Oταν ζήτησα να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον γενικό διευθυντή και διευθύνοντα σύμβουλο του Κέντρου Πολιτισμού «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», απάντησε, χωρίς μεσολάβηση γραμματέως, ο ίδιος: ο άνθρωπος που πριν από τρία χρόνια, ως διευθυντής της δημόσιας βιβλιοθήκης της Βέροιας (η οποία έφτασε να αριθμεί 24.000 μέλη) τιμήθηκε με το βραβείο «Πρόσβαση στη Μάθηση» από το Ίδρυμα Μπιλ & Μελίντα Γκέιτς. Λίγες μέρες αργότερα, από τον τρίτο όροφο της Βασιλίσσης Σοφίας, όπου βρίσκονται τα γραφεία του Ιδρύματος, ο Γιάννης Τροχόπουλος κοιτάζει μακριά. Αντί για οικονομία, βλέπει πολιτισμό. Αντί για αριθμούς, βλέπει δημιουργία. Αντί για το «εγώ» βλέπει το «εμείς», με άξονα το Κέντρο Πολιτισμού που θα στεγάσει την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Εθνική Λυρική Σκηνή και το Πάρκο στο Φάληρο, το μεγαλύτερο έργο στο είδος του που γίνεται αυτή τη στιγμή στη χώρα και θα παραδοθεί το 2016.
Ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου μπορώ πλέον να επιβεβαιώσω τη χαρά και την έκπληξη που ένιωσα όταν μου ζητήθηκε να συμπορευθώ στην προσπάθεια που κάνει το Κέντρο Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση ενός μικρού project όπως αυτό στη Βέροια. Χαρά και έκπληξη, επειδή διαπίστωσα ότι γίνονται τα μικρά βήματα που προσδοκώ για την επιτυχή ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου, τη συνεργασία, τη σύμπνοια και την ανοιχτή επικοινωνία με τους οργανισμούς που θα εγκατασταθούν στο Κέντρο Πολιτισμού, δηλαδή την Εθνική Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά και με την ελληνική πολιτεία στο βαθμό που έχει αναλάβει, με απόφαση της Βουλής, την υποχρέωση να παραλάβει το έργο και να το λειτουργήσει τα επόμενα χρόνια. Αυτό λοιπόν θα πετύχει αν συνδυαστεί με μικρά και συγκεκριμένα βήματα. Έτσι ορίζω, προσωπικά, την πρόοδό μου και θα ήταν δυσάρεστη έκπληξη αν κάτι τέτοιο δεν συνεχιζόταν κι εδώ.
Παραμένω επαρχιώτης, δεν μπορώ να αλλάξω εύκολα τον τρόπο που επικοινωνώ με τους ανθρώπους, ο οποίος είναι λίγο περίεργος και δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που δημιουργεί μια μεγάλη πόλη ή εκείνες που πηγάζουν από τις συναναστροφές, τις δημόσιες σχέσεις, την ανταλλαγή λόγων και επικοινωνίας σε ένα ανάλογο περιβάλλον. Εγώ αυτό δεν το κατέχω, δεν μπόρεσα ποτέ μου (δεν είχα και το λόγο) να έρθω σε επαφή με κάτι τέτοιο. Είμαι επαρχιώτης με την έννοια ότι βρίσκομαι πολύ πιο κοντά με τον κόσμο. Αναγκαστικά, λόγω δουλειάς, είχα άμεση και συνεχή επαφή μαζί του. Κι αυτό το έργο είναι τόσο μεγάλο, που καμιά φορά μπορεί να ξεχάσεις ότι τελικά απευθύνεται στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που, δυστυχώς, σε γενικές γραμμές, δεν έχει πάντα την ανάλογη παιδεία, τη μόρφωση, την καλλιέργεια, και θεωρεί πολυτέλεια την ύπαρξη πολιτιστικών οργανισμών και κέντρων όπως αυτό. Εγώ όμως πιστεύω το εντελώς αντίθετο. Ότι ο κόσμος θέλει ένα δημιουργικό περιβάλλον και αυτό του λείπει για να αναδείξει τη δυναμική και τις ιδέες του.
