Ο συγγραφέας τράβηξε τη φωτογραφία αυτή στα Εξάρχεια πριν από μερικά χρόνια. Και κάπως έτσι άρχισαν όλα…

Είμαι στο γραφείο μου. Έχω ανοίξει το συρτάρι κάτω δεξιά και κοιτάζω το περιεχόμενό του: ένα πακέτο μουσκεμένες από την υγρασία αθλητικές εφημερίδες, που θα πρέπει να βρίσκονται τουλάχιστον πέντε μήνες εκεί μέσα, ένα κουτί γεμάτο με μολύβια Faber-Castell, ένα πακέτο από τσιγάρα, άδειο, κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι Ballantine’s.

Είναι η τρίτη φορά από την ώρα που μπήκα στο γραφείο που ανοίγω το ίδιο αυτό συρτάρι και κοιτάζω το ίδιο αυτό μπουκάλι. Τούτη τη φορά όμως, για να μη δώσω στόχο, δεν άνοιξα απευθείας το τελευταίο συρτάρι: ξεκίνησα από τα τρία συρτάρια της αριστερής μεριάς του γραφείου, πάλεψα, χωρίς επιτυχία βέβαια, να ξεκολλήσω ακόμη και το μεσαίο που είναι φρακαρισμένο εδώ και πολλά χρόνια, ύστερα στράφηκα στη δεξιά πλευρά, επιθεώρησα το πρώτο και το δεύτερο και βρέθηκα, άλλη μια φορά, να κοιτάζω το μισογεμάτο μπουκάλι με το ουίσκι.
Η ιστορία της ζωής μου.

Κοιτάζω το ρολόι στο χέρι μου: 10.50. Έχω δώσει στον εαυτό μου την υπόσχεση να μη βάζω αλκοόλ στο στόμα μου πριν από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι. Δεκάδες φορές έχω δώσει την ίδια υπόσχεση. Κάποια στιγμή θα πρέπει ν’ αρχίσω να την τηρώ κιόλας. Σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω το ρολόι στον απέναντι τοίχο: 2.25. Χαμογελάω. Ούτε και ξέρω πόσους μήνες τώρα είναι σταματημένο στην ίδια ώρα. Απλώνω το χέρι κι πιάνω αποφασιστικά τον λαιμό του μπουκαλιού.

Ντριιιν, ντριιιν. Το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο. Πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος μες στο κτίριο που το τηλέφωνό του βγάζει αυτόν τον ήχο. Ντριιιν, ντριιν. Απ’ όλα τα υπόλοιπα γραφεία ακούγονται χαρούμενοι ηλεκτρονικοί ήχοι, μουσικές και τραγούδια. Το δικό μου έχει τον πιο δυσοίωνο ήχο απ’ όλα. Ντριιιν, ντριιιν. Τίποτε καλό δεν μπορεί να προαναγγέλλει ένας τέτοιος χτύπος. Πρέπει κάποτε ν’ αγοράσω κι εγώ έναν ασύρματο και να τριγυρίζω μες στο κτίριο με το τηλέφωνο στο χέρι ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς και αστειάκια με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές του ορόφου μου. Ντριιν, ντριιν. Πρέπει κάποτε να γνωριστώ με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές του ορόφου μου – αυτό είναι μια υπόσχεση που πρέπει να εκπληρώσω, φέτος. Ντριιιν. Επιτέλους το έκλεισαν.

Το δεξί μου χέρι είναι ακόμη γύρω απ’ τον λαιμό του Ballantine’s. Με το αριστερό πιάνω το πακέτο από την τσέπη μου, το ανοίγω, τινάζω έξω ένα τσιγάρο, φέρνω το πακέτο στο στόμα μου, χώνω ανάμεσα στα χείλη μου το φίλτρο, κλείνω το πακέτο και το πετάω επάνω στο γραφείο. Δεν είναι εύκολο να τα κάνεις όλα αυτά με ένα μόνο χέρι, χρειάζεται πολλή εξάσκηση. Βρίσκω τον κίτρινο bic αναπτήρα μου επάνω στο γραφείο κι ανάβω το τσιγάρο. Ρουφάω βαθιά και το ακουμπάω στο τασάκι. Είναι άδειο αλλά βρόμικο από τις στάχτες δεκάδων τσιγάρων που έχω τινάξει εκεί μέσα. Συνηθίζω να το αδειάζω στο καλάθι που έχω πίσω από την καρέκλα μου αμέσως μόλις βεβαιωθώ πως το αποτσίγαρο έχει σβήσει για τα καλά, μα δεν πλένω ποτέ το τασάκι.

