Σπανίως πέφτω έξω σχετικά με το πώς εικάζω ότι είναι ένας άνθρωπος του θεάματος και το πώς εμφανίζεται όταν τον γνωρίζω σε μία συνέντευξη. Έτσι και αυτή τη φορά: ό,τι φανταζόμουν για τον Γιάννη Φέρτη, βγήκε αληθινό. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλοι γύρω, τριγύρω, είχαν μόνο έναν γλυκό λόγο για εκείνον. Είναι ένας αληθινός τζέντλεμαν, ένας αυθεντικά ευγενικός άνθρωπος, σεμνός και ταπεινός επί της ουσίας – ενώ δεν του φαίνεται και παρότι η αύρα και ο αέρας του δεν προδίδουν κάτι τέτοιο, ο Γιάννης Φέρτης αποποιείται με κάθε τρόπο το οτιδήποτε αφορά την έννοια του σταρ.
Ας τον ακούσουμε, με τα δικά του λόγια:
«Εξ απαλών ονύχων»… Μελίνα Μερκούρη.
Ήμουν στα 21 μου όταν κάναμε «Το γλυκό πουλί της νιότης» με τη Μελίνα Μερκούρη – ήταν μόλις η δεύτερη χρονιά που έπαιζα στο Θέατρο Τέχνης. Είχα λοιπόν το άγχος του πρωτάρη βέβαια, αλλά τελικά είχαμε πάει πάρα πολύ καλά. Να κάνω εδώ μια σύντομη παρένθεση για να σας πω, πως για τον ρόλο η Μελίνα με έβαλε να βάψω τα μαλλιά μου ξανθά και όταν γύρισα στο σπίτι και με είδε η μητέρα μου, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά!
Ξαναπαίξαμε αυτό το έργο μετά από είκοσι χρόνια, σε σκηνοθεσία του Ντασέν, μετά από επιθυμία της Μελίνας – τότε ήμασταν πιο σωστοί στις ηλικίες που έπρεπε να έχουμε στο έργο. Και πάλι όμως είχα αγωνία για το αν θα τα πάω καλά. Πάντα δηλαδή αγωνιούσα, ακόμη και μεγάλος. Υπάρχουν ηθοποιοί που δεν έχουν τρακ και αισθάνονται σιγουριά. Εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς – χαλαρώνω μόνο μετά από κάποια ώρα. Πάντως, τα πρώτα χρόνια μου ως ηθοποιού, διάβαζα αρκετά, αλλά ζούσα και τη ζωή μου, δεν ήμουν ταγμένος μόνο στη δουλειά μου. Παρασυρόμουν εύκολα, πολλές φορές παίζαμε χαρτιά μέχρι το πρωί και μάλιστα είχε τύχει μετά από ξενύχτι να πάω κατευθείαν για πρόβα… μεγάλη ντροπή… Ίσως την αλλοτινή μου αγωνία να μην την απέβαλα ποτέ.
Ήθελα από μικρός να παίξω στο θέατρο μετά μανίας.
Η καταγωγή μου είναι από ένα ορεινό χωριό και οι γονείς μου ήταν απλοί, λαϊκοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήρθε 12 χρονών στην Αθήνα, με τα τέσσερα αδέλφια του και δουλεύανε στην Κεντρική Αγορά, στα χασάπικα. Το βράδυ κοιμόντουσαν πάνω στα ψυγεία και σιγά σιγά έκαναν δικό τους μαγαζί, «Τα πέντε αδέλφια». Εκεί δούλεψα κι εγώ έναν χειμώνα. Η μητέρα μου με αγαπούσε πάρα πολύ αλλά την παίδευα, γιατί ενώ στο Δημοτικό ήμουν καλός μαθητής, στο Γυμνάσιο… κάτι μου έφταιγε. Οι γονείς μου, που είχαν βγάλει μόνο το δημοτικό, φυσικά και θα ήθελαν να σπουδάσω όπως ο αδελφός μου που μπήκε στην Ιατρική Σχολή.
