«Ψωμί για ταινία έχει η κρίση που προκύπτει, η ανθρωπολογική, η κοινωνική και η πολιτισμική, η οποία έτσι κι αλλιώς θα προκύψει άγρια στο μέλλον».

Στο τηλέφωνο ήταν αυστηρός, μας έδωσε ραντεβού στο γραφείο της εταιρείας παραγωγής των ταινιών του, «χτυπήστε το κουδούνι και ανεβείτε στον δεύτερο όροφο, στις 12:30 να είστε εδώ να τελειώνουμε». Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτός ο τύπος δεν αστειεύεται.

Λεωφόρου Αλεξάνδρας επιτρεπούσης φτάσαμε στα Εξάρχεια στις 12:45, και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπως έλεγε η ταμπέλα στην πρόσοψη της πολυκατοικίας. «Καλά ρε, στον δεύτερο δεν σας είπα;» Κάπως έτσι γνωρίσαμε τον Γιάννη Οικονομίδη, τον πιο «σκληρό καριόλη» του ελληνικού σινεμά, ο οποίος αφού μας προσέφερε νερό και καφέ, μας χάρισε μια πλούσια συζήτηση για τις δυσκολίες που βιώνουν οι έλληνες κινηματογραφιστές και οδηγούν στο «cinemadrain» της, για την νέα γενιά, για την κοινωνία, για όσα τον εμπνέουν.

– Σας αρέσει που η νέα γενιά σάς έχει κάνει μέρος της κουλτούρας της;

Με χαροποιεί που διάφορες γενιές βρίσκουν ενδιαφέρουσες αναφορές σε σχέση με την δουλειά μου, επειδή αυτό τον σκοπό εκπληρώνει η τέχνη, να επικοινωνεί, να εκφράζει κόσμο, αγωνίες, ανησυχίες, την εποχή, την ταυτότητα…

– Είστε ένας urban σκηνοθέτης, μάλλον…

Μιλάμε για πράγματα που τα πιάνουμε για πρώτη φορά στην ελληνική δραματουργία.

– Μου έκανε εντύπωση πώς εμπνέεστε με άνεση από την κακή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, την σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας και τον μικροαστισμό της. Υπάρχει κριτική εκεί;

Κριτική υπάρχει πάντα, σε κάθε δουλειά, δεν μπορείς να κάνεις κάτι χωρίς να πάρεις μια θέση. Από την άλλη, αυτό που μου περιέγραψες έχει πολύ ζουμί, αν δεν εμπνευστείς από αυτά, από τι θα εμπνευστείς; Είναι μια πραγματικότητα που καίει, πάλλεται, έχει θέματα.

«Δεν την ήθελαν την Μπαλάντα οι μεγάλοι κινηματογράφοι, γενικά πάντα έχω πρόβλημα με τους μεγάλους… φορείς».

– Παλαιότερα, έχετε αναφέρει ότι πολλά στις ταινίες σας έχουν προκύψει από μια οργή που νιώθετε, προς την ελληνική πραγματικότητα. Στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» υπάρχει ένας λυρισμός, την έχετε προσεγγίσει με πολύ περισσότερο χιούμορ. Θα λέγατε ότι έχει ατονήσει αυτή η οργή;

Δεν ξέρω, δεν νομίζω, είναι απλώς μια άλλη φόρμα, η φόρμα του μαύρου χιούμορ. Ακόμα υπάρχει η πίκρα για την εικόνα και το πρόσωπο μας, το υπόστρωμα της αγανάκτησης και της οργής πάντα υπάρχει.

«Θα πέσει πείνα… Πιστεύω ότι θα γίνουν πολύ χειρότερα τα πράγματα».

– Με αφορμή το εκ νέου κλείσιμο των κινηματογράφων, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως η προβολή της ταινίας σας συνέπεσε με τις πρώτες μέρες της καραντίνας ήθελα να σας ρωτήσω πώς το βιώνετε εσείς όλο αυτό;

Κάποια στιγμή θα τελειώσει. Το θέμα είναι ότι αυτό που βιώνουν οι άνθρωποι του σινεμά είναι το ίδιο με αυτό που βιώνουν και οι άνθρωποι του θεάτρου, της μουσικής, οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες, η μεσαία τάξη, οι νέοι άνθρωποι, ακόμα και τα παιδιά. Όλος ο κόσμος, δηλαδή, έχει πρόβλημα, με αυτό το ζήτημα. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, έχει καταστραφεί κόσμος. Θα πέσει πείνα… Πιστεύω ότι θα γίνουν πολύ χειρότερα τα πράγματα.

– Θα μπαίνατε στην διαδικασία να γυρίσετε μια ταινία γύρω από την επιδημία;

Όχι, όχι. Γυρίζω -από την πρώτη μου ταινία- για μια άλλη επιδημία, τη «βλακεία» του νεοέλληνα. Κι αυτή μια επιδημία είναι.

Ο Γιάννης Οικονομίδης με τον συνεργάτη του Andro, Γιάννη Σκορδά.

– Θα είχε ψωμί πάντως…

Είναι χιλιοφορεμένο στις θεματικές του σινεμά το ζήτημα της όποιας επιδημίας. Ψωμί έχει η κρίση που προκύπτει, η ανθρωπολογική, η κοινωνική και η πολιτισμική, η οποία έτσι κι αλλιώς θα προκύψει άγρια στο μέλλον. Η επικαιρότητα θα περάσει, το θέμα είναι τι θα μείνει. Πάντως, μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς, να μην είχαμε κι αυτή την μαλακία πάνω από τα κεφάλια μας. Δεν μας φτάνουν όλα τ’ άλλα…

«Θα με ενδιέφερε να κάνω σίριαλ για την τηλεόραση, αλλά με τους όρους μου, που μάλλον δεν είναι οι όροι με τους οποίους γυρίζονται τα ελληνικά σίριαλ».

– Το πρότζεκτ που κάνατε για την «Μπαλάντα» προτιμήσατε να το διοχετεύσετε σε πιο ανεξάρτητα σινεμά. Δεν παίχτηκε από κάποιο μεγάλο κινηματογραφικό φορέα σε μεγάλη κλίμακα.

Δεν την ήθελαν την ταινία, γενικά πάντα έχω πρόβλημα με τους μεγάλους… φορείς. Ας είναι καλά ένας κόσμος που μας ακολουθεί, βλέπει τις ταινίες μου και τις στηρίζει.

– Η ταινία σας προωθήθηκε περισσότερο διαδικτυακά, μέσω σόσιαλ μίντια, δεν την είδαμε να προωθείται μέσω της τηλεόρασης για παράδειγμα, γιατί συνέβη αυτό;

Το ίντερνετ πλέον είναι ο τρόπος μας, η οδός μας να κοινοποιήσουμε ότι είμαστε εδώ. Από εκεί και πέρα είναι μόνο η τηλεόραση, το ελληνικό μέινστριμ κινείται γύρω από την τηλεόραση, το αν έχεις τηλεοπτικούς ηθοποιούς ή αν έχεις πρόσβαση στην τηλεόραση. Αυτό το κοινό, το οποίο γαλουχείται από την τηλεόραση, είναι που κάνει τα απίστευτα εισιτήρια σε κάποιες ταινίες, από εκεί και πέρα είναι όλοι οι υπόλοιποι…

– Θα σας ενδιέφερε να κάνετε μια σειρά για την την τηλεόραση, για παράδειγμα, στην ΕΡΤ…

Θα με ενδιέφερε… αλλά με τους όρους μου, που μάλλον δεν είναι οι όροι με τους οποίους γυρίζονται τα ελληνικά σίριαλ.

– Εσείς γιατί χρησιμοποιείτε ερασιτέχνες ηθοποιούς στις ταινίες σας;

Αρχικά, οι ερασιτέχνες με τους οποίους δουλεύω εγώ είναι φίλοι μου και πολλές φορές είναι διαλεγμένοι από το σενάριο. Τους ξέρω καλά, ξέρω την προσωπικότητα τους, το τι μπορούν να κάνουν. Από εκεί και πέρα είναι θέμα αποδοχής, αν θα δεχτούν την πρόκληση και αν θα κάτσουν να δουλέψουν. Αν αυτό προκύψει, είναι πολύ μαγικό το αποτέλεσμα.