Θα πετύχουμε μόνο όταν γίνει αντιληπτό ότι το Κέντρο Πολιτισμού καλύπτει ένα κενό. Άλλωστε, καθετί που δημιουργείται πρέπει να απαντά στο ερώτημα «Τι κενό καλύπτει; Γιατί δημιουργήθηκε; Για ποιον έχει νόημα;» Αν δεν το αντιμετωπίσουμε πρακτικά, θα βρούμε μπροστά μας το ενδεχόμενο της απαξίωσης. Αυτό που προσδίδει ένας άνθρωπος που μπαίνει σε έναν οργανισμό είναι ότι προσθέτει κάτι στη διαδικασία να υλοποιηθούν καλύτερα τα πράγματα. Το στοίχημα και η πρόκληση πλέον είναι πώς όλο αυτό από όραμα θα γίνει πραγματικότητα. Πώς το ευρύ κοινό θα δει τις ανάγκες του να καλύπτονται από τις υπηρεσίες αυτού του Κέντρου. Εδώ λοιπόν συμβάλλω, στο να κάνουμε όλο και πιο συγκεκριμένες τις υπηρεσίες που θα προσφέρει το Κέντρο για να έχει νόημα για τον κόσμο. Η εμπειρία μου στη Βέροια ελπίζω να βοηθήσει στο πώς θα διαμορφώσουμε τους χώρους και τις υπηρεσίες. Άλλωστε, το πρώτο πράγμα που θα συζητούσα με το Ίδρυμα, αν ήμουν εξαρχής στο σχεδιασμό του έργου, θα ήταν: «Γιατί δεν ενσωματώνουμε μια δημόσια βιβλιοθήκη στην Εθνική Βιβλιοθήκη;» Κάτι τέτοιο συμπτωματικά ήταν και το όραμα του Ιδρύματος. Χωρίς μάλιστα να λάβουν υπόψη την απαξίωση που περιβάλλει την Εθνική Βιβλιοθήκη ή το πόσους πολίτες εξυπηρετεί. Είδαν μπροστά και κατάλαβαν πόσο σπουδαίο είναι να στηρίξουν το πιο σημαντικό πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Αυτό εφάπτεται με το δικό μου σύστημα αξιών. Πόσο μάλλον, όταν είδαν την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας και να υπάρχουν συνέργειες μεταξύ διαφόρων πολιτιστικών ιδρυμάτων, κι έτσι εγκατέστησαν τη Λυρική Σκηνή δίπλα στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Η εμπειρία των Ελλήνων με το δημόσιο χώρο είναι τραυματική. Τη βιώνουμε με τον τρόπο που χειριζόμαστε τα δημόσια κτίρια, για παράδειγμα τα πανεπιστήμια, με τα ακραία φαινόμενα βανδαλισμών. Από την άλλη, υπάρχει το πολύ μικρό και σεμνό παράδειγμα της βιβλιοθήκης της Βέροιας, όπου οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν έχουν μια υψηλής ποιότητας συμπεριφορά: όχι μόνο φροντίζουν τους χώρους, αλλά και αποδέχονται τους κανόνες λειτουργίας, που έχουν αρκετές υποχρεώσεις. Για παράδειγμα, όλοι πληρώνουν αδιαμαρτύρητα τα «πρόστιμα» για τη μη έγκαιρη επιστροφή των βιβλίων ή άλλου υλικού που δανείζονται. Απολαμβάνουν, ωστόσο, υπηρεσίες και δικαιώματα που είναι απείρως περισσότερα από τις υποχρεώσεις. Αυτό είναι το μυστικό! Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι χρειάζεται να καλλιεργήσουμε ακόμα περισσότερο τη νέα γενιά, ώστε να διεκδικήσουμε τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος υψηλής ποιότητας. Το παράδειγμα του Κέντρου Πολιτισμού μπορεί να δράσει πολλαπλασιαστικά και σε άλλους χώρους. Αν το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος αρχίσει να χρησιμοποιείται από το κοινό και μας δώσει δείγματα μιας εκ των ενόντων προσπάθειας να το διαφυλάξουμε με τη βοήθεια του κόσμου, αυτό πιθανότατα θα επιδράσει και στα άλλα πάρκα της χώρας. Οι άνθρωποι θα κοιτάξουν το πάρκο ή το αλσύλιο στην περιοχή τους και θα πουν «Γιατί να μην το φροντίσουμε κι αυτό;» Είναι μια προσδοκία μου που τη λέω ψιθυριστά, γιατί μπορεί να μην υλοποιηθεί, ελπίζω όμως βάσιμα ότι στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος θα λειτουργήσει. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να φτάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς», θα τον είχαμε χρησιμοποιήσει. Κάθε μετάβαση απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Το Κέντρο Πολιτισμού θα λειτουργήσει σαν μια κυψέλη η οποία θα υποστηρίξει τη μετάβαση από την ατομικότητα στη συλλογικότητα. Οι χώροι είναι πάρα πολλοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από διαφορετικές ομάδες.