Ήμουν 14 και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, που με περνάει 4 χρόνια και έβλεπε θέατρο, με πήρε μαζί του σε μια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο Rex. Ήταν μια γαλλική κωμωδία, με πρωταγωνιστές τη Συνοδινού και τον Ηλιόπουλο. Εντυπωσιάστηκα τρομερά και από κει και πέρα άρχισα να πηγαίνω συνεχώς στο θέατρο μόνος μου. Το βράδυ, γυρνώντας σπίτι, έπεφτα να κοιμηθώ κι έκανε τρεις ώρες να με πάρει ο ύπνος – σκεφτόμουν συνέχεια όσα είχα δει. Με τον «Άμλετ», δε, είχα μεγάλο πάθος. Το πατρικό μου σπίτι ήταν στους πρόποδες του Λυκαβηττού κι ανέβαινα πάνω στον λόφο, μες στα δέντρα, το μεσημέρι που δεν είχε πολύ κόσμο, και έκανα απαγγελίες! Τη χρονιά που δούλευα στο χασάπικο του πατέρα μου, στην Κεντρική Αγορά και πήγαινα κάθε πρωί, φορούσα την άσπρη ποδιά για τη δουλειά αλλά ακόμα κι εκεί, μέσα μου, λειτουργούσα σαν να ήμουν στο θέατρο. Άνοιγα το ψυγείο με τα κρέατα, τα ακουμπούσα πάνω μου, λέρωνα με το αίμα την ποδιά και φανταζόμουν ότι είμαι σε παράσταση. Τελικά, πέρασα εύκολα, μπορώ να πω, με έναν μονόλογο του «Άμλετ» στο Θέατρο Τέχνης.
Η μορφή Κάρολος Κουν.
Ο Κουν ήταν ένας γλυκός άνθρωπος που δούλευε πολύ και είχε μανία με τη σχολή και το θέατρο. Ήταν πάρα πολύ καλός ως δάσκαλος και βέβαια ως σκηνοθέτης. Είχε και κάτι μαγικό: σε παραστάσεις που μπορεί να μην ήταν όλοι οι ηθοποιοί και τόσο καλοί, κάτι έκανε εκείνος και ακόμη κι όσοι κάπως υστερούσαν, ήταν σαν να τους τύλιγε με έναν μανδύα και το αποτέλεσμα έβγαινε υπέροχο.
Πάντα πρωταγωνιστής – ταλέντο ή και γοητεία;
Όλα έχουν τη σημασία τους. Ο σκηνοθέτης πάντα καταλαβαίνει ποιος ηθοποιός ταιριάζει σε κάθε ρόλο. Υπάρχουν ηθοποιοί που ενώ ήταν πολύ καλοί, έπαιζαν σε δεύτερους ρόλους κι είχαν ένα μόνιμο παράπονο για αυτό όπως ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Τον θυμάμαι να παίζει στους «Όρνιθες» έναν ρόλο που απαιτούσε μάλιστα και να τραγουδά και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Προσωπικά, τον θεωρούσα πάρα πολύ καλό και πιστεύω πως έχει αδικηθεί.
Νοσταλγία για το παρελθόν ή όχι;
Έχω ζήσει όλες τις φάσεις του θεάτρου. Δεν θα έλεγα ότι τότε ήταν όλα καλύτερα. Και τώρα έχω παίξει με κάποιους νέους ηθοποιούς, οι οποίοι είναι πολύ καλοί και με σύγχρονα μέσα που διευκολύνουν τον ήχο και τα σκηνικά αποτελέσματα. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω για τότε είναι πως όταν παίζαμε, πάντα πληρωνόμαστε, ενώ τώρα ακούω και κάποιες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ηθοποιοί μένουν απλήρωτοι. Επίσης τώρα είναι πάρα πολλά τα θέατρα, πολλές οι σχολές και συνεπώς πάρα πολλοί οι ηθοποιοί. Αλλά το καταλαβαίνω… τι να κάνει κι ένα παιδί που αγαπά την υποκριτική; Θα τελειώσει μια σχολή και μετά θα θέλει να παίξει – φυσιολογικό το βρίσκω.
Αυτοκριτική.