Ντριιιν, ντριιιν. Όλοι στο κτίριο ξέρουν ότι είναι το δικό μου τηλέφωνο που χτυπάει, μερικοί με έχουν δει κιόλας να διασχίζω τον διάδρομο μπροστά απ’ τις ανοιχτές πόρτες των γραφείων και των μαγαζιών τους. Ντριιιν, ντριιιν. Ο ράφτης στην πρώτη πόρτα σίγουρα. Η συμβολαιογράφος απέναντί μου πιθανότατα. Η πόρτα της είναι μονίμως ανοιχτή. Ντριιιν, ντριιιν. Απλώνω το αριστερό χέρι προς το ακουστικό κι αναγκάζομαι να πάρω το άλλο από το μπουκάλι για να πιάσω το τσιγάρο μου και να το φέρω στο στόμα. Ρουφάω. Ντριιιν, ντριιιν.
– Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Ιωνίας. Παρακαλώ;
 -Εεε, τον Αντώνη Κασσαβέτη θα ήθελα, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ.
– Έχετε πάρει λάθος αριθμό, κυρία μου. Εδώ είναι βιβλιοθήκη. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Νέας Ιωνίας. Θα θέλατε κάποιο αστυνομικό βιβλίο;
– Εεε, όχι. Με συγχωρείτε. Θα έκανα λάθος. Καλημέρα σας.

Ακουμπάω το ακουστικό του τηλεφώνου πλάι στο τασάκι και μένω να αφουγκράζομαι τον σιγανό ήχο που ακούγεται. Καπνίζω το τσιγάρο μου και μετράω τους ήχους. Θα ‘χουν περάσει πέντε λεπτά, όταν αποφασίζω πια να βάλω το ακουστικό στη θέση του. Ελπίζω η γυναίκα που τηλεφώνησε ψάχνοντας ιδιωτικό ντετέκτιβ να ‘χει πια απογοητευτεί και να δοκιμάζει στο επόμενο όνομα που θα βρει. Ξέρω ποιο όνομα είναι κάτω από το δικό μου στον τηλεφωνικό κατάλογο επαγγελματιών: «Γεράσιμος Κωνσταντόπουλος, ιδιωτικός ερευνητής, εχεμύθεια, αποτελεσματικότητα, προσιτές τιμές, όλες οι υποθέσεις», έτσι ακριβώς τα γράφει. Μου κάνει εντύπωση που βρίσκονται ακόμα ενδιαφερόμενοι που παίρνουν το δικό μου νούμερο: «Αντώνης Κασσαβέτης, ιδιωτικός ντετέκτιβ, όχι διαζύγια».

Το ρολόι στον τοίχο δείχνει ακόμα 2.25. Λες να πήγε κιόλας; Εξάλλου, ως γνωστόν, ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι δείχνει δυο φορές κάθε εικοσιτετράωρο τη σωστή ώρα. Σηκώνω άλλη μια φορά το μπουκάλι και πιάνω το πρόχειρα ξεβγαλμένο ποτήρι που εντοπίζω πάνω στο γραφείο μου. Ντριιιν, ντριιιν. Ξεβιδώνω το καπάκι και ρίχνω στο ποτήρι ουίσκι ως τη μέση περίπου. Ντριιιν, ντριιιν. Προσθέτω λίγο ακόμα και πίνω μια γεμάτη γουλιά. Ντριιιν, ντριιιν.
– Γραφείο ταξιδίων «Η Δ΄ Σταυροφορία». Παρακαλώ;
– Εεεε. Δεν μιλάω με το γραφείο του κυρίου Αντώνη Κασσαβέτη, του ιδιωτικού ντετέκτιβ;
– Λυπάμαι, πιθανότατα έχετε κάνει λάθος.
– Μα έχω πάρει το σωστό νούμερο, το βλέπω στην οθόνη της συσκευής μου…
– Λυπάμαι, κυρία μου, ξαναπροσπαθήστε.

