάνω μου, σαν αύρα, σαν νύχτα με τ’ άστρα της όλα προς το μέρος μου, σταθερά, άσβηστα. πώς να σε λέω τώρα όμως; πώς να σε πω; πώς να σε φωνάζω;

5.
ένας Θεός μικρός σαν ελέφαντας στη ζούγκλα του μυαλού μου δέντρα και χώματα αναστατώνει, αγριεύει συχνά όπως εσύ και ποδοπατάει χωριά ολόκληρα σκέψεων κι απόψεων απόψε. τα μάτια σου παπαγάλοι, ή, καλύτερα, πίθηκοι στο ίδιο δάσος, χρώματα πολλά οι κινήσεις τους πίσω από το μαύρο της νύχτας της μαύρης, να μου πούνε, να μου θυμίσουνε τι; η καρδιά μου χελώνα και καβούκι της εκείνος ο έρωτας ο σκληρός, προχωράει, αργά πολύ πάει, από ρυάκι σε ρυάκι ξεδιψάει, πίνει βουνά ολόκληρα παρελθόν, ποτάμια αστείρευτα μέλλον. εμένα δηλαδή χωρίς εσένα πάντα στη ζούγκλα αυτή των αναμνήσεων, στα φυλλώματα μέσα τα υγρά. αιώρα ο ύπνος σου ο αιώνιος για να κοιμηθώ, για να ησυχάσω κι εγώ λίγο.

Μπροστά στις Καρυάτιδες, φωτογραφημένη από τον Θανάση Απάρτη.

Μπροστά στις Καρυάτιδες, φωτογραφημένη από τον Θανάση Απάρτη.

6.
έρχομαι από τον θάνατο. από του Κάτω Κόσμου τον ουρανό, από τα βουνά των ηφαιστείων του μέσα. έρχομαι κι εφέτος από ’κεί που η ψυχή μου διακοπές συχνά κάνει, από ’κεί που πάω όταν δεν σκέφτομαι, από ’κεί που είμαι όταν λείπω. μαζί μου ένα γατί θεότρελο μόνο, όλο γκρίνια μα κι όλο ζωή, της μάνας μου σαν η καρδιά εδώ πίσω, της επίμονης ζωής της γλυκό κατακάθι. κάτω από τη Γη οι δυο μας, το γατί κι εγώ, χορό όλο ανακαλύψεις χορεύουμε, εδώ μυρίζει ρίγανη, εδώ ελληνικά, εδώ Θεό πάλι. εγώ τότε πιο λίγα από το γατί ξέρω, πιο λίγα για τη ρίγανη, για τα ελληνικά ελάχιστα, για τον Θεό πάντα τίποτα.

Από το «Μυαλό της Καρδιάς» (Αιγαίον 2013).

Η μητέρα μου στον Ιππόδρομο

Η μητέρα μου στον Ιππόδρομο.

Η ΔΡΟΣΙΑ ΠΟΥ ’ΜΟΙΑΖΕ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ.

πουθενά δεν είναι πια η μάνα μου. ούτε στον ήλιο, ούτε στη χρυσόμυγα αυτή μέσα, ούτε στα ρούχα της εδώ, ούτε, ούτε, ούτε. η φωνή της όλο και πιο σιωπή, από τη σιωπή πολύ πιο ατρόμητη. αυτή η δροσιά όμως! από το παράθυρο σαν ψυχή στο μάγουλό μου επίμονα πάνω. αυτή η δροσιά, ούτε που να το σκέφτεσαι: -Είμαι η μάνα σου.

Από την «Πανσέληνο στο Δάσος» (Αιγαίον 2012).

 

Διαβάστε ακόμα: Η Έλενα Σουλιώτη –και ο τρομερός μύθος της.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top