Πρέπει να μπορείς να βλέπεις τον εαυτό σου από απόσταση και να καταφέρνεις να τον κρίνεις όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Μπορεί να παίξεις σε ένα έργο πολύ δύσκολο ή να κάνεις κάποιο λάθος που θα το συνειδητοποιήσεις μετά – οφείλεις να το παραδεχτείς. Εξάλλου, για να ξεκαθαρίσουμε κάτι, εγώ δεν αισθάνομαι για τον εαυτό μου ότι σε κάποιο έργο ήμουν ιδιαίτερα καλός. Ήμουν καλός μέχρι ένα σημείο, όχι ο σπουδαίος ηθοποιός. Έχω πάρει και βραβεία, αλλά τα έχω στην αποθήκη… δεν τα έχω ξαναδεί.
Σεμνότητα ή μια μεγάλη ευκολία και άνεση…
Δεν έχω καμιά ευκολία, ίσως είχα τα πρώτα χρόνια που έπαιζα, όταν ήμουν νεότερος. Όσο πέρναγε ο καιρός και έψαχνα τα πράγματα περισσότερο, δυσκολευόμουν και πιο πολύ. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, παιδεύομαι πολύ με το κείμενο, για να το μάθω ακριβώς έτσι όπως πρέπει.
Καμία σχέση με σταρ.
Σταρ δεν υπήρξα ποτέ. Σταρ εκείνη την εποχή υπήρξαν η Βουγιουκλάκη, ο Μπάρκουλης, ο Κούρκουλος… όχι εγώ. Μάλιστα, όταν βλέπω ένα νέο παιδί να παίζει και μου αρέσει, πηγαίνω κατευθείαν και του λέω: «Είσαι πάρα πολύ καλός αλλά πρόσεχε μην ψωνιστείς». Αυτό μόνο μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο ταλέντο. Από ενδιαφέρον το κάνω. Τα αγαπάω τα νέα παιδιά, γιατί κι εγώ έτσι νέος ξεκίνησα και τα νιώθω.
Καλό έργο – καλός σκηνοθέτης ή καλοί συνάδελφοι.
Εννοείται και τα τρία. Εγώ πάντως έχω ανάγκη έναν καλό σκηνοθέτη, που θα σου πει κάποιες λεπτομέρειες που θα σε βοηθήσουν, που θα σου δώσουν άλλη οπτική όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Νίκιτα Μιλιβόγεβιτς πέρυσι τον χειμώνα. Να είναι δηλαδή ένας άνθρωπος που αγαπάει τους ηθοποιούς και τους φροντίζει. Ο ίδιος δεν θα σκηνοθετούσα ποτέ, δεν θέλω αυτή την ευθύνη που τη θεωρώ πολύ σοβαρή. Επίσης δεν έχω διδάξει ποτέ σε σχολή, αν και μου το έχουν ζητήσει επανειλημμένως. Αισθάνομαι ότι κάποιος μαθητής μπορεί να είναι πιο καλλιεργημένος από μένα και να με ρωτήσει κάτι που ενδέχεται να μην το ξέρω. Θα ήθελα λοιπόν να μπορώ να ανταποκριθώ πάντα και να βοηθήσω, όχι να πάω να «παίζω» τον καθηγητή και την αυθεντία. Εγώ ηθοποιός ήθελα να γίνω και ηθοποιός έγινα.
Η περίπτωση Γιούρι Λιουμπίμοφ.
Δεν τον γνώριζα προσωπικά. Ο Μάριος Πλωρίτης είχε δει παραστάσεις του και τον πήρε τηλέφωνο για να του προτείνει να σκηνοθετήσει τον «Γλάρο». Ήταν 78 χρονών τότε. Σε μια πρόβα λοιπόν, μου είπε ότι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να ανάψω ένα τσιγάρο. Του απάντησα ότι το έχω κόψει. Και μου λέει: «Και καλά κάνεις. Εδώ όμως παίζουμε θέατρο. Θα καπνίσεις». Μετά, όταν είδε πώς ήμουν ανάβοντας δυο τσιγάρα, έρχεται και μου λέει, «Τελικά δεν θα καπνίσεις σε εκείνη τη σκηνή. Σβήστο». Μπορούσε και να σε ψυχολογήσει και να σε προστατέψει με τον τρόπο του.