Το πρόβλημα της χώρας τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι μόνο οικονομικό. Αυτό, άλλωστε, επιλύεται με την επιμονή των δανειστών μας! Το πρόβλημα θα είναι καθαρά πολιτιστικό, αν δηλαδή θα κατορθώσει να βρει μια ταυτότητα που θα την κάνει ισότιμο εταίρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε οποιοδήποτε άλλο σχήμα υπάρξει. Έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, κρίσεις άλλωστε περνάνε όλα τα κράτη και οι κοινωνίες. Η σημερινή κατεδάφιση, όμως, δεν είναι μόνο θέμα επιπόλαιης διαχείρισης των οικονομικών μας, εγείρει και το ερώτημα ποιοι πραγματικά είμαστε και τι θέλουμε να εκπροσωπούμε. Κάτι που συνδέεται με την ευρύτερη καλλιέργεια του κόσμου, η οποία δεν είναι μόνο θέμα της τυπικής εκπαίδευσης, του σχολείου, αλλά διαχέεται πλέον σε όλη την κοινωνία. Άρα, αν δημιουργήσουμε πόλους που θα βοηθούν, μέσω της άτυπης μάθησης, να έρθει το κοινό σε επαφή με την ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας, δημιουργούμε τη νέα εποχή που θα μας δώσει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε αν θα έχουμε σύγχρονο λόγο ως ισότιμοι εταίροι ή θα είμαστε κομπάρσοι (γιατί και ως τέτοιοι μπορούμε να επιβιώσουμε. Οι κομπάρσοι παίζουν σε ταινίες, μερικοί μάλιστα καλοπληρώνονται! Έχουν, βέβαια, λιγότερες προσδοκίες ως προς τον τρόπο που θα επιβιώσουν). Το ζήτημα λοιπόν της παιδείας και του πολιτισμού θα απασχολήσει τη χώρα μας τα επόμενα χρόνια και φαίνεται ότι διαμορφώνεται ένα άλλο περιβάλλον όπου αναζητείται η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών μαζί με την ελληνική πολιτεία. Δεν αρκεί μόνο η δύναμη και η στρατηγική του κράτους.
Αν δεν πίστευα στη δυνατότητα να αλλάξουν οι νοοτροπίες δεν θα είχα κανένα λόγο να συστρατευθώ σε αυτή την προσπάθεια. Δεν βλέπω την κρίση ως ευκαιρία, γιατί, δυστυχώς, έχει συντελέσει ώστε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα –μερικά από αυτά χωρίς να έχουν καμία ευθύνη– να βρίσκονται σε μια δίνη με συνέπειες χωρίς επιστροφή. Επομένως, δεν υποστηρίζω ότι καλώς ήρθε η κρίση επειδή έτσι μπορούμε να δούμε με άλλο τρόπο τη συνέχεια της ύπαρξής μας. Η κρίση, ωστόσο, μας θέτει πιο επιτακτικά το δίλημμα που υπήρχε και παλαιότερα, αλλά απλώς δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει. Το θέμα της ταυτότητας της χώρας υπήρχε και πριν, τώρα μας απασχολεί βίαια επειδή η κρίση έσβησε πολλές αυταπάτες, μας ξεγύμνωσε σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν μπορεί να αλλάξει μόνο με οικονομικούς όρους, οι οποίοι θα έλεγα ότι σταδιακά θα βελτιωθούν, σε αντίθεση με τη σύγχρονη εικόνα της χώρας και των ανθρώπων. Με αυτό συνδέεται και το πιο δημιουργικό κομμάτι της χώρας, το οποίο προσδοκούμε ότι θα συμπορευθεί με το Κέντρο Πολιτισμού. Έτσι, ο ένας πόλος είναι το ευρύ κοινό που –ξέροντας τις δυσκολίες– θέλουμε να συμμετέχει, και ο άλλος πόλος είναι το δημιουργικό κομμάτι του τόπου, που έχει αποδείξει ότι μπορεί να χτίσει αυτή τη νέα ταυτότητα.