«Στις ταινίες μου οι ”τελευταίοι”, τα κουμάσια επικρατούν. Μήπως τελικά δεν κάνουν αυτοί κουμάντο στις σύγχρονες κοινωνίες της δύσης;»

– Όπως για παράδειγμα, ο αρχιμαφιόζος της ταινίας, που είναι θείος της γυναίκας σας… Δεν ήταν ηθοποιός, αν δεν κάνω λάθος.

Όχι, μπάρμαν ήταν στο Λος Άντζελες! Τον έφερε η παραγωγή εδώ για να συμμετάσχει στην ταινία… Δούλεψε ο άνθρωπος, ήρθε στην Ελλάδα, έκατσε 6 μήνες, έκανε πρόβες. Είναι από μόνος του μουτσούνα, κάρακτερ… Τελικά, ποιος είναι ηθοποιός και ποιος δεν είναι, όλα είναι στο πανί, αν οι ερασιτέχνες και οι επαγγελματίες πιάσουν μια ίδια απόδοση, τότε όλοι είναι ηθοποιοί.

– Νομίζω, και οι γυναίκες που υποδύθηκαν τις μανάδες ήταν ερασιτέχνες. Είδαμε, πως έχετε ρίξει αρκετό βάρος στον ρόλο της μάνας, τις είδαμε να κινούν τα νήματα, εδώ υπάρχει σχόλιο;

Το σχόλιο είναι προφανές. Η επιλογή σεναριακά έχει γίνει για να γίνεται λίγο γουέστερν, είναι αυτό που προσδίδει το κωμικό στοιχείο, είναι το σουρεάλ που όμως γίνεται πραγματικότητα και είναι αυτό που εντέλει δίνει τον τόνο μαύρου χιούμορ στην ταινία.

«Οι ερασιτέχνες με τους οποίους δουλεύω εγώ είναι φίλοι μου και πολλές φορές είναι διαλεγμένοι από το σενάριο».

– Παρόλα αυτά οι μανάδες είναι σκληρές, δεν έχουν τρυφερή πλευρά, μιλάνε άσχημα, νομίζω είναι πρωτόγνωρη αυτή η απεικόνιση της ελληνίδας μάνας στο σινεμά…

Γιατί η μάνα δεν είναι άνθρωπος; Άρα, έχει πολλές εκφάνσεις ένας άνθρωπος…

– Ήταν τρομερά αστεία η σκηνή της εξομολόγησης του Σάκη, όταν ένας από τους μπράβους διαβάζει το μήνυμα της ανήλικης κοπέλας του και λέει μεταξύ άλλων την φράση “μου γαληνεύει την ψυχή”…

Αυτή νομίζω ότι είναι η ωραιότερη ερωτική εξομολόγηση στο ελληνικό σινεμά!

«Έχω κάνει τις αναφορές μου ανάμεσα στα χρόνια, από Καζαντζίδη, μέχρι Τρύπες, Αγγελάκα, τον Τσιώλη, τους Nightstalker…»

– Στο τέλος, επικρατούν οι χειρότεροι, οι πιο «βλάκες» κακοί…

Είναι ο πάτος, τα κουμάσια, οι τελευταίοι, όμως μήπως τελικά δεν κάνουν αυτοί κουμάντο στις σύγχρονες κοινωνίες της δύσης;

– Η ταινία είχε γενικότερα μια γουέστερν διάθεση, είναι όλη γυρισμένη στην επαρχία, και για παράδειγμα, ο Σταύρος Τσιώλης είχε επίσης μεγάλη αγάπη στην ελληνική επαρχία.

Πολύ, ο Σταύρος την αγαπούσε πολύ.

– Νιώθετε καλλιτεχνική συγγένεια με άλλους Έλληνες; Για μένα έχει νόημα αυτή η ερώτηση γιατί το δικό σας στυλ είναι ξεχωριστό…

Έχω κάνει τις αναφορές μου ανάμεσα στα χρόνια, από Καζαντζίδη, μέχρι Τρύπες, Αγγελάκα, τον Τσιώλη που είπες, τους Nightstalker, όλα αυτά…

– Λάνθιμος, Κεκάτος, διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ, κάνουν καλό αυτές οι επιτυχίες στους υπόλοιπους;

Τι σημαίνει κάτι καλό;

«Η περίπτωση του Λάνθιμου είναι μια αξιόλογη περίπτωση, έφυγε ο άνθρωπος και είδε προκοπή. Θα μπορούσε να τον έχει η Ελλάδα».

– Περιστρέφει την κουβέντα γύρω από το αν η Ελλάδα παράγει καλό σινεμά.

Υπάρχει μια επιτυχία στα φεστιβάλ, κάποιοι άνθρωποι φεύγουν έξω, ο χρόνος θα τα κρίνει όλα αυτά, ο χρόνος και ο κόσμος. Ο καθένας παλεύει όπως μπορεί, άλλος παλεύει για τα βραβεία, άλλος για τα φράγκα, άλλος για την δόξα, άλλος για την έκφραση, άλλος για την κοινωνία. Το θέμα είναι αν ανεβαίνει καθόλου το πράγμα. Υπάρχουν περισσότερα χρήματα στον κινηματογράφο, περισσότερος σεβασμός προς τους κινηματογραφιστές, αγάπη του κόσμου στην ελληνική ταινία; Εγώ θα έλεγα πως όχι, και γι αυτό πολλοί παίρνουν τον ομματιών τους και φεύγουν. Δεν μπορώ να σου πω αν κάνουν καλά ή όχι. Αλλά, η περίπτωση του Λάνθιμου είναι μια αξιόλογη περίπτωση, έφυγε ο άνθρωπος και είδε προκοπή. Θα μπορούσε να τον έχει η Ελλάδα.

«Η Mπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς έχει 150 layers, δε σημαίνει ότι κάποιος θα τα πιάσει όλα».

– Η επιτυχία φέρνει και διαφήμιση; Φέρνει περισσότερους παραγωγούς;

Το θέμα είναι πώς θα κάνεις μια ελληνική ταινία με ένα σοβαρό μπάτζετ, εύκολα και άνετα, εδώ. Ποιον ενδιαφέρει αυτό; Να μιλάει ελληνικά, να είναι με έλληνες ηθοποιούς και να χρηματοδοτηθεί και εδώ και απ’ έξω, και να γίνει εδώ. Αυτό δεν είναι εύκολο. Δεν πουλάει. Όλο αυτό απαιτεί κόπο για να στηθεί. Δεν έχει ανοίξει ένας δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό αρκετά ταλέντα φεύγουν στο εξωτερικό και κάνουν ταινίες αγγλόφωνες, γερμανόφωνες, και βρίσκουν τρόπο να μπουν σε άλλες μυθολογίες, σε άλλες ιστορίες, να αφηγηθούν με άλλες εικόνες το όραμα τους.

– Δίνετε μεγάλη έμφαση στην μουσική στις τελευταίες ταινίες σας, τις ντύνετε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Απ’ ότι είδα, για αυτή την ταινία συνεργαστήκατε με έναν πολύ καταξιωμένο Γάλλο συνθέτη, τον Ζαν-Μισέλ Μπερνάρ, πώς ήρθατε σε επαφή μαζί του;

Ήταν δική μου επιλογή αυτό για την μουσική. Η ταινία είναι συμπαραγωγή, με την Γαλλία και την Γερμανία, και συνήθως κάτι δίνεις και κάτι σου δίνουν. Αν δεν διάλεγα ξένο μουσικό, θα έπρεπε να επιλέξω κάποιον ηθοποιό ξένο, ή κάποιον βασικό συντελεστή απ’ το συνεργείο ξένο. Οπότε η μουσική ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να μου αλλοιώσει την ταινία. Με τον Ζαν-Μισέλ γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε, του άρεσε το σενάριο, και η ταινία μετά. Νομίζω ότι έκανε φοβερή δουλειά, την ανέβασε την ταινία. Το γούσταρα όμως και βρήκε την θέση του ο ξένος και ήταν και φοβερός μουσικός ο άνθρωπος.

Πολλές ατάκες από τις ταινίες σας έχουν γίνει viral. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό; Δεν μπορεί να είναι τυχαίο.

(με στοχαστικό ύφος) Τι είναι αυτό που κάνει τις ατάκες μου βάιραλ; Τυχαίο δεν είναι σίγουρα. Όλα αυτά τα κομμάτια έχουν χάρη, γοητεία, αλήθεια, έχουν μια διαπεραστικότητα στο να σε χτυπήσουν κατευθείαν στο γούστο, στην καρδιά σου, στο μυαλό σου. Τίποτα δεν είναι προμελετημένο, απλώς εκφράζει κόσμο, περνάει κάτι.