Πίνω μια γουλιά ακόμα, ανάβω νέο τσιγάρο και σηκώνομαι με κόπο από τη θέση μου. Ένα δυνατό τρίξιμο αντηχεί στον άδειο χώρο, από την πολυθρόνα ή απ’ τα γόνατά μου, δεν ξέρω να πω. Πλησιάζω στο παράθυρο και το ανοίγω. Η μυρωδιά του κρέατος που τσιγαρίζεται αναπτερώνει το ηθικό μου: πλησιάζει μεσημέρι. Κλείνω ωστόσο το παράθυρο και πίνω μία ακόμη γεμάτη γουλιά από το ποτήρι μου. Ντριιιν, ντριιιν. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν βγάζω το τηλέφωνο από την πρίζα επειδή πάντα ελπίζω ότι εκείνη-που-δεν-είναι-πια-εδώ θα με πάρει κάποια μέρα τηλέφωνο. Ντριιιν, ντριιιν. Ψέματα. Δεν ελπίζω πια. Έχουν περάσει οχτώ μήνες από τότε που έφυγε και δεν ξέρω καν αν ζει ή πού ζει και με ποιον. Ντριιιν, ντριιιν. Το τηλέφωνο όμως δεν το καταργώ. Το γραφείο δεν το κλείνω. Το όνομά μου δεν το βγάζω από τον κατάλογο. Το περίστροφό μου δεν παύω να το κουβαλάω κάτω από τη μασχάλη μου. Ντριιιν, ντριιιν. Για να προστατευθώ ή για ν’ αυτοκτονήσω, δεν ξέρω να πω.
– Έργα τέχνης, Κορνίζες, Installations, ο «Μιχαήλ Άγγελος». Παρακαλώ;
– Τον ιδιωτικό ντετέκτιβ θα ήθελα!
– Λυπάμαι, σας έχουν δώσει λάθος αριθμό προφανώς. Εδώ είναι γκαλερί τέχνης.
– Δεν είναι δυνατόν! Παίρνω και ξαναπαίρνω και κάθε φορά μού βγαίνει άλλο κατάστημα. Με δουλεύετε;
– Δεν ξέρω τι να σας πω, κυρία μου. Ίσως να δοκιμάσετε καλύτερα να συνδεθείτε μέσω του τηλεφωνικού κέντρου του κτιρίου. Πιθανώς να μπερδεύονται οι εσωτερικές γραμμές. Πατήστε το 914 και θα σας απαντήσουν από το κέντρο. Αντίο σας!

Κατεβάζω το ακουστικό και κάνω να πιω την τελευταία γουλιά από το ποτήρι μου, μα την έχω ήδη πιει, όπως αντιλαμβάνομαι. Πλησιάζω στο παράθυρο ξανά, χωρίς ν’ αφήσω το άδειο ποτήρι από το χέρι μου, και κοιτάζω για πολλή ώρα τον τοίχο απέναντι: μπετόν χωρίς κανένα παράθυρο, τέσσερις όροφοι ψηλό· κάτω-κάτω ο τοίχος είναι γεμάτος γκράφιτι και μπροστά του παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ξεχωρίζω ένα που λέει «Ne travaillez jamais». Ούτε ξέρω τι σημαίνει. Μα ένα άλλο το καταλαβαίνω καλά, και με πονάει κάθε φορά που το αντικρίζω: «Φοστίν, με καυλώνεις». Γυρίζω απότομα στο γραφείο μου, αρπάζω το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα μου, φοράω το ταλαιπωρημένο μπουφάν μου και βγαίνω έξω αφήνοντας πίσω μου την πόρτα ξεκλείδωτη. Το πολύ πολύ να μου κλέψουν μισή μπουκάλα ουίσκι και μια παλιά συσκευή τηλεφώνου.
Το ρολόι στον τοίχο δείχνει ακόμα 2.25. Πολύ νωρίς για νουάρ.

 

Διαβάστε ακόμα, Μαρσέλ Προυστ: «Δυστυχία για μένα είναι να βρίσκομαι μακριά από τη μαμά»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top