Σε μια περίοδο κρίσης το Ίδρυμα, αντί να υποστείλει τη σημαία, πιστεύει στη χώρα και στους ανθρώπους της και θέλει να δώσει άλλη μια ευκαιρία στο να αναδειχθεί το δημιουργικό της στοιχείο, κάτι που αποτελεί μεγάλο κέρδος. Από την άλλη, η διάρκεια της κατασκευής του έργου προσφέρει στην ελληνική κοινωνία ένα μήνυμα αισιοδοξίας, καθώς είναι πολλαπλά τα οικονομικά οφέλη που θα υπάρξουν: είναι οι θέσεις εργασίας, ο τουρισμός, η σημαντική αναβάθμιση της γύρω περιοχής. Είναι στρατηγικής σημασίας η απόφαση αυτή του Ιδρύματος σε μια στιγμή που φαίνεται η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να αντεπεξέλθει στοιχειωδώς και τώρα αλλά και σε βάθος χρόνου, γιατί οι υπόλοιπες υποχρεώσεις της είναι αντικειμενικά πολύ πιο σημαντικές και επιτακτικές. Ωστόσο, κανένα ίδρυμα δεν υποκαθιστά την ελληνική πολιτεία, παρά μόνο λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτήν. Δεν μπορούμε να κουβαλάμε ένα τέτοιο βάρος. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος έχει βαθιά πίστη και στην ελληνική πολιτεία, και στην ελληνική κοινωνία. Λέει «Μπορείτε να λειτουργήσετε το Κέντρο, σας το χαρίζω, σας δίνω τη δυνατότητα να αλλάξουμε το τοπίο, γιατί λόγω του μεγέθους του θα είναι ένα επιτυχές παράδειγμα που μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά». Από το μεγάλο μέγεθος είναι εύκολο να κάνεις μικρά πράγματα, από το μικρότερο όχι, εξ ου και η δυσκολία μου να εξακτινίσω το παράδειγμα της Βέροιας.
Όταν συνδέθηκα με το Ίδρυμα, το έργο είχε ολοκληρωθεί από αρχιτεκτονική άποψη, ο Ρέντζο Πιάνο είχε δώσει το στίγμα του. Είχε περιγράψει την ιδέα και το όραμά του, ορίζοντας το Κέντρο Πολιτισμού ως τόπο, ως χώρο συνάντησης και επικοινωνίας. Μένει πιστός σε αυτή την ιδέα, ευελπιστώντας ότι θα είναι ένα σημείο αναφοράς της σύγχρονης Ελλάδας. Η κρυφή ελπίδα είναι ότι με τη δυναμική που θα αναπτύξουν η Βιβλιοθήκη, η Όπερα και το Πάρκο θα προσελκύσουν και ανθρώπους από το εξωτερικό που θέτουν ως προτεραιότητα την αρχαία και τη βυζαντινή Ελλάδα. Το να θέσουν ως προορισμό τους και την επίσκεψη στο Κέντρο Πολιτισμού είναι κάτι που εναπόκειται και στον τρόπο λειτουργίας του. Ο Ρέντζο Πιάνο στην αρχή της σταδιοδρομίας του συνδέθηκε με το Κέντρο Πομπιντού, που περιλάμβανε και μια βιβλιοθήκη, η οποία ήταν καταλύτης όσον αφορά στο θέμα των βιβλιοθηκών σε όλη την Ευρώπη. Και τώρα, σχεδόν στο κλείσιμο της καριέρας του, συνδέεται πάλι με ένα έργο που περιλαμβάνει μια βιβλιοθήκη. Αυτή η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν εμπεριέχει ένα συμβολισμό.