Θυμάμαι και έναν συνάδελφο που είχε βασικό ρόλο στο έργο, είχε ταλέντο αλλά έπαιζε υπερβολικά. Του έλεγε, λοιπόν, «σε παρακαλώ, μην παραπαίζεις, δεν είναι ωραίο». Το έβλεπα κι εγώ ότι ο σκηνοθέτης είχε δίκιο και του το είπα κάποια στιγμή σε ένα διάλειμμα της πρόβας. Αυτός όμως μου απάντησε: «Σιγά που θα μου πει εμένα ο Λιουμπίμοφ πώς πρέπει να παίζω τον Τσέχοφ». Έτσι δεν του ξαναείπα τίποτα. Κάναμε λοιπόν πρεμιέρα και την επόμενη ημέρα, πριν από την παράσταση, ο Γιούρι μας μάζεψε για να μας αποχαιρετήσει και γονάτισε μπροστά του, λέγοντας: «Είμαι μεγάλος άνθρωπος, έχω δίκιο, άκουσέ με». Αυτός ο άνθρωπος ήταν!
Επίδαυρος ή Ηρώδειο.
Επίδαυρος, βέβαια. Την πρώτη φορά που έπαιξα εκεί είχα φοβερό τρακ. Είχαμε πάει για να παίξουμε το βράδυ, και το πρωί εκείνης της μέρας που ξύπνησα, είχα βγάλει έρπη από την αγωνία. Είναι φοβερή, ασύλληπτη η υποβλητικότητα του χώρου.
Το θέατρο των άλλων.
Όσο προλαβαίνω, γιατί ακόμα παίζω κι εγώ, πηγαίνω σε παραστάσεις. Κυρίως όμως πηγαίνω όταν ακούσω ότι πρόκειται για κάτι πολύ καλό. Δεν θέλω να πάω να δω θέατρο και να αναγκαστώ να κρίνω αυστηρά μια παράσταση. Πάντως, ακόμη και αν κάτι δεν μου αρέσει πολύ, θα πω πάντα στους ηθοποιούς έναν καλό λόγο και θα δώσω συγχαρητήρια – μόνο και μόνο γιατί ξέρω ότι έχουν κοπιάσει. Μου είναι αδύνατον να σνομπάρω ή να κατακρίνω. Από την άλλη, έχει τύχει να δω έργα που τα έχω παίξει κι εγώ και να συνειδητοποιήσω πόσο καλύτερα παίζουν άλλοι από εμένα!
Και για το τέλος, κάτι πιο προσωπικό.
Αφορά μια ιστορία με τη μητέρα μου, την περίοδο που χώρισα με την Ξένια Καλογεροπούλου. Εγώ λοιπόν ήμουν εκείνος που έφταιγε που χωρίσαμε, γιατί τα έφτιαξα με την Τάνια Τσανακλίδου –παρότι την αγαπούσα πολύ την Ξένια. Ερωτεύτηκα, τι να κάνω; Η μάνα μου όμως είχε αδυναμία στην Ξένια, που τη θεωρούσε και καλό κορίτσι, και το έφερε βαρέως. Έμαθα λοιπόν από την αδελφή μου, όχι από την ίδια, ότι πήγε να εξομολογηθεί στην εκκλησία γι’ αυτό το βάρος που ένιωθε. Εξήγησε λοιπόν στον παπά ότι ο γιος της ήταν παντρεμένος με μια πολύ καλή κοπέλα αλλά τη χώρισε για κάποια άλλη και δεν ήξερε τι να πει και να κάνει. Της εξήγησε ο παπάς ότι οι εποχές είχαν αλλάξει, ότι οι άνθρωποι χωρίζουν, ότι συμβαίνουν αυτά. Και μετά τη ρωτάει: «Τι δουλειά κάνει ο γιος σας;». «Ηθοποιός είναι – ο Γιάννης ο Φέρτης», του απαντά. «Ααα», λέει ο παπάς, «αυτός είναι πολύ καλός ηθοποιός και απ’ ό,τι έχω ακούσει, είναι και καλός άνθρωπος. Συγχαρητήρια, κυρία μου! Δεν πειράζει κι αν χώρισε!». Φαντάζεστε πόσο μπερδεύτηκε πια και αυτή η γυναίκα που ήταν πιστή και περίμενε, τουλάχιστον, να βρει μια συμπαράσταση από την εκκλησία…
Διαβάζουμε ακόμα: Μαρία Ναυπλιώτου, συνέντευξη στη Μία Κόλλια.