– Είναι και θέμα γλώσσας πέρα από την ένταση; Αυτή η επαναληπτικότητα…

Πιθανώς.

– Το εύρος των θεατών των ταινιών σας είναι μεγάλο, παρόλο που λέτε μπόλικα πράγματα και οι ταινίες σας είναι πολύ γεμάτες. Δεν χρειάζεται να έχεις δει πολύ σινεμά για να παρακολουθήσεις μια ταινία του Οικονομίδη ή αν έχεις δει πολύ σινεμά παρατηρείς άλλα πράγματα.

Όλα έχουν μια αυθεντικότητα, η αλήθεια αφορά όλο τον κόσμο, είτε είναι νέα γενιά είτε είναι μεγάλοι άνθρωποι, ηλικιωμένοι, είτε είναι λαϊκοί, είτε είναι σπουδασμένοι, λόγιοι, του δρόμου, άνθρωποι του μόχθου, πλούσιοι, φτωχοί. Κάπως, ο καθένας βρίσκει πράγματα στις ταινίες μου επειδή μιλάνε για την Ελλάδα του σήμερα με μία ειλικρίνεια, με μια μπέσα, μια υπευθυνότητα και αυτό το πράγμα περνάει κάτι.

»Ο καθένας αναγνωρίζει στοιχεία από τις ταινίες μου που είναι δικά του και ο καθένας παίρνει το layer που του ταιριάζει, κατάλαβες; Η Μπαλάντα έχει 150 layers, δε σημαίνει ότι κάποιος θα τα πιάσει όλα, άλλα θα πιάσει ο ένας και άλλα ο άλλος. Αυτό ισχύει σε όλες τις ταινίες μου, υπάρχει μία ένταση αλήθειας και αυθεντικότητας που δε σ’ αφήνει αδιάφορο, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τις ταινίες μου και δε γουστάρουν καθόλου, δεν τους αφορά αυτό το πράγμα, δεν το δέχονται, σου λέει δεν είναι έτσι τα πράγματα.

Σκηνή από την παράσταση «Στέλλα Κοιμήσου».

– Η παράσταση που σκηνοθετήσατε, «Στέλλα Κοιμήσου», έχει σαρώσει, όποτε και να ανέβει δεν βρίσκεις εύκολα εισιτήριο. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μια επιτυχημένη προσπάθεια. Νιώθετε μία διαφορετική διαλεκτική ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά;

Το θέατρο είναι άλλο πράγμα, είναι πιο ζωντανό. Πάντως ο κόσμος την αγκάλιασε την Στέλλα. Ήξερα ότι κάναμε κάτι ξεχωριστό, αλλά ότι θα είχε τέτοιο γκελ δεν το περίμενα.

«Το ελληνικό σινεμά δεν έχει καταφέρει να διεισδύσει στην ελληνική κοινωνία. Βασικά η κοινωνία το έχει χεσμένο».

– Πώς σας αντιμετώπισε το Εθνικό Θέατρο; Αναφέρομαι στην σκληρότητα του λόγου…

Μια χαρά, κανένα πρόβλημα. Για την σκληράδα του λόγου; Τίποτα, ζάχαρη, βελούδο.

– Πριν που λέγαμε για καλλιτεχνικούς πατέρες και από που εμπνέεστε, είπατε κάποια ονόματα… Ωστόσο δεν αναφερθήκατε σε κάποιον από το εξωτερικό, πιστεύω για παράδειγμα ότι ο Κεν Λόουτς σας ταιριάζει στον τρόπο που αποτυπώνει τα πράγματα, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες.