Δεν μπορώ να μπω στην κουβέντα αν είναι καλό ή κακό να κλείσουν οι δημοτικές βιβλιοθήκες. Αυτό που ξέρω είναι ότι θα μπορούσαμε να προστατέψουμε ένα εύρωστο δίκτυο βιβλιοθηκών. Αν λοιπόν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μόνο πενήντα βιβλιοθήκες στην Ελλάδα, ας κάνουμε αυτές, εφόσον δεν έχουμε τους πόρους για όλες. Πιστεύω ότι θα πρέπει να προσφέρουμε τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες σε όσα ιδρύματα θέλουμε να διασώσουμε. Το αν θα κλείσουν κάποιοι οργανισμοί, δεν με απασχολεί σχεδόν καθόλου, γιατί δεν πιστεύω ότι από καταβολής της ίδρυσής τους συνεχίζουν όλοι να επιτελούν τον προγραμματικό τους σκοπό. Περισσότερο με ενδιαφέρει λοιπόν να δω πού υπάρχει ζωή και πώς θα δώσω περισσότερη ώθηση από το να προσπαθήσω να διαφυλάξω ό,τι υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Στη Βέροια, για παράδειγμα, υπάρχει άλλη μια βιβλιοθήκη, την οποία ο δήμος διατηρεί και θέλει να διαφυλάξει. Τι νόημα έχει; Τέτοιοι χώροι και ιδρύματα είναι προϊόν του πελατειακού συστήματος παρά ανταπόκριση στις ανάγκες του κοινού και υπάρχουν σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Είμαστε διατεθειμένοι να τα υπερασπιστούμε όλα στο όνομα μιας πολιτιστικής κυριαρχίας; Θα έλεγα πως όχι. Η κοινωνία μέχρι πρότινος δεν αποφάσιζε τίποτα, πλέον όμως κάτι αρχίζει να κινείται. Είναι η στιγμή λοιπόν της συνεργασίας κοινωνίας-ιδρυμάτων-ελληνικής πολιτείας για να δημιουργήσει το νέο περιβάλλον. Άρα να προστατέψει και να ισχυροποιήσει κάποιους υπάρχοντες θεσμούς στην περιφέρεια ή να προχωρήσει στις αναγκαίες συνέργειες και συγχωνεύσεις που θα έχουν νόημα για την ελληνική κοινωνία. Γιατί θα πρέπει να μας επιβληθούν οι αλλαγές και να μην τις αναζητήσουμε εμείς; Γιατί να μην τις ορίσουμε εμείς τις με γνώμονα την αποτελεσματικότητα και την καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού; Σίγουρα όλες οι πόλεις θέλουν να έχουν μια βιβλιοθήκη, αλλά πιο σημαντικές είναι οι υπηρεσίες που θα απολαμβάνουν οι πολίτες.
Κατά διαστήματα η επικοινωνία και η σχέση με τους ανθρώπους με δοκίμασαν, με έκαναν να αλλάξω και να προσαρμοστώ στις νέες συνθήκες. Περισσότερο με επηρέασαν οι συναλλαγές και η «ταλαιπωρία» που είχα στην επικοινωνία με τους ανθρώπους, κι αυτό συνεχίζεται ακόμα και τώρα. Δαπανώ πολύ χρόνο μαζί τους και διατηρώ το δικαίωμα μερικές φορές να φέρομαι με τρόπο που ίσως προξενεί συναισθήματα αρνητικά. Ζω την επικοινωνία και πιστεύω ότι μπορούμε να ελπίζουμε στο ανθρώπινο δυναμικό, επειδή μπορεί να αλλάξει μια κατάσταση. Με αυτό ασχολούμαι τον περισσότερο καιρό, με τις επαφές, με τη συζήτηση.
Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στις ικανότητες και τις δυνατότητές μου, ούτε πρόκειται να αποκτήσω ακόμα κι αν πετύχει αυτό το έργο. Αυτό που σας λέω είναι, βέβαια, κάπως παράδοξο, γιατί έχουν εμπιστοσύνη οι άλλοι σε εμένα.Υπηρετώ ένα σκοπό και προσπαθώ να συμβάλω, όσο μπορώ, στην επίτευξή του. Χαίρομαι όταν βλέπω τους ανθρώπους ικανοποιημένους και πιο πολύ με ενδιαφέρει να συντονίσω μια προσπάθεια, παρά να προσδώσω σε αυτήν την προσωπική μου σφραγίδα. Τα ιδρύματα συνδέονται με μια συνολική στρατηγική. Οι άνθρωποι απλώς υπηρετούν το σκοπό, υπάρχει ένα σύστημα που δημιουργεί τις συνθήκες για να παρέχονται υπηρεσίες που πρέπει να είναι proactive, ώστε να προσαρμόζονται στις ανάγκες του κοινού που αλλάζουν συνέχεια, κι αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Χρειαζόμαστε, επομένως, διαρκή εκπαίδευση, επαφή με το εξωτερικό, επικοινωνία με τα πιο δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας.