Για κάποιους τα βιβλία είναι γνώση, για άλλους διασκέδαση. Για τον Sean Connery ήταν στιγμές χαλάρωσης. (Φωτογραφία: Keystone Features / Getty Images / Ideal Image)

Διαβάζω τις σύντομες απαντήσεις της Καναδής συγγραφέως Madeleine Thien στο καθιερωμένο κυριακάτικο ερωτηματολόγιο του Guardian «Τα βιβλία που με διαμόρφωσαν» και σημειώνω: Να ψάξω το μυθιστόρημά της Do Not Say We Have Nothing, να διαβάσω επιτέλους το Πατέρες και γιοι του Ιβάν Τουργκένιεφ και το Χρυσό σημειωματάριο της Ντόρις Λέσινγκ, που και τα δύο τα έχω εδώ και χρόνια στις λίστες μου προς ανάγνωση, να βρω ποιήματα του Κινέζου ποιητή Bei Dao και να ξαναδιαβάσω το Σάββατο των ψυχών του αγαπημένου μου Ολλανδού συγγραφέα Σέις Νόοτεμποομ· και να γκρινιάξω άλλη μια φορά που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το σημαντικότερο ίσως έργο του, το Στα βουνά της Ολλανδίας. Αυτά προς το παρόν και είναι ακόμα πρωί.

Την εβδομάδα που πέρασε, πάντως, δεν είχα λόγο να γκρινιάξω. Διάβασα κανονικά, από την αρχή μέχρι το τέλος, το Μπλε υγρό, τη συλλογή διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Είχα ξεκινήσει, εδώ και μήνες ίσως, να το ξεφυλλίζω στις διαδρομές που έκανα με το μετρό στην πόλη, θεωρώντας πως αυτός είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος ανάγνωσής του, μια και ο βασικός, νομίζω, πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η Αθήνα: Τα βρώμικα εξογκώματα των κλιματιστικών στα κτίρια της Ομόνοιας, τα σκουπίδια που σαπίζουν και βρωμάνε μες στον άδειο εσωστρεφή Αύγουστο, το ραγισμένο κράσπεδο του δρόμου στην Μπενάκη, τα πεζοδρόμια-παγίδες στη Σόλωνος, ο κόσμος που αποφεύγει βιαστικά τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά που χαιρετά τους γνωστούς του, οι εσωτερικές αυλές που σερβίρουν τσάι γιασεμί, τα θερινά σινεμά που δίνουν μπίρα Άλφα για 2,20, το Θησείο, που το μεσημέρι αδειάζει από τους τουρίστες και μπορείς ν’ ακούσεις τα τζιτζίκια και να φανταστείς ότι έτσι θ’ ακούγονταν πάντα -ακόμη και να φιληθείς μπορείς-, τα αυτόματα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων στον ηλεκτρικό, που αγοράστηκαν, αλλά δεν λειτουργούν. Στην Αθήνα, μας λέει η Βίβιαν Στεργίου, μπορείς να είσαι δικαιολογημένα μελαγχολικός και απροσδόκητα χαρούμενος.

Αυτό που ξεχωρίζει το Μπλε υγρό από τις περισσότερες συλλογές διηγημάτων που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια είναι η ματιά της Βίβιαν Στεργίου στους συνομηλίκους της, στους νέους που έχουν ενηλικιωθεί μέσα στην κρίση.

Η Βίβιαν Στεργίου.

Συνηθίζω, καθώς διαβάζω, να σημειώνω με το μολύβι μου στην τελευταία λευκή σελίδα του βιβλίου λέξεις ή φράσεις που μου έρχονται στον νου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Στο Μπλε υγρό έχω τέσσερις τέτοιες σημειώσεις: η Αθήνα, οι νέοι που ενηλικιώθηκαν μέσα στην κρίση, η αναγνώστρια και οι παρομοιώσεις. Κατά σύμπτωση, η πρωταγωνίστρια του πρώτου διηγήματος που έτυχε να διαβάσω είναι μια ιδανική αναγνώστρια απ’ αυτές που μου αρέσει να συναντάω: συγκινείται με τις περιπέτειες των χαρακτήρων και όσα διαβάζει αισθάνεται πως συμβαίνουν στην ίδια, σημειώνει την ημερομηνία και τον τόπο όπου αγόρασε κάθε της βιβλίο, μυρίζει το χαρτί, υπογραμμίζει την πρώτη αράδα. Δεν θα μπορούσε να μου τύχει καλύτερη εισαγωγή. Στο ίδιο διήγημα συνάντησα δύο εξαίσια τολμηρές παρομοιώσεις και βρήκα περισσότερες στις υπόλοιπες σελίδες της συλλογής. Παρατηρεί τον ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ένα μπλε που μπουκώνει το μάτι με ικανοποίηση, σαν δάχτυλο βαθιά μέσα στον κόλπο. Κουνάει το κεφάλι μια δεξιά και μια αριστερά, όπως όταν μπαίνει στο αυτί νερό από την πισίνα.

Ό,τι ωστόσο ξεχωρίζει το Μπλε υγρό από τις περισσότερες συλλογές διηγημάτων που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια είναι η ματιά της Βίβιαν Στεργίου στους συνομηλίκους της, στους νέους που έχουν ενηλικιωθεί μέσα στην κρίση. Μια γενιά για την οποία η Αθήνα που περιγράφει η συγγραφέας δεν αποτελεί κατάσταση εξαίρεσης αλλά τη μόνη εικόνα που έχει αντικρίσει και για την οποία το τρομακτικό ποσοστό της ανεργίας δεν είναι πρόσκαιρο φαινόμενο· ούτε το πλήθος των ανθρώπων που επιβιώνουν χάρη στην καλοσύνη των ξένων και στα συσσίτια, οι καταλήψεις κτιρίων και υπηρεσιών του Δημοσίου, οι πορείες διαμαρτυρίας και τα επεισόδια, οι κλειστές επιχειρήσεις και οι βανδαλισμοί, το εμφυλιακό μίσος και ο φανατισμός στις συζητήσεις. Μια γενιά για την οποία η προ της κρίσης κατάσταση βρίσκεται ήδη στη σφαίρα του μύθου και είναι γνωστή κυρίως από τα σίριαλ των προηγούμενων δεκαετιών που τα κανάλια επιμένουν ad nauseam να προβάλλουν. Αυτή τη γενιά μας συστήνει η Βίβιαν Στεργίου.

«Το δικό μου θεωρητικό πρόβλημα είναι ότι ένα κομμάτι εργαζομένων άμεσα συνδεδεμένο με την κρατική εξουσία, εξοπλισμένο με τη μονιμότητα, διεκδικεί κάτι από το κράτος, που σημαίνει ότι το διεκδικεί απ’ όλους εμάς τους άλλους».

Στην ίδια ουσιαστικά γενιά, αλλά από άλλη θέση, απευθύνονται ο Σταύρος Τσακυράκης και ο Απόστολος Δοξιάδης στη συζήτησή τους για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης που έκαναν τον περασμένο Νοέμβριο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και η οποία περιλαμβάνεται στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;. Οι δύο άντρες μίλησαν, με την παρρησία, τη γνώση, την υπευθυνότητα και την απλότητα του λόγου που σταθερά τους διακρίνει, για την απουσία σοβαρής αντίστασης στη διάρκεια της Δικτατορίας, για τα τραγικά σφάλματα των νικητών του Εμφυλίου, για τη δικαιοσύνη, τους δικαστές και το περί δικαίου αίσθημα, για την κουλτούρα της βίας, τον συνδικαλισμό και τα πανεπιστήμια, για το κράτος και τους πολίτες.

Τα τρία βιβλία που πέρασαν από τα χέρια του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου την εβδομάδα που μας πέρασε.

Δείγμα γραφής: Το δικό μου θεωρητικό πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι ένα κομμάτι εργαζομένων άμεσα συνδεδεμένο με την κρατική εξουσία, εξοπλισμένο με τη μονιμότητα, διεκδικεί κάτι από το κράτος, που σημαίνει ότι το διεκδικεί απ’ όλους εμάς τους άλλους. Λέει κάποιος για παράδειγμα, «εγώ θέλω να πληρώνομαι καλύτερα». Και εάν μεν το κάνει σε μια ιδιωτική εταιρία, με γεια του με χαρά του, να το διεκδικήσει με όποια δύναμη διαθέτει. Αλλά όταν το αίτημα είναι απέναντι στο κράτος, τα πράγματα αλλάζουν. Είναι σαν ένα μέρος της κρατικής εξουσίας να συνδικαλίζεται ουσιαστικά εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας. Κοινή λογική που ηχεί σαν πρόκληση. Must read.

Η νέα ποιητική συλλογή του Χάρη Βλαβιανού Αυτοπροσωπογραφία του λευκού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και στην οποία οπωσδήποτε θα επανέλθω, είναι το βιβλίο που περισσότερο απ’ όλα ταλαιπώρησα αυτή την εβδομάδα, κουβαλώντας το μες στην τσάντα μου, ξεφυλλίζοντας και σημειώνοντάς το όπου και αν βρισκόμουν: το πρώτο στάδιο εξοικείωσης με ένα καινούριο βιβλίο. Ένα από τα ποιήματα της συλλογής αναφέρεται στο γνωστό άγαλμα του Κωστή Παλαμά επί της οδού Ακαδημίας:

«Θέλω να προσκυνήσω τα γόνατά σου»

Δεν θα το έχεις προσέξει
έτσι αγέρωχα που περπατάς,
αλλά όταν ανεβαίνεις την Ακαδημίας
ακόμη και το άγαλμά του
σκύβει με τρόπο να κοιτάξει
τι κρύβεται κάτω απ’ το μεταξωτό σου φόρεμα.

Και για μια στιγμή,
αυτός ο σεβάσμιος γέροντας
με το θλιμμένο βλέμμα,
ξυπνά, γίνεται πάλι ώριμος άντρας,
κι αρχίζει ξεδιάντροπα να σε φλερτάρει.
Χαλάλι του!

 

Διαβάστε ακόμα: «Μόνο οι ανόητοι δανείζουν βιβλία»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top