Κοίτα, μέσα στα χρόνια υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες οι οποίοι το απογείωσαν μέσα μου, ούτως ώστε να με ωθήσουν να κάνω την πρώτη μου ταινία, το Σπιρτόκουτο, που ήταν καθαρά μία δική μου σύλληψη, αλλά από πίσω υπήρχε ένα λιώσιμο του τρόπου με τον οποίο κάποιοι άνθρωποι προσέγγισαν το σινεμά. Όντως, ο Κεν Λόουτς, τo free cinema, o Μαλ στη Γαλλία, ο Λάρρυ Κλαρκ στην Αμερική, ο Κασσαβέτης, ο Άλτμαν, ο Καζάν, ο Γκασπάρ Νοέ, ο τρόπος που γυρίζανε οι αδερφοί Κοέν… κάπως έτσι διαμορφώθηκε μέσα μου. Οι συγκεκριμένοι γράφουν με έμφαση στον ηθοποιό, στην πρόζα, στον ακραίο ρεαλισμό. Πολλές φορές αυτοί οι σκηνοθέτες και πάρα πολλοί άλλοι με επηρέασαν, όλο αυτό έγινε ένα συνονθύλευμα και η ουσία είναι πως βρίσκεις το δικό σου τρόπο, χωρίς να αντιγράψεις και ταυτόχρονα να μην μπορεί και κανένας άλλος να αντιγράψει εσένα. Αυτό είναι ένα θέμα.

– Παρακολουθείτε νεότερους έλληνες σκηνοθέτες;

Ναι σε μεγάλο βαθμό παρακολουθώ τις μεγάλου μήκους ταινίες.

– Φαντάζομαι και ξένους σκηνοθέτες…

Ναι, όχι με τόσο φανατισμό όσο παλιότερα, κυρίως λόγω χρόνου. Εσείς βλέπετε νέους Έλληνες σκηνοθέτες;

– Όχι ιδιαίτερα.

Υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ, το ότι το ελληνικό σινεμά δεν έχει καταφέρει να διεισδύσει στην ελληνική κοινωνία, ενώ γίνονται πράγματα, πάνε ταινίες έξω, παίρνουν βραβεία, η σχέση με το κοινό είναι προβληματική.

– Για μένα είναι καλό που τώρα το φεστιβάλ της Δράμας θα προβληθεί διαδικτυακά, διότι γενικά αυτή η κοινότητα είναι πιο κλειστή, έχει μια ταυτότητα που δεν ταιριάζει στον περισσότερο κόσμο και αναρωτιέμαι αν προτιμούν να αποπνέουν μια υπεροψία και να μην επιτρέπουν την είσοδο του πολύ κόσμου.

Κοίταξε, φταίνε και οι ενδιάμεσοι, αυτοί που φτιάχνουν τη σχέση, οι παραγωγοί, οι διαφημιστές… Πολλές φορές είναι και αμηχανία απέναντι στο κοινό, το κοινό το εκπαιδεύεις.

– Νομίζω ότι το ελληνικό κοινό είναι και λίγο προκατειλημμένο απέναντι στο ελληνικό σινεμά…

Ναι είναι, ενώ το θέατρο το έχει σε εκτίμηση, το ελληνικό θέατρο το έχει πολύ ψηλά και πάει ο κόσμος και πληρώνει, βλέπει, ακολουθεί, το ελληνικό σινεμά βασικά το έχει χεσμένο, το έχει σε μεγάλη απαξία, σε μεγάλο φτύσιμο, δεκαετίες τώρα. Δε σου λέω για τα προϊόντα που είναι προέκταση της τηλεόρασης που κάνουν χιλιάδες εισιτήρια, που πάει ένα άλλο κοινό να δει τους τηλεοπτικούς.

– Η σχέση σας με τον ράπερ ΛΕΞ;

Αμοιβαία εκτίμηση, σινεφιλία και αγάπη. Ελπίζω να κάνουμε κάτι μαζί στο μέλλον.

– Θα βλέπατε στην επόμενη ταινία σας κάποιον νεότερο πρωταγωνιστή; Κατά κύριο λόγο, οι ήρωες σας κινούνται λίγο μετά τα 40, θα κάνατε κάποια ταινία με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο γύρω στα 20;

Ναι θα το έκανα, αν βρισκόταν η κατάλληλη ιστορία. Όλα είναι θέμα ιστοριών.

 

//Ευχαριστώ πολύ για την συμμετοχή και την συμβολή τους στην συνέντευξη τον Γιώργο Λιαδή και την Μελίνα Αλιμπέρτη για τις φωτογραφίες.

 

 

Διαβάστε ακόμα – Βασίλης Κεκάτος: «Είμαστε στα 28 μας και στην Ελλάδα θεωρείται νορμάλ να μη βγάζουμε χρήματα».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top