«Ο αξεπέραστος αντιήρωας του βιβλίου του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ ‘‘Ο φύλακας στη σίκαλη’’ Χόλντεν Κόλφιλντ έγινε το μυθοπλαστικό alter ego μου. Έκανα όνειρα να φύγω αλλά τα ανέβαλα διαρκώς, όπως κι εκείνος. Μου την έδιναν οι κάλπηδες και οι μυγιάγγιχτοι, όπως και σ’ εκείνον. Δυσκολευόμουν να εξηγήσω τον κόσμο, όπως κι εκείνος. Αμφότεροι στεκόμασταν λαχανιασμένοι στην ανηφόρα της ενηλικίωσης». (Φωτογραφία: Κώστας Μητρόπουλος).

Δεν είμαι βέβαιος ποιες διεξόδους βρίσκουν σήμερα τα εσωστρεφή παιδιά, αλλά πίσω στα ’80s, όταν εγώ μεγάλωνα, οι οδοί διαφυγής από την πραγματικότητα ήταν ελάχιστες. Δεν είχα ούτε Netflix, ούτε tablet, ούτε παιχνιδομηχανή, και η τηλεόραση πρόβαλλε εκπομπές που με άφηναν παγερά αδιάφορο. Όταν μεγάλωσα αρκετά για να παίζω με playmobil, η στροφή στο διάβασμα ήταν αναπόφευκτη. Κατ’ αρχάς στα προφανή: Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρρή, Πηνελόπη Δέλτα. Δεν άργησε να ακολουθήσει ο Ιούλιος Βερν, ο Ντίκενς και πάει λέγοντας – και διαβάζοντας.

Συνέχισα να ακολουθώ την –ας πούμε ασφαλή– οδό της ανάγνωσης μέχρι τις παρυφές της εφηβείας. Σε μια περίοδο όμως που όλοι βιάζονται να μεγαλώσουν και αναζητούν τρόπους για να γυρίσουν ταχύτερα τον τροχό του χρόνου, το διάβασμα φαντάζει ως μια εντελώς περιττή δραστηριότητα. Κανένας έφηβος που διαβάζει δεν θεωρείται δημοφιλής και cool, σε αντίθεση με όσους οδηγούν μηχανάκια, αυτούς που καπνίζουν και φλερτάρουν, εκείνους που πηγαίνουν στο γήπεδο και παίζουν μπιλιάρδο. Μοιραία λοιπόν, η αναγνωστική μου πορεία επιβραδύνθηκε στον γεμάτο στροφές δρόμο της εφηβείας. Φρενάραμε μεν, αλλά το όχημα δεν κοκκάλωσε εντελώς. Ενδεχομένως, περίμενε λίγο σπρώξιμο.

«Ο βαριεστημένος βιβλιοθηκονόμος της δημοτικής βιβλιοθήκης απόρησε που ένας 16χρονος είχε μπει στην υποφωτισμένη αίθουσα αναζητώντας βιβλία».

Και το σπρώξιμο ήρθε καταμεσής ενός αργόσυρτου Ιουλίου, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Μεσσηνίας. Εκεί, στο πατρικό της μητέρας μου όπου πέρασα όλα τα καλοκαίρια της ανήλικης ζωής μου, τα βιβλία ήταν λιγοστά και χιλιοδιαβασμένα. Ένα πρωινό που έβρεχε και δεν μπορούσα να πάω στη θάλασσα, πήρα την απόφαση να ανηφορίσω προς τη δημοτική βιβλιοθήκη, χώρο που ήξερα καλά από τα παιδικά μου χρόνια. Ο βαριεστημένος βιβλιοθηκονόμος απόρησε που ένας 16χρονος είχε μπει στην υποφωτισμένη αίθουσα αναζητώντας βιβλία. Αφού μεσολάβησαν οι αναγκαίες διατυπώσεις και επανεκδώσαμε την κάρτα μέλους, άναψε τις μεγάλες λάμπες φθορισμού που έμεναν σβηστές για «οικονομία», και μου επέτρεψε να ξεκινήσω την αναζήτηση.

«Λίγα χρόνια αργότερα, φοιτητής πια, όταν ξαναδιάβασα το βιβλίο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, η αίσθηση του κλονισμού, που ένιωσα την πρώτη φορά, είχε λάβει πια τον χαρακτήρα της μετατόπισης από τις σταθερές μου».

Μου άρεσε που τα ξεθωριασμένα από ήλιο και την πολυκαιρία βιβλία ήταν τοποθετημένα αλφαβητικά βάσει του επιθέτου των συγγραφέων. Ανέκαθεν στις βιβλιοθήκες με μαγνήτιζαν οι συγγραφείς που γέμιζαν ένα ολόκληρο ράφι, αλλά κι εκείνοι που είχαν μόνο ένα βιβλίο, είτε γιατί δεν έγραψαν άλλο, είτε γιατί η βιβλιοθήκη δεν αξιώθηκε να συμπληρώσει τη συλλογή. Και κάπως έτσι, το βλέμμα μου έπεσε σε μια γκρίζα ράχη. Ο μάλλον ακατάληπτος τίτλος μου τράβηξε την προσοχή: «Ο φύλακας στη Σίκαλη» έγραφε με παρωχημένη γραμματοσειρά. Το ξεφύλλισα στα γρήγορα και αποφάσισα να το δανειστώ.

Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την πρώτη ανάγνωση. Ανακαλώ μόνο μια απροσδιόριστη αίσθηση κλονισμού. Μια αίσθηση δέους μπροστά σε αυτό που δεν κατανοείς, αλλά σε μαγνητίζει. Ο κλονισμός αυτός ήταν που με ανάγκασε να επανέλθω. Λίγα χρόνια αργότερα, φοιτητής πια, εντόπισα το βιβλίο στον πάγκο της Πολιτείας. Το ξεκίνησα το ίδιο βράδυ. Έμεινα άυπνος για να το τελειώσω. Και λίγες ημέρες αργότερα, το διάβασα ξανά. Η αίσθηση του κλονισμού είχε λάβει πια τον χαρακτήρα της μετατόπισης από τις σταθερές μου.

«Από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ανακαλώ μόνο μια απροσδιόριστη αίσθηση κλονισμού. Μια αίσθηση δέους μπροστά σε αυτό που δεν κατανοείς, αλλά σε μαγνητίζει».

Δεν ήταν μόνο η λογοτεχνική αξία του. Τότε δεν μπορούσα καν να τη διακρίνω. Αυτό που με «φυλάκισε» στις σελίδες του «Φύλακα» ήταν αφενός η εσωστρεφής (μη) πλοκή του, και αφετέρου η ταύτιση με τον αξεπέραστο αντιήρωα του βιβλίου του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ έγινε το μυθοπλαστικό alter ego μου. Έκανα όνειρα να φύγω αλλά τα ανέβαλα διαρκώς, όπως κι εκείνος. Μου την έδιναν οι κάλπηδες και οι μυγιάγγιχτοι, όπως και σ’ εκείνον. Δεν είχα βιώσει κάτι φριχτό στην παιδική μου ηλικία, ούτε κουβαλούσα κάποιο ανεπούλωτο τραύμα, αλλά δυσκολευόμουν να εξηγήσω τον κόσμο. Όπως κι εκείνος. Αμφότεροι στεκόμασταν λαχανιασμένοι στην ανηφόρα της ενηλικίωσης, η οποία τότε έμοιαζε πιο απότομη και αγχωτική από την ανηφόρα που οδηγούσε στη βιβλιοθήκη. Ίσως γι’ αυτό συνέχισα να ψάχνω απαντήσεις στα βιβλία – μάλλον ματαίως.

Έκτοτε, επανήλθα αρκετές φορές στον «Φύλακα». Και μπορεί η αίσθηση να μην ήταν η ίδια, μπορεί να μη βίωνα αυτόν τον πρωτόφαντο κλονισμό, αλλά κάθε φορά συνειδητοποιούσα ότι το βιβλίο αυτό είχε διαφοροποιήσει οριστικά και αμετάκλητα τον τρόπο που διαβάζω λογοτεχνία. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι άλλαξε και τον τρόπο που γράφω.

 

// Ο Γιάννης Γορανίτης εργάζεται ως δημοσιογράφος και μεταφραστής. Για το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «24» (εκδ. Πατάκη, 2017), του απονεμήθηκε το βραβείο «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία» του περιοδικού Ο Αναγνώστης.

 

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Νανόπουλος – «Οι δικοί μου φόροι τιμής».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top